necken
 Verb

πειράζω Verb
(6)
κουρδίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Noch keine Beispielsätze.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πειράζωπειράζουμε, πειράζομεπειράζομαιπειραζόμαστε
πειράζειςπειράζετεπειράζεσαιπειράζεστε, πειραζόσαστε
πειράζειπειράζουν(ε)πειράζεταιπειράζονται
Imper
fekt
πείραζαπειράζαμεπειραζόμουν(α)πειραζόμαστε, πειραζόμασταν
πείραζεςπειράζατεπειραζόσουν(α)πειραζόσαστε, πειραζόσασταν
πείραζεπείραζαν, πειράζαν(ε)πειραζόταν(ε)πειράζονταν, πειραζόντανε, πειραζόντουσαν
Aoristπείραξαπειράξαμεπειράχτηκαπειραχτήκαμε
πείραξεςπειράξατεπειράχτηκεςπειραχτήκατε
πείραξεπείραξαν, πειράξαν(ε)πειράχτηκεπειράχτηκαν, πειραχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πειράξει
έχω πειραγμένο
έχουμε πειράξει
έχουμε πειραγμένο
έχω πειραχτεί
είμαι πειραγμένος, -η
έχουμε πειραχτεί
είμαστε πειραγμένοι, -ες
έχεις πειράξει
έχεις πειραγμένο
έχετε πειράξει
έχετε πειραγμένο
έχεις πειραχτεί
είσαι πειραγμένος, -η
έχετε πειραχτεί
είστε πειραγμένοι, -ες
έχει πειράξει
έχει πειραγμένο
έχουν πειράξει
έχουν πειραγμένο
έχει πειραχτεί
είναι πειραγμένος, -η, -ο
έχουν πειραχτεί
είναι πειραγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πειράξει
είχα πειραγμένο
είχαμε πειράξει
είχαμε πειραγμένο
είχα πειραχτεί
ήμουν πειραγμένος, -η
είχαμε πειραχτεί
ήμαστε πειραγμένοι, -ες
είχες πειράξει
είχες πειραγμένο
είχατε πειράξει
είχατε πειραγμένο
είχες πειραχτεί
ήσουν πειραγμένος, -η
είχατε πειραχτεί
ήσαστε πειραγμένοι, -ες
είχε πειράξει
είχε πειραγμένο
είχαν πειράξει
είχαν πειραγμένο
είχε πειραχτεί
ήταν πειραγμένος, -η, -ο
είχαν πειραχτεί
ήταν πειραγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πειράζωθα πειράζουμε, θα πειράζομεθα πειράζομαιθα πειραζόμαστε
θα πειράζειςθα πειράζετεθα πειράζεσαιθα πειράζεστε, θα πειραζόσαστε
θα πειράζειθα πειράζουν(ε)θα πειράζεταιθα πειράζονται
Fut
ur
θα πειράξωθα πειράξουμε, θα πειράξομεθα πειραχτώθα πειραχτούμε
θα πειράξειςθα πειράξετεθα πειραχτείςθα πειραχτείτε
θα πειράξειθα πειράξουν(ε)θα πειραχτείθα πειραχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πειράξει
θα έχω πειραγμένο
θα έχουμε πειράξει
θα έχουμε πειραγμένο
θα έχω πειραχτεί
θα είμαι πειραγμένος, -η
θα έχουμε πειραχτεί
θα είμαστε πειραγμένοι, -ες
θα έχεις πειράξει
θα έχεις πειραγμένο
θα έχετε πειράξει
θα έχετε πειραγμένο
θα έχεις πειραχτεί
θα είσαι πειραγμένος, -η
θα έχετε πειραχτεί
θα είστε πειραγμένοι, -ες
θα έχει πειράξει
θα έχει πειραγμένο
θα έχουν πειράξει
θα έχουν πειραγμένο
θα έχει πειραχτεί
θα είναι πειραγμένος, -η, -ο
θα έχουν πειραχτεί
