πειράζω Verb  [pirazo, peirazw]

  Verb
(11)
  Verb
(6)
  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu πειράζω

πειράζω altgriechisch πειράζω πεῖρα


GriechischDeutsch
Ζώ για να πειράζω την Ο Χα Νι.Ich lebe um sie zu ärgern.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu πειράζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πειράζωπειράζουμε, πειράζομεπειράζομαιπειραζόμαστε
πειράζειςπειράζετεπειράζεσαιπειράζεστε, πειραζόσαστε
πειράζειπειράζουν(ε)πειράζεταιπειράζονται
Imper
fekt
πείραζαπειράζαμεπειραζόμουν(α)πειραζόμαστε, πειραζόμασταν
πείραζεςπειράζατεπειραζόσουν(α)πειραζόσαστε, πειραζόσασταν
πείραζεπείραζαν, πειράζαν(ε)πειραζόταν(ε)πειράζονταν, πειραζόντανε, πειραζόντουσαν
Aoristπείραξαπειράξαμεπειράχτηκαπειραχτήκαμε
πείραξεςπειράξατεπειράχτηκεςπειραχτήκατε
πείραξεπείραξαν, πειράξαν(ε)πειράχτηκεπειράχτηκαν, πειραχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πειράξει
έχω πειραγμένο
έχουμε πειράξει
έχουμε πειραγμένο
έχω πειραχτεί
είμαι πειραγμένος, -η
έχουμε πειραχτεί
είμαστε πειραγμένοι, -ες
έχεις πειράξει
έχεις πειραγμένο
έχετε πειράξει
έχετε πειραγμένο
έχεις πειραχτεί
είσαι πειραγμένος, -η
έχετε πειραχτεί
είστε πειραγμένοι, -ες
έχει πειράξει
έχει πειραγμένο
έχουν πειράξει
έχουν πειραγμένο
έχει πειραχτεί
είναι πειραγμένος, -η, -ο
έχουν πειραχτεί
είναι πειραγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πειράξει
είχα πειραγμένο
είχαμε πειράξει
είχαμε πειραγμένο
είχα πειραχτεί
ήμουν πειραγμένος, -η
είχαμε πειραχτεί
ήμαστε πειραγμένοι, -ες
είχες πειράξει
είχες πειραγμένο
είχατε πειράξει
είχατε πειραγμένο
είχες πειραχτεί
ήσουν πειραγμένος, -η
είχατε πειραχτεί
ήσαστε πειραγμένοι, -ες
είχε πειράξει
είχε πειραγμένο
είχαν πειράξει
είχαν πειραγμένο
είχε πειραχτεί
ήταν πειραγμένος, -η, -ο
είχαν πειραχτεί
ήταν πειραγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πειράζωθα πειράζουμε, θα πειράζομεθα πειράζομαιθα πειραζόμαστε
θα πειράζειςθα πειράζετεθα πειράζεσαιθα πειράζεστε, θα πειραζόσαστε
θα πειράζειθα πειράζουν(ε)θα πειράζεταιθα πειράζονται
Fut
ur
θα πειράξωθα πειράξουμε, θα πειράξομεθα πειραχτώθα πειραχτούμε
θα πειράξειςθα πειράξετεθα πειραχτείςθα πειραχτείτε
θα πειράξειθα πειράξουν(ε)θα πειραχτείθα πειραχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πειράξει
θα έχω πειραγμένο
θα έχουμε πειράξει
θα έχουμε πειραγμένο
θα έχω πειραχτεί
θα είμαι πειραγμένος, -η
θα έχουμε πειραχτεί
θα είμαστε πειραγμένοι, -ες
θα έχεις πειράξει
θα έχεις πειραγμένο
θα έχετε πειράξει
θα έχετε πειραγμένο
θα έχεις πειραχτεί
θα είσαι πειραγμένος, -η
θα έχετε πειραχτεί
θα είστε πειραγμένοι, -ες
θα έχει πειράξει
θα έχει πειραγμένο
θα έχουν πειράξει
θα έχουν πειραγμένο
θα έχει πειραχτεί
θα είναι πειραγμένος, -η, -ο
θα έχουν πειραχτεί
θα είναι πειραγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πειράζωνα πειράζουμε, να πειράζομενα πειράζομαινα πειραζόμαστε
να πειράζειςνα πειράζετενα πειράζεσαινα πειράζεστε, να πειραζόσαστε
να πειράζεινα πειράζουν(ε)να πειράζεταινα πειράζονται
Aoristνα πειράξωνα πειράξουμε, να πειράξομενα πειραχτώνα πειραχτούμε
να πειράξειςνα πειράξετενα πειραχτείςνα πειραχτείτε
να πειράξεινα πειράξουν(ε)να πειραχτείνα πειραχτούν(ε)
Perf να έχω πειράξει
να έχω πειραγμένο
να έχουμε πειράξει
να έχουμε πειραγμένο
να έχω πειραχτεί
να είμαι πειραγμένος, -η
να έχουμε πειραχτεί
να είμαστε πειραγμένοι, -ες
να έχεις πειράξει
να έχεις πειραγμένο
να έχετε πειράξει
να έχετε πειραγμένο
να έχεις πειραχτεί
να είσαι πειραγμένος, -η
να έχετε πειραχτεί
να είστε πειραγμένοι, -ες
να έχει πειράξει
να έχει πειραγμένο
να έχουν πειράξει
να έχουν πειραγμένο
να έχει πειραχτεί
να είναι πειραγμένος, -η, -ο
να έχουν πειραχτεί
να είναι πειραγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπείραζεπειράζετεπειράζεστε
Aoristπείραξεπειράξτε, πειράχτεπειράξουπειραχτείτε
Part
izip
Presπειράζοντας
Perfέχοντας πειράξει, έχοντας πειραγμένοπειραγμένος, -η, -οπειραγμένοι, -ες, -α
InfinAoristπειράξειπειραχτεί









Griechische Definition zu πειράζω

πειράζω [pirázo] -ομαι : 1α. ενοχλώ κπ. με λόγο ή πράξη, τον κάνω να στενοχωρηθεί, να εκνευριστεί, να θυμώσει, να προσβληθεί κτλ.: Ποιος πείραξε το παιδί; Mου είπε λόγια που με πείραξαν. Mας πείραξε η συμπε ριφορά του. Πειράχτηκε, αλλά δεν το ΄δειξε. Mε το παραμικρό πειράζεται. Έφυγε πειραγμένος, ενοχλημένος, προσβεβλημένος κτλ. β. προκαλώ, ερεθίζω κπ. για αστεϊσμό: Σοβαρά το λες ή θέλεις να με πειράξεις; Mη θυμώνεις· για να σε πειράξω το ΄πα. γ. παρενοχλώ με λόγους ερωτικούς και, συνήθ., υπαινικτικούς: Tης άρεσε να την πειράζουν. δ. (παθ., με αλληλοπαθητική σημ.): Δεν καταλάβαινες αν πειράζονταν ή τσακώνονταν στ΄ αλήθεια, αν αστεΐζονταν. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback