aufregen
 Verb

αναστατώνω Verb
(1)
εκνευρίζω Verb
(1)
πειράζω Verb
(0)
νευριάζω Verb
(0)
ερεθίζω Verb
(0)
ζοχαδιάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sie sagte, dass ich Lexi aufregen würde.Λέει ότι αναστατώνω την Λέξι...

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναστατώνωαναστατώνουμε, αναστατώνομεαναστατώνομαιαναστατωνόμαστε
αναστατώνειςαναστατώνετεαναστατώνεσαιαναστατώνεστε, αναστατωνόσαστε
αναστατώνειαναστατώνουν(ε)αναστατώνεταιαναστατώνονται
Imper
fekt
αναστάτωνααναστατώναμεαναστατωνόμουν(α)αναστατωνόμαστε, αναστατωνόμασταν
αναστάτωνεςαναστατώνατεαναστατωνόσουν(α)αναστατωνόσαστε, αναστατωνόσασταν
αναστάτωνεαναστάτωναν, αναστατώναν(ε)αναστατωνόταν(ε)αναστατώνονταν, αναστατωνόντανε, αναστατωνόντουσαν
Aoristαναστάτωσααναστατώσαμεαναστατώθηκααναστατωθήκαμε
αναστάτωσεςαναστατώσατεαναστατώθηκεςαναστατωθήκατε
αναστάτωσεαναστάτωσαν, αναστατώσαν(ε)αναστατώθηκεαναστατώθηκαν, αναστατωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αναστατώσει
έχω αναστατωμένο
έχουμε αναστατώσει
έχουμε αναστατωμένο
έχω αναστατωθεί
είμαι αναστατωμένος, -η
έχουμε αναστατωθεί
είμαστε αναστατωμένοι, -ες
έχεις αναστατώσει
έχεις αναστατωμένο
έχετε αναστατώσει
έχετε αναστατωμένο
έχεις αναστατωθεί
είσαι αναστατωμένος, -η
έχετε αναστατωθεί
είστε αναστατωμένοι, -ες
έχει αναστατώσει
έχει αναστατωμένο
έχουν αναστατώσει
έχουν αναστατωμένο
έχει αναστατωθεί
είναι αναστατωμένος, -η, -ο
έχουν αναστατωθεί
είναι αναστατωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αναστατώσει
είχα αναστατωμένο
είχαμε αναστατώσει
είχαμε αναστατωμένο
είχα αναστατωθεί
ήμουν αναστατωμένος, -η
είχαμε αναστατωθεί
ήμαστε αναστατωμένοι, -ες
είχες αναστατώσει
είχες αναστατωμένο
είχατε αναστατώσει
είχατε αναστατωμένο
είχες αναστατωθεί
ήσουν αναστατωμένος, -η
είχατε αναστατωθεί
ήσαστε αναστατωμένοι, -ες
είχε αναστατώσει
είχε αναστατωμένο
είχαν αναστατώσει
είχαν αναστατωμένο
είχε αναστατωθεί
ήταν αναστατωμένος, -η, -ο
είχαν αναστατωθεί
ήταν αναστατωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναστατώνωθα αναστατώνουμε, θα αναστατώνομεθα αναστατώνομαιθα αναστατωνόμαστε
θα αναστατώνειςθα αναστατώνετεθα αναστατώνεσαιθα αναστατώνεστε, θα αναστατωνόσαστε
θα αναστατώνειθα αναστατώνουν(ε)θα αναστατώνεταιθα αναστατώνονται
Fut
ur
θα αναστατώσωθα αναστατώσουμε, θα αναστατώσομεθα αναστατωθώθα αναστατωθούμε
θα αναστατώσειςθα αναστατώσετεθα αναστατωθείςθα αναστατωθείτε
θα αναστατώσειθα αναστατώσουνθα αναστατωθείθα αναστατωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναστατώσει
θα έχω αναστατωμένο
θα έχουμε αναστατώσει
θα έχουμε αναστατωμένο
θα έχω αναστατωθεί
θα είμαι αναστατωμένος, -η
θα έχουμε αναστατωθεί
θα είμαστε αναστατωμένοι, -ες
θα έχεις αναστατώσει
θα έχεις αναστατωμένο
θα έχετε αναστατώσει
θα έχετε αναστατωμένο
θα έχεις αναστατωθεί
θα είσαι αναστατωμένος, -η
θα έχετε αναστατωθεί
θα είστε αναστατωμένοι, -ες
θα έχει αναστατώσει
θα έχει αναστατωμένο
θα έχουν αναστατώσει
θα έχουν αναστατωμένο
θα έχει αναστατωθεί
θα είναι αναστατωμένος, -η, -ο
θα έχουν αναστατωθεί
θα είναι αναστατωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναστατώνωνα αναστατώνουμε, να αναστατώνομενα αναστατώνομαινα αναστατωνόμαστε
να αναστατώνειςνα αναστατώνετενα αναστατώνεσαινα αναστατώνεστε, να αναστατωνόσαστε
να αναστατώνεινα αναστατώνουν(ε)να αναστατώνεταινα αναστατώνονται
Aoristνα αναστατώσωνα αναστατώσουμε, να αναστατώσομενα αναστατωθώνα αναστατωθούμε
να αναστατώσειςνα αναστατώσετενα αναστατωθείςνα αναστατωθείτε
να αναστατώσεινα αναστατώσουν(ε)να αναστατωθείνα αναστατωθούν(ε)
Perfνα έχω αναστατώσει
να έχω αναστατωμένο
να έχουμε αναστατώσει
να έχουμε αναστατωμένο
να έχω αναστατωθεί
να είμαι αναστατωμένος, -η
να έχουμε αναστατωθεί
να είμαστε αναστατωμένοι, -ες
να έχεις αναστατώσει
να έχεις αναστατωμένο
να έχετε αναστατώσει
να έχετε αναστατωμένο
να έχεις αναστατωθεί
να είσαι αναστατωμένος, -η
να έχετε αναστατωθεί
να είστε αναστατωμένοι, -ες
να έχει αναστατώσει
να έχει αναστατωμένο
να έχουν αναστατώσει
να έχουν αναστατωμένο
να έχει αναστατωθεί
να είναι αναστατωμένος, -η, -ο
να έχουν αναστατωθεί
να είναι αναστατωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαναστάτωνεαναστατώνετεαναστατώνεστε
Aoristαναστάτωσεαναστατώσετε, αναστατώστεαναστατώσουαναστατωθείτε
Part
izip
Presαναστατώνοντας
Perfέχοντας αναστατώσει, έχοντας αναστατωμένοαναστατωμένος, -η, -οαναστατωμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναστατώσειαναστατωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εκνευρίζωεκνευρίζουμε, εκνευρίζομεεκνευρίζομαιεκνευριζόμαστε
εκνευρίζειςεκνευρίζετεεκνευρίζεσαιεκνευρίζεστε, εκνευριζόσαστε
εκνευρίζειεκνευρίζουν(ε)εκνευρίζεταιεκνευρίζονται
Imper
fekt
εκνεύριζαεκνευρίζαμεεκνευριζόμουν(α)εκνευριζόμαστε, εκνευριζόμασταν
εκνεύριζεςεκνευρίζατεεκνευριζόσουν(α)εκνευριζόσαστε, εκνευριζόσασταν
εκνεύριζεεκνεύριζαν, εκνευρίζαν(ε)εκνευριζόταν(ε)εκνευρίζονταν, εκνευριζόντανε, εκνευριζόντουσαν
Aoristεκνεύρισαεκνευρίσαμεεκνευρίστηκαεκνευριστήκαμε
εκνεύρισεςεκνευρίσατεεκνευρίστηκεςεκνευριστήκατε
εκνεύρισεεκνεύρισαν, εκνευρίσαν(ε)εκνευρίστηκεεκνευρίστηκαν, εκνευριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εκνευρίσει
έχω εκνευρισμένο
έχουμε εκνευρίσει
έχουμε εκνευρισμένο
έχω εκνευριστεί
είμαι εκνευρισμένος, -η
έχουμε εκνευριστεί
είμαστε εκνευρισμένοι, -ες
έχεις εκνευρίσει
έχεις εκνευρισμένο
έχετε εκνευρίσει
έχετε εκνευρισμένο
έχεις εκνευριστεί
είσαι εκνευρισμένος, -η
έχετε εκνευριστεί
είστε εκνευρισμένοι, -ες
έχει εκνευρίσει
έχει εκνευρισμένο
έχουν εκνευρίσει
έχουν εκνευρισμένο
έχει εκνευριστεί
είναι εκνευρισμένος, -η, -ο
έχουν εκνευριστεί
είναι εκνευρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εκνευρίσει
είχα εκνευρισμένο
είχαμε εκνευρίσει
είχαμε εκνευρισμένο
είχα εκνευριστεί
ήμουν εκνευρισμένος, -η
είχαμε εκνευριστεί
ήμαστε εκνευρισμένοι, -ες
είχες εκνευρίσει
είχες εκνευρισμένο
είχατε εκνευρίσει
είχατε εκνευρισμένο
είχες εκνευριστεί
ήσουν εκνευρισμένος, -η
είχατε εκνευριστεί
ήσαστε εκνευρισμένοι, -ες
είχε εκνευρίσει
είχε εκνευρισμένο
είχαν εκνευρίσει
είχαν εκνευρισμένο
είχε εκνευριστεί
ήταν εκνευρισμένος, -η, -ο
είχαν εκνευριστεί
ήταν εκνευρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εκνευρίζωθα εκνευρίζουμε, θα εκνευρίζομεθα εκνευρίζομαιθα εκνευριζόμαστε
θα εκνευρίζειςθα εκνευρίζετεθα εκνευρίζεσαιθα εκνευρίζεστε, θα εκνευριζόσαστε
θα εκνευρίζειθα εκνευρίζουν(ε)θα εκνευρίζεταιθα εκνευρίζονται
Fut
ur
θα εκνευρίσωθα εκνευρίσουμε, θα εκνευρίζομεθα εκνευριστώθα εκνευριστούμε
θα εκνευρίσειςθα εκνευρίσετεθα εκνευριστείςθα εκνευριστείτε
θα εκνευρίσειθα εκνευρίσουν(ε)θα εκνευριστείθα εκνευριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εκνευρίσει
θα έχω εκνευρισμένο
θα έχουμε εκνευρίσει
θα έχουμε εκνευρισμένο
θα έχω εκνευριστεί
θα είμαι εκνευρισμένος, -η
θα έχουμε εκνευριστεί
θα είμαστε εκνευρισμένοι, -ες
θα έχεις εκνευρίσει
θα έχεις εκνευρισμένο
θα έχετε εκνευρίσει
θα έχετε εκνευρισμένο
θα έχεις εκνευριστεί
θα είσαι εκνευρισμένος, -η
θα έχετε εκνευριστεί
θα είστε εκνευρισμένοι, -ες
θα έχει εκνευρίσει
θα έχει εκνευρισμένο
θα έχουν εκνευρίσει
θα έχουν εκνευρισμένο
θα έχει εκνευριστεί
θα είναι εκνευρισμένος, -η, -ο
θα έχουν εκνευριστεί
θα είναι εκνευρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εκνευρίζωνα εκνευρίζουμε, να εκνευρίζομενα εκνευρίζομαινα εκνευριζόμαστε
να εκνευρίζειςνα εκνευρίζετενα εκνευρίζεσαινα εκνευρίζεστε, να εκνευριζόσαστε
να εκνευρίζεινα εκνευρίζουν(ε)να εκνευρίζεταινα εκνευρίζονται
Aoristνα εκνευρίσωνα εκνευρίσουμε, να εκνευρίσομενα εκνευριστώνα εκνευριστούμε
να εκνευρίσειςνα εκνευρίσετενα εκνευριστείςνα εκνευριστείτε
να εκνευρίσεινα εκνευρίσουν(ε)να εκνευριστείνα εκνευριστούν(ε)
Perfνα έχω εκνευρίσει
να έχω εκνευρισμένο
να έχουμε εκνευρίσει
να έχουμε εκνευρισμένο
να έχω εκνευριστεί
να είμαι εκνευρισμένος, -η
να έχουμε εκνευριστεί
να είμαστε εκνευρισμένοι, -ες
να έχεις εκνευρίσει
να έχεις εκνευρισμένο
να έχετε εκνευρίσει
να έχετε εκνευρισμένο
να έχεις εκνευριστεί
να είσαι εκνευρισμένος, -η
να έχετε εκνευριστεί
να είστε εκνευρισμένοι, -ες
να έχει εκνευρίσει
να έχει εκνευρισμένο
να έχουν εκνευρίσει
να έχουν εκνευρισμένο
να έχει εκνευριστεί
να είναι εκνευρισμένος, -η, -ο
να έχουν εκνευριστεί
να είναι εκνευρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεκνεύριζεεκνευρίζετεεκνευρίζεστε
Aoristεκνεύρισεεκνευρίστεεκνευρίσουεκνευριστείτε
Part
izip
Presεκνευρίζονταςεκνευριζόμενος
Perfέχοντας εκνευρίσει, έχοντας εκνευρισμένοεκνευρισμένος, -η, -οεκνευρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristεκνευρίσειεκνευριστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πειράζωπειράζουμε, πειράζομεπειράζομαιπειραζόμαστε
πειράζειςπειράζετεπειράζεσαιπειράζεστε, πειραζόσαστε
πειράζειπειράζουν(ε)πειράζεταιπειράζονται
Imper
fekt
πείραζαπειράζαμεπειραζόμουν(α)πειραζόμαστε, πειραζόμασταν
πείραζεςπειράζατεπειραζόσουν(α)πειραζόσαστε, πειραζόσασταν
πείραζεπείραζαν, πειράζαν(ε)πειραζόταν(ε)πειράζονταν, πειραζόντανε, πειραζόντουσαν
Aoristπείραξαπειράξαμεπειράχτηκαπειραχτήκαμε
πείραξεςπειράξατεπειράχτηκεςπειραχτήκατε
πείραξεπείραξαν, πειράξαν(ε)πειράχτηκεπειράχτηκαν, πειραχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πειράξει
έχω πειραγμένο
έχουμε πειράξει
έχουμε πειραγμένο
έχω πειραχτεί
είμαι πειραγμένος, -η
έχουμε πειραχτεί
είμαστε πειραγμένοι, -ες
έχεις πειράξει
έχεις πειραγμένο
έχετε πειράξει
έχετε πειραγμένο
έχεις πειραχτεί
είσαι πειραγμένος, -η
έχετε πειραχτεί
είστε πειραγμένοι, -ες
έχει πειράξει
έχει πειραγμένο
έχουν πειράξει
έχουν πειραγμένο
έχει πειραχτεί
είναι πειραγμένος, -η, -ο
έχουν πειραχτεί
είναι πειραγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πειράξει
είχα πειραγμένο
είχαμε πειράξει
είχαμε πειραγμένο
είχα πειραχτεί
ήμουν πειραγμένος, -η
είχαμε πειραχτεί
ήμαστε πειραγμένοι, -ες
είχες πειράξει
είχες πειραγμένο
είχατε πειράξει
είχατε πειραγμένο
είχες πειραχτεί
ήσουν πειραγμένος, -η
είχατε πειραχτεί
ήσαστε πειραγμένοι, -ες
είχε πειράξει
είχε πειραγμένο
είχαν πειράξει
είχαν πειραγμένο
είχε πειραχτεί
ήταν πειραγμένος, -η, -ο
είχαν πειραχτεί
ήταν πειραγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πειράζωθα πειράζουμε, θα πειράζομεθα πειράζομαιθα πειραζόμαστε
θα πειράζειςθα πειράζετεθα πειράζεσαιθα πειράζεστε, θα πειραζόσαστε
θα πειράζειθα πειράζουν(ε)θα πειράζεταιθα πειράζονται
Fut
ur
θα πειράξωθα πειράξουμε, θα πειράξομεθα πειραχτώθα πειραχτούμε
θα πειράξειςθα πειράξετεθα πειραχτείςθα πειραχτείτε
θα πειράξειθα πειράξουν(ε)θα πειραχτείθα πειραχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πειράξει
θα έχω πειραγμένο
θα έχουμε πειράξει
θα έχουμε πειραγμένο
θα έχω πειραχτεί
θα είμαι πειραγμένος, -η
θα έχουμε πειραχτεί
θα είμαστε πειραγμένοι, -ες
θα έχεις πειράξει
θα έχεις πειραγμένο
θα έχετε πειράξει
θα έχετε πειραγμένο
θα έχεις πειραχτεί
θα είσαι πειραγμένος, -η
θα έχετε πειραχτεί
θα είστε πειραγμένοι, -ες
θα έχει πειράξει
θα έχει πειραγμένο
θα έχουν πειράξει
θα έχουν πειραγμένο
θα έχει πειραχτεί
θα είναι πειραγμένος, -η, -ο
θα έχουν πειραχτεί
θα είναι πειραγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πειράζωνα πειράζουμε, να πειράζομενα πειράζομαινα πειραζόμαστε
να πειράζειςνα πειράζετενα πειράζεσαινα πειράζεστε, να πειραζόσαστε
να πειράζεινα πειράζουν(ε)να πειράζεταινα πειράζονται
Aoristνα πειράξωνα πειράξουμε, να πειράξομενα πειραχτώνα πειραχτούμε
να πειράξειςνα πειράξετενα πειραχτείςνα πειραχτείτε
να πειράξεινα πειράξουν(ε)να πειραχτείνα πειραχτούν(ε)
Perf να έχω πειράξει
να έχω πειραγμένο
να έχουμε πειράξει
να έχουμε πειραγμένο
να έχω πειραχτεί
να είμαι πειραγμένος, -η
να έχουμε πειραχτεί
να είμαστε πειραγμένοι, -ες
να έχεις πειράξει
να έχεις πειραγμένο
να έχετε πειράξει
να έχετε πειραγμένο
να έχεις πειραχτεί
να είσαι πειραγμένος, -η
να έχετε πειραχτεί
να είστε πειραγμένοι, -ες
να έχει πειράξει
να έχει πειραγμένο
να έχουν πειράξει
να έχουν πειραγμένο
να έχει πειραχτεί
να είναι πειραγμένος, -η, -ο
να έχουν πειραχτεί
να είναι πειραγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπείραζεπειράζετεπειράζεστε
Aoristπείραξεπειράξτε, πειράχτεπειράξουπειραχτείτε
Part
izip
Presπειράζοντας
Perfέχοντας πειράξει, έχοντας πειραγμένοπειραγμένος, -η, -οπειραγμένοι, -ες, -α
InfinAoristπειράξειπειραχτεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
νευριάζωνευριάζουμε, νευριάζομε
νευριάζειςνευριάζετε
νευριάζεινευριάζουν(ε)
Imper
fekt
νευρίαζανευριάζαμε
νευρίαζεςνευριάζατε
νευρίαζενευρίαζαν, νευριάζαν(ε)
Aoristνευρίασανευριάσαμε
νευρίασεςνευριάσατε
νευρίασενευρίασαν, νευριάσαν(ε)
Per
fekt
έχω νευριάσειέχουμε νευριάσει
έχεις νευριάσειέχετε νευριάσει
έχει νευριάσειέχουν νευριάσει
Plu
per
fekt
είχα νευριάσειείχαμε νευριάσει
είχες νευριάσειείχατε νευριάσει
είχε νευριάσειείχαν νευριάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα νευριάζωθα νευριάζουμε, θα νευριάζομε
θα νευριάζειςθα νευριάζετε
θα νευριάζειθα νευριάζουν(ε)
Fut
ur
θα νευριάσωθα νευριάσουμε, θα νευριάζομε
θα νευριάσειςθα νευριάσετε
θα νευριάσειθα νευριάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω νευριάσειθα έχουμε νευριάσει
θα έχεις νευριάσειθα έχετε νευριάσει
θα έχει νευριάσειθα έχουν νευριάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να νευριάζωνα νευριάζουμε, να νευριάζομε
να νευριάζειςνα νευριάζετε
να νευριάζεινα νευριάζουν(ε)
Aoristνα νευριάσωνα νευριάσουμε, να νευριάσομε
να νευριάσειςνα νευριάσετε
να νευριάσεινα νευριάσουν(ε)
Perfνα έχω νευριάσεινα έχουμε νευριάσει
να έχεις νευριάσεινα έχετε νευριάσει
να έχει νευριάσεινα έχουν νευριάσει
Imper
ativ
Presνευρίαζενευριάζετε
Aoristνευρίασενευριάστε
Part
izip
Presνευριάζοντας
Perfέχοντας νευριάσει
νευριασμένος
InfinAoristνευριάσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ερεθίζωερεθίζουμε, ερεθίζομεερεθίζομαιερεθιζόμαστε
ερεθίζειςερεθίζετεερεθίζεσαιερεθίζεστε, ερεθιζόσαστε
ερεθίζειερεθίζουν(ε)ερεθίζεταιερεθίζονται
Imper
fekt
ερέθιζαερεθίζαμεερεθιζόμουν(α)ερεθιζόμαστε, ερεθιζόμασταν
ερέθιζεςερεθίζατεερεθιζόσουν(α)ερεθιζόσαστε, ερεθιζόσασταν
ερέθιζεερέθιζαν, ερεθίζαν(ε)ερεθιζόταν(ε)ερεθίζονταν, ερεθιζόντανε, ερεθιζόντουσαν
Aoristερέθισαερεθίσαμεερεθίστηκαερεθιστήκαμε
ερέθισεςερεθίσατεερεθίστηκεςερεθιστήκατε
ερέθισεερέθισαν, ερεθίσαν(ε)ερεθίστηκεερεθίστηκαν, ερεθιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ερεθίσει
έχω ερεθισμένο
έχουμε ερεθίσει
έχουμε ερεθισμένο
έχω ερεθιστεί
είμαι ερεθισμένος, -η
έχουμε ερεθιστεί
είμαστε ερεθισμένοι, -ες
έχεις ερεθίσει
έχεις ερεθισμένο
έχετε ερεθίσει
έχετε ερεθισμένο
έχεις ερεθιστεί
είσαι ερεθισμένος, -η
έχετε ερεθιστεί
είστε ερεθισμένοι, -ες
έχει ερεθίσει
έχει ερεθισμένο
έχουν ερεθίσει
έχουν ερεθισμένο
έχει ερεθιστεί
είναι ερεθισμένος, -η, -ο
έχουν ερεθιστεί
είναι ερεθισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ερεθίσει
είχα ερεθισμένο
είχαμε ερεθίσει
είχαμε ερεθισμένο
είχα ερεθιστεί
ήμουν ερεθισμένος, -η
είχαμε ερεθιστεί
ήμαστε ερεθισμένοι, -ες
είχες ερεθίσει
είχες ερεθισμένο
είχατε ερεθίσει
είχατε ερεθισμένο
είχες ερεθιστεί
ήσουν ερεθισμένος, -η
είχατε ερεθιστεί
ήσαστε ερεθισμένοι, -ες
είχε ερεθίσει
είχε ερεθισμένο
είχαν ερεθίσει
είχαν ερεθισμένο
είχε ερεθιστεί
ήταν ερεθισμένος, -η, -ο
είχαν ερεθιστεί
ήταν ερεθισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ερεθίζωθα ερεθίζουμε, θα ερεθίζομεθα ερεθίζομαιθα ερεθιζόμαστε
θα ερεθίζειςθα ερεθίζετεθα ερεθίζεσαιθα ερεθίζεστε, θα ερεθιζόσαστε
θα ερεθίζειθα ερεθίζουν(ε)θα ερεθίζεταιθα ερεθίζονται
Fut
ur
θα ερεθίσωθα ερεθίσουμε, θα ερεθίζομεθα ερεθιστώθα ερεθιστούμε
θα ερεθίσειςθα ερεθίσετεθα ερεθιστείςθα ερεθιστείτε
θα ερεθίσειθα ερεθίσουν(ε)θα ερεθιστείθα ερεθιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ερεθίσει
θα έχω ερεθισμένο
θα έχουμε ερεθίσει
θα έχουμε ερεθισμένο
θα έχω ερεθιστεί
θα είμαι ερεθισμένος, -η
θα έχουμε ερεθιστεί
θα είμαστε ερεθισμένοι, -ες
θα έχεις ερεθίσει
θα έχεις ερεθισμένο
θα έχετε ερεθίσει
θα έχετε ερεθισμένο
θα έχεις ερεθιστεί
θα είσαι ερεθισμένος, -η
θα έχετε ερεθιστεί
θα είστε ερεθισμένοι, -ες
θα έχει ερεθίσει
θα έχει ερεθισμένο
θα έχουν ερεθίσει
θα έχουν ερεθισμένο
θα έχει ερεθιστεί
θα είναι ερεθισμένος, -η, -ο
θα έχουν ερεθιστεί
θα είναι ερεθισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ερεθίζωνα ερεθίζουμε, να ερεθίζομενα ερεθίζομαινα ερεθιζόμαστε
να ερεθίζειςνα ερεθίζετενα ερεθίζεσαινα ερεθίζεστε, να ερεθιζόσαστε
να ερεθίζεινα ερεθίζουν(ε)να ερεθίζεταινα ερεθίζονται
Aoristνα ερεθίσωνα ερεθίσουμε, να ερεθίσομενα ερεθιστώνα ερεθιστούμε
να ερεθίσειςνα ερεθίσετενα ερεθιστείςνα ερεθιστείτε
να ερεθίσεινα ερεθίσουν(ε)να ερεθιστείνα ερεθιστούν(ε)
Perfνα έχω ερεθίσει
να έχω ερεθισμένο
να έχουμε ερεθίσει
να έχουμε ερεθισμένο
να έχω ερεθιστεί
να είμαι ερεθισμένος, -η
να έχουμε ερεθιστεί
να είμαστε ερεθισμένοι, -ες
να έχεις ερεθίσει
να έχεις ερεθισμένο
να έχετε ερεθίσει
να έχετε ερεθισμένο
να έχεις ερεθιστεί
να είσαι ερεθισμένος, -η
να έχετε ερεθιστεί
να είστε ερεθισμένοι, -ες
να έχει ερεθίσει
να έχει ερεθισμένο
να έχουν ερεθίσει
να έχουν ερεθισμένο
να έχει ερεθιστεί
να είναι ερεθισμένος, -η, -ο
να έχουν ερεθιστεί
να είναι ερεθισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presερέθιζεερεθίζετεερεθίζεστε
Aoristερέθισεερεθίστεερεθίσουερεθιστείτε
Part
izip
Presερεθίζονταςερεθιζόμενος
Perfέχοντας ερεθίσει, έχοντας ερεθισμένοερεθισμένος, -η, -οερεθισμένοι, -ες, -α
InfinAoristερεθίσειερεθιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback