Deutsch | Griechisch |
---|---|
Sie sagte, dass ich Lexi aufregen würde. | Λέει ότι αναστατώνω την Λέξι... Übersetzung nicht bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | rege auf | ||
du | regst auf | |||
er, sie, es | regt auf | |||
Präteritum | ich | regte auf | ||
Konjunktiv II | ich | regte auf | ||
Imperativ | Singular | reg auf! rege auf! | ||
Plural | regt auf! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
aufgeregt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:aufregen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναστατώνω | αναστατώνουμε, αναστατώνομε | αναστατώνομαι | αναστατωνόμαστε |
αναστατώνεις | αναστατώνετε | αναστατώνεσαι | αναστατώνεστε, αναστατωνόσαστε | ||
αναστατώνει | αναστατώνουν(ε) | αναστατώνεται | αναστατώνονται | ||
Imper fekt | αναστάτωνα | αναστατώναμε | αναστατωνόμουν(α) | αναστατωνόμαστε, αναστατωνόμασταν | |
αναστάτωνες | αναστατώνατε | αναστατωνόσουν(α) | αναστατωνόσαστε, αναστατωνόσασταν | ||
αναστάτωνε | αναστάτωναν, αναστατώναν(ε) | αναστατωνόταν(ε) | αναστατώνονταν, αναστατωνόντανε, αναστατωνόντουσαν | ||
Aorist | αναστάτωσα | αναστατώσαμε | αναστατώθηκα | αναστατωθήκαμε | |
αναστάτωσες | αναστατώσατε | αναστατώθηκες | αναστατωθήκατε | ||
αναστάτωσε | αναστάτωσαν, αναστατώσαν(ε) | αναστατώθηκε | αναστατώθηκαν, αναστατωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναστατώσει έχω αναστατωμένο | έχουμε αναστατώσει έχουμε αναστατωμένο | έχω αναστατωθεί είμαι αναστατωμένος, -η | έχουμε αναστατωθεί είμαστε αναστατωμένοι, -ες | |
έχεις αναστατώσει έχεις αναστατωμένο | έχετε αναστατώσει έχετε αναστατωμένο | έχεις αναστατωθεί είσαι αναστατωμένος, -η | έχετε αναστατωθεί είστε αναστατωμένοι, -ες | ||
έχει αναστατώσει έχει αναστατωμένο | έχουν αναστατώσει έχουν αναστατωμένο | έχει αναστατωθεί είναι αναστατωμένος, -η, -ο | έχουν αναστατωθεί είναι αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αναστατώσει είχα αναστατωμένο | είχαμε αναστατώσει είχαμε αναστατωμένο | είχα αναστατωθεί ήμουν αναστατωμένος, -η | είχαμε αναστατωθεί ήμαστε αναστατωμένοι, -ες | |
είχες αναστατώσει είχες αναστατωμένο | είχατε αναστατώσει είχατε αναστατωμένο | είχες αναστατωθεί ήσουν αναστατωμένος, -η | είχατε αναστατωθεί ήσαστε αναστατωμένοι, -ες | ||
είχε αναστατώσει είχε αναστατωμένο | είχαν αναστατώσει είχαν αναστατωμένο | είχε αναστατωθεί ήταν αναστατωμένος, -η, -ο | είχαν αναστατωθεί ήταν αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναστατώνω | θα αναστατώνουμε, θα αναστατώνομε | θα αναστατώνομαι | θα αναστατωνόμαστε | |
θα αναστατώνεις | θα αναστατώνετε | θα αναστατώνεσαι | θα αναστατώνεστε, θα αναστατωνόσαστε | ||
θα αναστατώνει | θα αναστατώνουν(ε) | θα αναστατώνεται | θα αναστατώνονται | ||
Fut ur | θα αναστατώσω | θα αναστατώσουμε, θα αναστατώσομε | θα αναστατωθώ | θα αναστατωθούμε | |