θα είναι πειραγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πειράζωνα πειράζουμε, να πειράζομενα πειράζομαινα πειραζόμαστε
να πειράζειςνα πειράζετενα πειράζεσαινα πειράζεστε, να πειραζόσαστε
να πειράζεινα πειράζουν(ε)να πειράζεταινα πειράζονται
Aoristνα πειράξωνα πειράξουμε, να πειράξομενα πειραχτώνα πειραχτούμε
να πειράξειςνα πειράξετενα πειραχτείςνα πειραχτείτε
να πειράξεινα πειράξουν(ε)να πειραχτείνα πειραχτούν(ε)
Perf να έχω πειράξει
να έχω πειραγμένο
να έχουμε πειράξει
να έχουμε πειραγμένο
να έχω πειραχτεί
να είμαι πειραγμένος, -η
να έχουμε πειραχτεί
να είμαστε πειραγμένοι, -ες
να έχεις πειράξει
να έχεις πειραγμένο
να έχετε πειράξει
να έχετε πειραγμένο
να έχεις πειραχτεί
να είσαι πειραγμένος, -η
να έχετε πειραχτεί
να είστε πειραγμένοι, -ες
να έχει πειράξει
να έχει πειραγμένο
να έχουν πειράξει
να έχουν πειραγμένο
να έχει πειραχτεί
να είναι πειραγμένος, -η, -ο
να έχουν πειραχτεί
να είναι πειραγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπείραζεπειράζετεπειράζεστε
Aoristπείραξεπειράξτε, πειράχτεπειράξουπειραχτείτε
Part
izip
Presπειράζοντας
Perfέχοντας πειράξει, έχοντας πειραγμένοπειραγμένος, -η, -οπειραγμένοι, -ες, -α
InfinAoristπειράξειπειραχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κουρδίζωκουρδίζουμε, κουρδίζομεκουρδίζομαικουρδιζόμαστε
κουρδίζειςκουρδίζετεκουρδίζεσαικουρδίζεστε, κουρδιζόσαστε
κουρδίζεικουρδίζουν(ε)κουρδίζεταικουρδίζονται
Imper
fekt
κούρδιζακουρδίζαμεκουρδιζόμουν(α)κουρδιζόμαστε, κουρδιζόμασταν
κούρδιζεςκουρδίζατεκουρδιζόσουν(α)κουρδιζόσαστε, κουρδιζόσασταν
κούρδιζεκούρδιζαν, κουρδίζαν(ε)κουρδιζόταν(ε)κουρδίζονταν, κουρδιζόντανε, κουρδιζόντουσαν
Aoristκούρδισακουρδίσαμεκουρδίστηκακουρδιστήκαμε
κούρδισεςκουρδίσατεκουρδίστηκεςκουρδιστήκατε
κούρδισεκούρδισαν, κουρδίσαν(ε)κουρδίστηκεκουρδίστηκαν, κουρδιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κουρδίσει
έχω κουρδισμένο
έχουμε κουρδίσει
έχουμε κουρδισμένο
έχω κουρδιστεί
είμαι κουρδισμένος, -η
έχουμε κουρδιστεί
είμαστε κουρδισμένοι, -ες
έχεις κουρδίσει
έχεις κουρδισμένο
έχετε κουρδίσει
έχετε κουρδισμένο
έχεις κουρδιστεί
είσαι κουρδισμένος, -η
έχετε κουρδιστεί
είστε κουρδισμένοι, -ες
έχει κουρδίσει
έχει κουρδισμένο
έχουν κουρδίσει
έχουν κουρδισμένο
έχει κουρδιστεί
είναι κουρδισμένος, -η, -ο
έχουν κουρδιστεί
είναι κουρδισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κουρδίσει
είχα κουρδισμένο
είχαμε κουρδίσει
είχαμε κουρδισμένο
είχα κουρδιστεί
ήμουν κουρδισμένος, -η
είχαμε κουρδιστεί
ήμαστε κουρδισμένοι, -ες
είχες κουρδίσει
είχες κουρδισμένο
είχατε κουρδίσει
είχατε κουρδισμένο
είχες κουρδιστεί
ήσουν κουρδισμένος, -η
είχατε κουρδιστεί
ήσαστε κουρδισμένοι, -ες
είχε κουρδίσει
είχε κουρδισμένο
είχαν κουρδίσει
είχαν κουρδισμένο
είχε κουρδιστεί
ήταν κουρδισμένος, -η, -ο
είχαν κουρδιστεί
ήταν κουρδισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κουρδίζωθα κουρδίζουμε, θα κουρδίζομεθα κουρδίζομαιθα κουρδιζόμαστε
θα κουρδίζειςθα κουρδίζετεθα κουρδίζεσαιθα κουρδίζεστε, θα κουρδιζόσαστε
θα κουρδίζειθα κουρδίζουν(ε)θα κουρδίζεταιθα κουρδίζονται
Fut
ur
θα κουρδίσωθα κουρδίσουμε, θα κουρδίζομεθα κουρδιστώθα κουρδιστούμε
θα κουρδίσειςθα κουρδίσετεθα κουρδιστείςθα κουρδιστείτε
θα κουρδίσειθα κουρδίσουν(ε)θα κουρδιστείθα κουρδιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κουρδίσει
θα έχω κουρδισμένο
θα έχουμε κουρδίσει
θα έχουμε κουρδισμένο
θα έχω κουρδιστεί
θα είμαι κουρδισμένος, -η
θα έχουμε κουρδιστεί
θα είμαστε κουρδισμένοι, -ες
θα έχεις κουρδίσει
θα έχεις κουρδισμένο
θα έχετε κουρδίσει
θα έχετε κουρδισμένο
θα έχεις κουρδιστεί
θα είσαι κουρδισμένος, -η
θα έχετε κουρδιστεί
θα είστε κουρδισμένοι, -ες
θα έχει κουρδίσει
θα έχει κουρδισμένο
θα έχουν κουρδίσει
θα έχουν κουρδισμένο
θα έχει κουρδιστεί
θα είναι κουρδισμένος, -η, -ο
θα έχουν κουρδιστεί
θα είναι κουρδισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κουρδίζωνα κουρδίζουμε, να κουρδίζομενα κουρδίζομαινα κουρδιζόμαστε
να κουρδίζειςνα κουρδίζετενα κουρδίζεσαινα κουρδίζεστε, να κουρδιζόσαστε
να κουρδίζεινα κουρδίζουν(ε)να κουρδίζεταινα κουρδίζονται
Aoristνα κουρδίσωνα κουρδίσουμε, να κουρδίσομενα κουρδιστώνα κουρδιστούμε
να κουρδίσειςνα κουρδίσετενα κουρδιστείςνα κουρδιστείτε
να κουρδίσεινα κουρδίσουν(ε)να κουρδιστείνα κουρδιστούν(ε)
Perfνα έχω κουρδίσει
να έχω κουρδισμένο
να έχουμε κουρδίσει
να έχουμε κουρδισμένο
να έχω κουρδιστεί
να είμαι κουρδισμένος, -η
να έχουμε κουρδιστεί
να είμαστε κουρδισμένοι, -ες
να έχεις κουρδίσει
να έχεις κουρδισμένο
να έχετε κουρδίσει
να έχετε κουρδισμένο
να έχεις κουρδιστεί
να είσαι κουρδισμένος, -η
να έχετε κουρδιστεί
να είστε κουρδισμένοι, -ες
να έχει κουρδίσει
να έχει κουρδισμένο
να έχουν κουρδίσει
να έχουν κουρδισμένο
να έχει κουρδιστεί
να είναι κουρδισμένος, -η, -ο
να έχουν κουρδιστεί
να είναι κουρδισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκούρδιζεκουρδίζετεκουρδίζεστε
Aoristκούρδισεκουρδίστεκουρδίσουκουρδιστείτε
Part
izip
Presκουρδίζονταςκουρδιζόμενος
Perfέχοντας κουρδίσει, έχοντας κουρδισμένοκουρδισμένος, -η, -οκουρδισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκουρδίσεικουρδιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback