επιστήμονας altgriechisch ἐπιστήμων ἐπιστήμ(η) + -ων (-ονας)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Άλλες πληροφορίες: Ανώτερος επιστήμονας στο MODAFL και πρώην Διευθυντής του Κέντρου Φυσικών Ερευνών (PHRC). | Sonstige Informationen: hochrangiger Wissenschaftler im MODAFL und ehemaliger Leiter des Forschungszentrums für Physik. Übersetzung bestätigt |
Οι δράσεις θα διασφαλίσουν τον συντονισμό των προσπαθειών ώστε να έλθουν σε επαφή επιστήμονες και εμπειρογνώμονες που ασχολούνται με την επιγραμμική ασφάλεια για τα παιδιά σε επίπεδο ΕΕ, την τόνωση της διεθνούς συνεργασίας και συντονισμού, καθώς και την επικαιροποίηση των επισκοπήσεων ως προς την υφιστάμενη και μελλοντική έρευνα. | Ziel der Maßnahmen ist ein abgestimmtes Vorgehen, um die auf dem Gebiet der Online-Sicherheit der Kinder tätigen Wissenschaftler und Fachleute auf EU-Ebene zusammenzuführen, der internationalen Zusammenarbeit und Koordinierung neue Impulse zu verleihen und einen aktuellen Überblick über die laufenden und künftigen Forschungsarbeiten zu erstellen. Übersetzung bestätigt |
Για τους ζωοκόμους και τους επιστήμονες που ασχολούνται με τα πλην του ανθρώπου πρωτεύοντα, η εκπαίδευση πρέπει να περιλαμβάνει ειδική —για το εκάστοτε είδος— ενημέρωση. | Tierpfleger und Wissenschaftler, die mit nichtmenschlichen Primaten arbeiten, sollten bei der Ausbildung artspezifische Informationen über diese Tiere erhalten. Übersetzung bestätigt |
Άλλες πληροφορίες: Ανώτερος επιστήμονας στο MODAFL και πρώην Διευθυντής του Κέντρου Φυσικών Ερευνών (PHRC). | Weitere Informationen: hochrangiger Wissenschaftler im Ministerium für Verteidigung und Logistik der Streitkräfte und ehemaliger Leiter des Forschungszentrums für Physik. Übersetzung bestätigt |
Άλλες πληροφορίες: Ανώτερος επιστήμονας στο Υπουργείο Άμυνας και Επιμελητείας (MODAFL) με διασυνδέσεις στο Ινστιτούτο Εφαρμοσμένης Φυσικής, στενός συνεργάτης του Mohsen Fakhrizadeh-Mahabadi. | Weitere Informationen: hochrangiger Wissenschaftler im Ministerium für Verteidigung und Logistik der Streitkräfte, der Verbindungen zum Institut für angewandte Physik unterhält und eng mit Mohsen Fakhrizadeh-Mahabadi zusammenarbeitet. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
επιστήμονας φυσικών επιστημών |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Wissenschaftler | die Wissenschaftler |
Genitiv | des Wissenschaftlers | der Wissenschaftler |
Dativ | dem Wissenschaftler | den Wissenschaftlern |
Akkusativ | den Wissenschaftler | die Wissenschaftler |
επιστήμονας ο [epistímonas] : α.αυτός που έχει σπουδάσει σε ανώτατη σχολή το αντικείμενο ορισμένης επιστήμης και πήρε το σχετικό πτυχίο: Θέλει να σπουδάσει το παιδί του, να το κάνει επιστήμονα. Ορκομωσία νέων επιστημόνων. Ο εκπαιδευτικός δεν αρκεί να είναι επιστήμονας, πρέπει να είναι και δάσκαλος. || (ως επίθ.): Σύλλογος Επιστημόνων Γυναικών. β. αυτός, συνήθ. επιστήμονας, που γνωρίζει σε βάθος το αντικείμενο ορισμένης επιστήμης και με την εργασία του (έρευνα, δημοσιεύσεις κτλ.) συμβάλλει στην ανάπτυξή της: Ειδικός επιστήμονας. Είναι σπουδαίος / έξοχος επιστήμονας. Διίστανται / συμπίπτουν οι απόψεις των επιστημόνων για ορισμένο θέμα. γ. (προφ.) ως υπερβολικός χαρακτηρισμός για κπ. που γνωρίζει καλά ορισμένο αντικείμενο ή ασκεί σωστά ορισμένη δραστηριότητα: Είναι επιστήμονας στα αθλητικά / στη δουλειά του.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.