θα αναστατώσεις | θα αναστατώσετε | θα αναστατωθείς | θα αναστατωθείτε | ||
θα αναστατώσει | θα αναστατώσουν | θα αναστατωθεί | θα αναστατωθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναστατώσει θα έχω αναστατωμένο | θα έχουμε αναστατώσει θα έχουμε αναστατωμένο | θα έχω αναστατωθεί θα είμαι αναστατωμένος, -η | θα έχουμε αναστατωθεί θα είμαστε αναστατωμένοι, -ες | |
θα έχεις αναστατώσει θα έχεις αναστατωμένο | θα έχετε αναστατώσει θα έχετε αναστατωμένο | θα έχεις αναστατωθεί θα είσαι αναστατωμένος, -η | θα έχετε αναστατωθεί θα είστε αναστατωμένοι, -ες | ||
θα έχει αναστατώσει θα έχει αναστατωμένο | θα έχουν αναστατώσει θα έχουν αναστατωμένο | θα έχει αναστατωθεί θα είναι αναστατωμένος, -η, -ο | θα έχουν αναστατωθεί θα είναι αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναστατώνω | να αναστατώνουμε, να αναστατώνομε | να αναστατώνομαι | να αναστατωνόμαστε |
να αναστατώνεις | να αναστατώνετε | να αναστατώνεσαι | να αναστατώνεστε, να αναστατωνόσαστε | ||
να αναστατώνει | να αναστατώνουν(ε) | να αναστατώνεται | να αναστατώνονται | ||
Aorist | να αναστατώσω | να αναστατώσουμε, να αναστατώσομε | να αναστατωθώ | να αναστατωθούμε | |
να αναστατώσεις | να αναστατώσετε | να αναστατωθείς | να αναστατωθείτε | ||
να αναστατώσει | να αναστατώσουν(ε) | να αναστατωθεί | να αναστατωθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναστατώσει να έχω αναστατωμένο | να έχουμε αναστατώσει να έχουμε αναστατωμένο | να έχω αναστατωθεί να είμαι αναστατωμένος, -η | να έχουμε αναστατωθεί να είμαστε αναστατωμένοι, -ες | |
να έχεις αναστατώσει να έχεις αναστατωμένο | να έχετε αναστατώσει να έχετε αναστατωμένο | να έχεις αναστατωθεί να είσαι αναστατωμένος, -η | να έχετε αναστατωθεί να είστε αναστατωμένοι, -ες | ||
να έχει αναστατώσει να έχει αναστατωμένο | να έχουν αναστατώσει να έχουν αναστατωμένο | να έχει αναστατωθεί να είναι αναστατωμένος, -η, -ο | να έχουν αναστατωθεί να είναι αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | αναστάτωνε | αναστατώνετε | αναστατώνεστε | |
Aorist | αναστάτωσε | αναστατώσετε, αναστατώστε | αναστατώσου | αναστατωθείτε | |
Part izip | Pres | αναστατώνοντας | |||
Perf | έχοντας αναστατώσει, έχοντας αναστατωμένο | αναστατωμένος, -η, -ο | αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναστατώσει | αναστατωθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εκνευρίζω | εκνευρίζουμε, εκνευρίζομε | εκνευρίζομαι | εκνευριζόμαστε |
εκνευρίζεις | εκνευρίζετε | εκνευρίζεσαι | εκνευρίζεστε, εκνευριζόσαστε | ||
εκνευρίζει | εκνευρίζουν(ε) | εκνευρίζεται | εκνευρίζονται | ||
Imper fekt | εκνεύριζα | εκνευρίζαμε | εκνευριζόμουν(α) | εκνευριζόμαστε, εκνευριζόμασταν | |
εκνεύριζες | εκνευρίζατε | εκνευριζόσουν(α) | εκνευριζόσαστε, εκνευριζόσασταν | ||
εκνεύριζε | εκνεύριζαν, εκνευρίζαν(ε) | εκνευριζόταν(ε) | εκνευρίζονταν, εκνευριζόντανε, εκνευριζόντουσαν | ||
Aorist | εκνεύρισα | εκνευρίσαμε | εκνευρίστηκα | εκνευριστήκαμε | |
εκνεύρισες | εκνευρίσατε | εκνευρίστηκες | εκνευριστήκατε | ||
εκνεύρισε | εκνεύρισαν, εκνευρίσαν(ε) | εκνευρίστηκε | εκνευρίστηκαν, εκνευριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω εκνευρίσει έχω εκνευρισμένο | έχουμε εκνευρίσει έχουμε εκνευρισμένο | έχω εκνευριστεί είμαι εκνευρισμένος, -η | έχουμε εκνευριστεί είμαστε εκνευρισμένοι, -ες | |
έχεις εκνευρίσει έχεις εκνευρισμένο | έχετε εκνευρίσει έχετε εκνευρισμένο | έχεις εκνευριστεί είσαι εκνευρισμένος, -η | έχετε εκνευριστεί είστε εκνευρισμένοι, -ες | ||
έχει εκνευρίσει έχει εκνευρισμένο | έχουν εκνευρίσει έχουν εκνευρισμένο | έχει εκνευριστεί είναι εκνευρισμένος, -η, -ο | έχουν εκνευριστεί είναι εκνευρισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα εκνευρίσει είχα εκνευρισμένο | είχαμε εκνευρίσει είχαμε εκνευρισμένο | είχα εκνευριστεί ήμουν εκνευρισμένος, -η | είχαμε εκνευριστεί ήμαστε εκνευρισμένοι, -ες | |
είχες εκνευρίσει είχες εκνευρισμένο | είχατε εκνευρίσει είχατε εκνευρισμένο | είχες εκνευριστεί ήσουν εκνευρισμένος, -η | είχατε εκνευριστεί ήσαστε εκνευρισμένοι, -ες | ||
είχε εκνευρίσει είχε εκνευρισμένο | είχαν εκνευρίσει είχαν εκνευρισμένο | είχε εκνευριστεί ήταν εκνευρισμένος, -η, -ο | είχαν εκνευριστεί ήταν εκνευρισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εκνευρίζω | θα εκνευρίζουμε, | θα εκνευρίζομαι | θα εκνευριζόμαστε | |
θα εκνευρίζεις | θα εκνευρίζετε | θα εκνευρίζεσαι | θα εκνευρίζεστε, | ||
θα εκνευρίζει | θα εκνευρίζουν(ε) | θα εκνευρίζεται | θα εκνευρίζονται | ||
Fut ur | θα εκνευρίσω | θα εκνευρίσουμε, | θα εκνευριστώ | θα εκνευριστούμε | |
θα εκνευρίσεις | θα εκνευρίσετε | θα εκνευριστείς | θα εκνευριστείτε | ||
θα εκνευρίσει | θα εκνευρίσουν(ε) | θα εκνευριστεί | θα εκνευριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εκνευρίζω | να εκνευρίζουμε, | να εκνευρίζομαι | να εκνευριζόμαστε |
να εκνευρίζεις | να εκνευρίζετε | να εκνευρίζεσαι | να εκνευρίζεστε, | ||
να εκνευρίζει | να εκνευρίζουν(ε) | να εκνευρίζεται | να εκνευρίζονται | ||
Aorist | να εκνευρίσω | να εκνευρίσουμε, | να εκνευριστώ | να εκνευριστούμε | |
να εκνευρίσεις | να εκνευρίσετε | να εκνευριστείς | να εκνευριστείτε | ||
να εκνευρίσει | να εκνευρίσουν(ε) | να εκνευριστεί | να εκνευριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω εκνευρίσει | να έχουμε εκνευρίσει | να έχω εκνευριστεί | να έχουμε εκνευριστεί | |
να έχεις εκνευρίσει | να έχετε εκνευρίσει | να έχεις εκνευριστεί | να έχετε εκνευριστεί | ||
να έχει εκνευρίσει | να έχουν εκνευρίσει | να έχει εκνευριστεί | να έχουν εκνευριστεί | ||
Imper ativ | Pres | εκνεύριζε | εκνευρίζετε | εκνευρίζεστε | |
Aorist | εκνεύρισε | εκνευρίστε | εκνευρίσου | εκνευριστείτε | |
Part izip | Pres | εκνευρίζοντας | εκνευριζόμενος | ||
Perf | έχοντας εκνευρίσει, έχοντας εκνευρισμένο | εκνευρισμένος, -η, -ο | εκνευρισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εκνευρίσει | εκνευριστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | πειράζω | πειράζουμε, πειράζομε | πειράζομαι | πειραζόμαστε |
πειράζεις | πειράζετε | πειράζεσαι | πειράζεστε, πειραζόσαστε | ||
πειράζει | πειράζουν(ε) | πειράζεται | πειράζονται | ||
Imper fekt | πείραζα | πειράζαμε | πειραζόμουν(α) | πειραζόμαστε, πειραζόμασταν | |
πείραζες | πειράζατε | πειραζόσουν(α) | πειραζόσαστε, πειραζόσασταν | ||
πείραζε | πείραζαν, πειράζαν(ε) | πειραζόταν(ε) | πειράζονταν, πειραζόντανε, πειραζόντουσαν | ||
Aorist | πείραξα | πειράξαμε | πειράχτηκα | πειραχτήκαμε | |
πείραξες | πειράξατε | πειράχτηκες | πειραχτήκατε | ||
πείραξε | πείραξαν, πειράξαν(ε) | πειράχτηκε | πειράχτηκαν, πειραχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω πειράξει | έχουμε πειράξει | έχω πειραχτεί | έχουμε πειραχτεί | |
έχεις πειράξει έχεις πειραγμένο | έχετε πειράξει έχετε πειραγμένο | έχεις πειραχτεί είσαι πειραγμένος, -η | έχετε πειραχτεί είστε πειραγμένοι, -ες | ||
έχει πειράξει | έχουν πειράξει | έχει πειραχτεί | έχουν πειραχτεί | ||
Plu per fekt | είχα πειράξει | είχαμε πειράξει | είχα πειραχτεί | είχαμε πειραχτεί | |
είχες πειράξει είχες πειραγμένο | είχατε πειράξει είχατε πειραγμένο | είχες πειραχτεί ήσουν πειραγμένος, -η | είχατε πειραχτεί ήσαστε πειραγμένοι, -ες | ||
είχε πειράξει είχε πειραγμένο | είχαν πειράξει είχαν πειραγμένο | είχε πειραχτεί ήταν πειραγμένος, -η, -ο | είχαν πειραχτεί ήταν πειραγμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα πειράζω | θα πειράζουμε, θα πειράζομε | θα πειράζομαι | θα πειραζόμαστε | |
θα πειράζεις | θα πειράζετε | θα πειράζεσαι | θα πειράζεστε, | ||
θα πειράζει | θα πειράζουν(ε) | θα πειράζεται | θα πειράζονται | ||
Fut ur | θα πειράξω | θα πειράξουμε, | θα πειραχτώ | θα πειραχτούμε | |
θα πειράξεις | θα πειράξετε | θα πειραχτείς | θα πειραχτείτε | ||
θα πειράξει | θα πειράξουν(ε) | θα πειραχτεί | θα πειραχτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω πειράξει | θα έχουμε πειράξει | θα έχω πειραχτεί | θα έχουμε πειραχτεί | |
θα έχεις πειράξει θα έχεις πειραγμένο | θα έχετε πειράξει θα έχετε πειραγμένο | θα έχεις πειραχτεί θα είσαι πειραγμένος, -η | θα έχετε πειραχτεί θα είστε πειραγμένοι, -ες | ||
θα έχει πειράξει θα έχει πειραγμένο | θα έχουν πειράξει θα έχουν πειραγμένο | θα έχει πειραχτεί θα είναι πειραγμένος, -η, -ο | θα έχουν πειραχτεί θα είναι πειραγμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να πειράζω | να πειράζουμε, | να πειράζομαι | να πειραζόμαστε |
να πειράζεις | να πειράζετε | να πειράζεσαι | να πειράζεστε, | ||
να πειράζει | να πειράζουν(ε) | να πειράζεται | να πειράζονται | ||
Aorist | να πειράξω | να πειράξουμε, | να πειραχτώ | να πειραχτούμε | |
να πειράξεις | να πειράξετε | να πειραχτείς | να πειραχτείτε | ||
να πειράξει | να πειράξουν(ε) | να πειραχτεί | να πειραχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω πειράξει | να έχουμε πειράξει | να έχω πειραχτεί | να έχουμε πειραχτεί | |
να έχεις πειράξει | να έχετε πειράξει | να έχεις πειραχτεί | να έχετε πειραχτεί | ||
να έχει πειράξει | να έχουν πειράξει | να έχει πειραχτεί | να έχουν πειραχτεί | ||
Imper ativ | Pres | πείραζε | πειράζετε | πειράζεστε | |
Aorist | πείραξε | πειράξτε, πειράχτε | πειράξου | πειραχτείτε | |
Part izip | Pres | πειράζοντας | |||
Perf | έχοντας πειράξει, έχοντας πειραγμένο | πειραγμένος, -η, -ο | πειραγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | πειράξει | πειραχτεί |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | νευριάζω | νευριάζουμε, νευριάζομε |
νευριάζεις | νευριάζετε | ||
νευριάζει | νευριάζουν(ε) | ||
Imper fekt | νευρίαζα | νευριάζαμε | |
νευρίαζες | νευριάζατε | ||
νευρίαζε | νευρίαζαν, νευριάζαν(ε) | ||
Aorist | νευρίασα | νευριάσαμε | |
νευρίασες | νευριάσατε | ||
νευρίασε | νευρίασαν, νευριάσαν(ε) | ||
Per fekt | έχω νευριάσει | έχουμε νευριάσει | |
έχεις νευριάσει | έχετε νευριάσει | ||
έχει νευριάσει | έχουν νευριάσει | ||
Plu per fekt | είχα νευριάσει | είχαμε νευριάσει | |
είχες νευριάσει | είχατε νευριάσει | ||
είχε νευριάσει | είχαν νευριάσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα νευριάζω | θα νευριάζουμε, θα νευριάζομε | |
θα νευριάζεις | θα νευριάζετε | ||
θα νευριάζει | θα νευριάζουν(ε) | ||
Fut ur | θα νευριάσω | θα νευριάσουμε, θα νευριάζομε | |
θα νευριάσεις | θα νευριάσετε | ||
θα νευριάσει | θα νευριάσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω νευριάσει | θα έχουμε νευριάσει | |
θα έχεις νευριάσει | θα έχετε νευριάσει | ||
θα έχει νευριάσει | θα έχουν νευριάσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να νευριάζω | να νευριάζουμε, να νευριάζομε |
να νευριάζεις | να νευριάζετε | ||
να νευριάζει | να νευριάζουν(ε) | ||
Aorist | να νευριάσω | να νευριάσουμε, να νευριάσομε | |
να νευριάσεις | να νευριάσετε | ||
να νευριάσει | να νευριάσουν(ε) | ||
Perf | να έχω νευριάσει | να έχουμε νευριάσει | |
να έχεις νευριάσει | να έχετε νευριάσει | ||
να έχει νευριάσει | να έχουν νευριάσει | ||
Imper ativ | Pres | νευρίαζε | νευριάζετε |
Aorist | νευρίασε | νευριάστε | |
Part izip | Pres | νευριάζοντας | |
Perf | έχοντας νευριάσει νευριασμένος | ||
Infin | Aorist | νευριάσει |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ερεθίζω | ερεθίζουμε, ερεθίζομε | ερεθίζομαι | ερεθιζόμαστε |
ερεθίζεις | ερεθίζετε | ερεθίζεσαι | ερεθίζεστε, ερεθιζόσαστε | ||
ερεθίζει | ερεθίζουν(ε) | ερεθίζεται | ερεθίζονται | ||
Imper fekt | ερέθιζα | ερεθίζαμε | ερεθιζόμουν(α) | ερεθιζόμαστε, ερεθιζόμασταν | |
ερέθιζες | ερεθίζατε | ερεθιζόσουν(α) | ερεθιζόσαστε, ερεθιζόσασταν | ||
ερέθιζε | ερέθιζαν, ερεθίζαν(ε) | ερεθιζόταν(ε) | ερεθίζονταν, ερεθιζόντανε, ερεθιζόντουσαν | ||
Aorist | ερέθισα | ερεθίσαμε | ερεθίστηκα | ερεθιστήκαμε | |
ερέθισες | ερεθίσατε | ερεθίστηκες | ερεθιστήκατε | ||
ερέθισε | ερέθισαν, ερεθίσαν(ε) | ερεθίστηκε | ερεθίστηκαν, ερεθιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ερεθίσει έχω ερεθισμένο | έχουμε ερεθίσει έχουμε ερεθισμένο | έχω ερεθιστεί είμαι ερεθισμένος, -η | έχουμε ερεθιστεί είμαστε ερεθισμένοι, -ες | |
έχεις ερεθίσει έχεις ερεθισμένο | έχετε ερεθίσει έχετε ερεθισμένο | έχεις ερεθιστεί είσαι ερεθισμένος, -η | έχετε ερεθιστεί είστε ερεθισμένοι, -ες | ||
έχει ερεθίσει έχει ερεθισμένο | έχουν ερεθίσει έχουν ερεθισμένο | έχει ερεθιστεί είναι ερεθισμένος, -η, -ο | έχουν ερεθιστεί είναι ερεθισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ερεθίσει είχα ερεθισμένο | είχαμε ερεθίσει είχαμε ερεθισμένο | είχα ερεθιστεί ήμουν ερεθισμένος, -η | είχαμε ερεθιστεί ήμαστε ερεθισμένοι, -ες | |
είχες ερεθίσει είχες ερεθισμένο | είχατε ερεθίσει είχατε ερεθισμένο | είχες ερεθιστεί ήσουν ερεθισμένος, -η | είχατε ερεθιστεί ήσαστε ερεθισμένοι, -ες | ||
είχε ερεθίσει είχε ερεθισμένο | είχαν ερεθίσει είχαν ερεθισμένο | είχε ερεθιστεί ήταν ερεθισμένος, -η, -ο | είχαν ερεθιστεί ήταν ερεθισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ερεθίζω | θα ερεθίζουμε, | θα ερεθίζομαι | θα ερεθιζόμαστε | |
θα ερεθίζεις | θα ερεθίζετε | θα ερεθίζεσαι | θα ερεθίζεστε, | ||
θα ερεθίζει | θα ερεθίζουν(ε) | θα ερεθίζεται | θα ερεθίζονται | ||
Fut ur | θα ερεθίσω | θα ερεθίσουμε, | θα ερεθιστώ | θα ερεθιστούμε | |
θα ερεθίσεις | θα ερεθίσετε | θα ερεθιστείς | θα ερεθιστείτε | ||
θα ερεθίσει | θα ερεθίσουν(ε) | θα ερεθιστεί | θα ερεθιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ερεθίζω | να ερεθίζουμε, | να ερεθίζομαι | να ερεθιζόμαστε |
να ερεθίζεις | να ερεθίζετε | να ερεθίζεσαι | να ερεθίζεστε, | ||
να ερεθίζει | να ερεθίζουν(ε) | να ερεθίζεται | να ερεθίζονται | ||
Aorist | να ερεθίσω | να ερεθίσουμε, | να ερεθιστώ | να ερεθιστούμε | |
να ερεθίσεις | να ερεθίσετε | να ερεθιστείς | να ερεθιστείτε | ||
να ερεθίσει | να ερεθίσουν(ε) | να ερεθιστεί | να ερεθιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ερεθίσει | να έχουμε ερεθίσει | να έχω ερεθιστεί | να έχουμε ερεθιστεί | |
να έχεις ερεθίσει | να έχετε ερεθίσει | να έχεις ερεθιστεί | να έχετε ερεθιστεί | ||
να έχει ερεθίσει | να έχουν ερεθίσει | να έχει ερεθιστεί | να έχουν ερεθιστεί | ||
Imper ativ | Pres | ερέθιζε | ερεθίζετε | ερεθίζεστε | |
Aorist | ερέθισε | ερεθίστε | ερεθίσου | ερεθιστείτε | |
Part izip | Pres | ερεθίζοντας | ερεθιζόμενος | ||
Perf | έχοντας ερεθίσει, έχοντας ερεθισμένο | ερεθισμένος, -η, -ο | ερεθισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ερεθίσει | ερεθιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.