ερεθίζω Verb  [erethizo, erethizw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)
antörnen (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu ερεθίζω

ερεθίζω altgriechisch ἐρεθίζω


GriechischDeutsch
Αν σε ερεθίζω, σε καταλαβαίνω απόλυτα, Κιντ.Wenn ich dich nämlich erregen sollte, könnte ich das verstehen.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu ερεθίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ερεθίζωερεθίζουμε, ερεθίζομεερεθίζομαιερεθιζόμαστε
ερεθίζειςερεθίζετεερεθίζεσαιερεθίζεστε, ερεθιζόσαστε
ερεθίζειερεθίζουν(ε)ερεθίζεταιερεθίζονται
Imper
fekt
ερέθιζαερεθίζαμεερεθιζόμουν(α)ερεθιζόμαστε, ερεθιζόμασταν
ερέθιζεςερεθίζατεερεθιζόσουν(α)ερεθιζόσαστε, ερεθιζόσασταν
ερέθιζεερέθιζαν, ερεθίζαν(ε)ερεθιζόταν(ε)ερεθίζονταν, ερεθιζόντανε, ερεθιζόντουσαν
Aoristερέθισαερεθίσαμεερεθίστηκαερεθιστήκαμε
ερέθισεςερεθίσατεερεθίστηκεςερεθιστήκατε
ερέθισεερέθισαν, ερεθίσαν(ε)ερεθίστηκεερεθίστηκαν, ερεθιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ερεθίσει
έχω ερεθισμένο
έχουμε ερεθίσει
έχουμε ερεθισμένο
έχω ερεθιστεί
είμαι ερεθισμένος, -η
έχουμε ερεθιστεί
είμαστε ερεθισμένοι, -ες
έχεις ερεθίσει
έχεις ερεθισμένο
έχετε ερεθίσει
έχετε ερεθισμένο
έχεις ερεθιστεί
είσαι ερεθισμένος, -η
έχετε ερεθιστεί
είστε ερεθισμένοι, -ες
έχει ερεθίσει
έχει ερεθισμένο
έχουν ερεθίσει
έχουν ερεθισμένο
έχει ερεθιστεί
είναι ερεθισμένος, -η, -ο
έχουν ερεθιστεί
είναι ερεθισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ερεθίσει
είχα ερεθισμένο
είχαμε ερεθίσει
είχαμε ερεθισμένο
είχα ερεθιστεί
ήμουν ερεθισμένος, -η
είχαμε ερεθιστεί
ήμαστε ερεθισμένοι, -ες
είχες ερεθίσει
είχες ερεθισμένο
είχατε ερεθίσει
είχατε ερεθισμένο
είχες ερεθιστεί
ήσουν ερεθισμένος, -η
είχατε ερεθιστεί
ήσαστε ερεθισμένοι, -ες
είχε ερεθίσει
είχε ερεθισμένο
είχαν ερεθίσει
είχαν ερεθισμένο
είχε ερεθιστεί
ήταν ερεθισμένος, -η, -ο
είχαν ερεθιστεί
ήταν ερεθισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ερεθίζωθα ερεθίζουμε, θα ερεθίζομεθα ερεθίζομαιθα ερεθιζόμαστε
θα ερεθίζειςθα ερεθίζετεθα ερεθίζεσαιθα ερεθίζεστε, θα ερεθιζόσαστε
θα ερεθίζειθα ερεθίζουν(ε)θα ερεθίζεταιθα ερεθίζονται
Fut
ur
θα ερεθίσωθα ερεθίσουμε, θα ερεθίζομεθα ερεθιστώθα ερεθιστούμε
θα ερεθίσειςθα ερεθίσετεθα ερεθιστείςθα ερεθιστείτε
θα ερεθίσειθα ερεθίσουν(ε)θα ερεθιστείθα ερεθιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ερεθίσει
θα έχω ερεθισμένο
θα έχουμε ερεθίσει
θα έχουμε ερεθισμένο
θα έχω ερεθιστεί
θα είμαι ερεθισμένος, -η
θα έχουμε ερεθιστεί
θα είμαστε ερεθισμένοι, -ες
θα έχεις ερεθίσει
θα έχεις ερεθισμένο
θα έχετε ερεθίσει
θα έχετε ερεθισμένο
θα έχεις ερεθιστεί
θα είσαι ερεθισμένος, -η
θα έχετε ερεθιστεί
θα είστε ερεθισμένοι, -ες
θα έχει ερεθίσει
θα έχει ερεθισμένο
θα έχουν ερεθίσει
θα έχουν ερεθισμένο
θα έχει ερεθιστεί
θα είναι ερεθισμένος, -η, -ο
θα έχουν ερεθιστεί
θα είναι ερεθισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ερεθίζωνα ερεθίζουμε, να ερεθίζομενα ερεθίζομαινα ερεθιζόμαστε
να ερεθίζειςνα ερεθίζετενα ερεθίζεσαινα ερεθίζεστε, να ερεθιζόσαστε
να ερεθίζεινα ερεθίζουν(ε)να ερεθίζεταινα ερεθίζονται
Aoristνα ερεθίσωνα ερεθίσουμε, να ερεθίσομενα ερεθιστώνα ερεθιστούμε
να ερεθίσειςνα ερεθίσετενα ερεθιστείςνα ερεθιστείτε
να ερεθίσεινα ερεθίσουν(ε)να ερεθιστείνα ερεθιστούν(ε)
Perfνα έχω ερεθίσει
να έχω ερεθισμένο
να έχουμε ερεθίσει
να έχουμε ερεθισμένο
να έχω ερεθιστεί
να είμαι ερεθισμένος, -η
να έχουμε ερεθιστεί
να είμαστε ερεθισμένοι, -ες
να έχεις ερεθίσει
να έχεις ερεθισμένο
να έχετε ερεθίσει
να έχετε ερεθισμένο
να έχεις ερεθιστεί
να είσαι ερεθισμένος, -η
να έχετε ερεθιστεί
να είστε ερεθισμένοι, -ες
να έχει ερεθίσει
να έχει ερεθισμένο
να έχουν ερεθίσει
να έχουν ερεθισμένο
να έχει ερεθιστεί
να είναι ερεθισμένος, -η, -ο
να έχουν ερεθιστεί
να είναι ερεθισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presερέθιζεερεθίζετεερεθίζεστε
Aoristερέθισεερεθίστεερεθίσουερεθιστείτε
Part
izip
Presερεθίζονταςερεθιζόμενος
Perfέχοντας ερεθίσει, έχοντας ερεθισμένοερεθισμένος, -η, -οερεθισμένοι, -ες, -α
InfinAoristερεθίσειερεθιστεί











Griechische Definition zu ερεθίζω

ερεθίζω [ereθízo] -ομαι : 1.διεγείρω κπ. έτσι ώστε να αντιδρά, να ενεργεί συνήθ. βίαια: Tο κόκκινο χρώμα ερεθίζει τον ταύρο. Tα πνεύματα ερεθίστηκαν, όταν έγινε γνωστό ότι η αστυνομία χτύπησε διαδηλωτές. || ερεθίζω την περιέργεια / το ενδιαφέρον κάποιου. α. προκαλώ σε κπ. έντονη ερωτική επιθυμία: Tον ερέθισε με το προκλητικό της ντύσιμο. β. προκαλώ σε κπ. ορισμένο ερέθισμα: Tα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ερεθίζουν τα αισθητήρια όργανα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback