Deutsch | Griechisch |
---|---|
Die werden ihm zusetzen. | Με το πρώτο παράπτωμα θα πέσουν πάνω του. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich könnte dieses Ding dazu bringen, sich auf die Hinterpfoten zusetzen und zu heulen. | Θα το κάνω να σταθεί σούζα και να ουρλιάζει. Übersetzung nicht bestätigt |
Die werden Ihnen ganz schön zusetzen, aber Sie antworten nicht. | Θα σε κτυπήσουν για να τους πεις, μα εσύ απλά δεν θα απαντήσεις. Θα με κτυπήσουν; Übersetzung nicht bestätigt |
Mir zusetzen? Inwiefern? | Τι θα με κτυπήσουν; Übersetzung nicht bestätigt |
Wenn ich ihn kriege, werde ich ihm mächtig zusetzen. | Ευχαριστώ για το χάπι. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
necken |
triezen |
vexieren |
piesacken |
zu schaffen machen |
aufziehen |
zusetzen |
plagen |
quälen |
traktieren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | setze zu | ||
du | setzt zu | |||
er, sie, es | setzt zu | |||
Präteritum | ich | setzte zu | ||
Konjunktiv II | ich | setzte zu | ||
Imperativ | Singular | setz zu! setze zu! | ||
Plural | setzt zu! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
zugesetzt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zusetzen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | βασανίζω | βασανίζουμε, βασανίζομε | βασανίζομαι | βασανιζόμαστε |
βασανίζεις | βασανίζετε | βασανίζεσαι | βασανίζεστε, βασανιζόσαστε | ||
βασανίζει | βασανίζουν(ε) | βασανίζεται | βασανίζονται | ||
Imper fekt | βασάνιζα | βασανίζαμε | βασανιζόμουν(α) | βασανιζόμαστε, βασανιζόμασταν | |
βασάνιζες | βασανίζατε | βασανιζόσουν(α) | βασανιζόσαστε, βασανιζόσασταν | ||
βασάνιζε | βασάνιζαν, βασανίζαν(ε) | βασανιζόταν(ε) | βασανίζονταν, βασανιζόντανε, βασανιζόντουσαν | ||
Aorist | βασάνισα | βασανίσαμε | βασανίστηκα | βασανιστήκαμε | |
βασάνισες | βασανίσατε | βασανίστηκες | βασανιστήκατε | ||
βασάνισε | βασάνισαν, βασανίσαν(ε) | βασανίστηκε | βασανίστηκαν, βασανιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω βασανίσει έχω βασανισμένο | έχουμε βασανίσει έχουμε βασανισμένο | έχω βασανιστεί είμαι βασανισμένος, -η | έχουμε βασανιστεί είμαστε βασανισμένοι, -ες | |
έχεις βασανίσει έχεις βασανισμένο | έχετε βασανίσει έχετε βασανισμένο | έχεις βασανιστεί είσαι βασανισμένος, -η | έχετε βασανιστεί είστε βασανισμένοι, -ες | ||
έχει βασανίσει έχει βασανισμένο | έχουν βασανίσει έχουν βασανισμένο | έχει βασανιστεί είναι βασανισμένος, -η, -ο | έχουν βασανιστεί είναι βασανισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα βασανίσει είχα βασανισμένο | είχαμε βασανίσει είχαμε βασανισμένο | είχα βασανιστεί ήμουν βασανισμένος, -η | είχαμε βασανιστεί ήμαστε βασανισμένοι, -ες | |
είχες βασανίσει είχες βασανισμένο | είχατε βασανίσει είχατε βασανισμένο | είχες βασανιστεί ήσουν βασανισμένος, -η | είχατε βασανιστεί ήσαστε βασανισμένοι, -ες | ||
είχε βασανίσει είχε βασανισμένο | είχαν βασανίσει είχαν βασανισμένο | είχε βασανιστεί ήταν βασανισμένος, -η, -ο | είχαν βασανιστεί ήταν βασανισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα βασανίζω | θα βασανίζουμε, | θα βασανίζομαι | θα βασανιζόμαστε | |
θα βασανίζεις | θα βασανίζετε | θα βασανίζεσαι | θα βασανίζεστε, | ||
θα βασανίζει | θα βασανίζουν(ε) | θα βασανίζεται | θα βασανίζονται | ||
Fut ur | θα βασανίσω | θα βασανίσουμε, | θα βασανιστώ | θα βασανιστούμε | |
θα βασανίσεις | θα βασανίσετε | θα βασανιστείς | θα βασανιστείτε | ||
θα βασανίσει | θα βασανίσουν(ε) | θα βασανιστεί | θα βασανιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να βασανίζω | να βασανίζουμε, | να βασανίζομαι | να βασανιζόμαστε |
να βασανίζεις | να βασανίζετε | να βασανίζεσαι | να βασανίζεστε, | ||
να βασανίζει | να βασανίζουν(ε) | να βασανίζεται | να βασανίζονται | ||
Aorist | να βασανίσω | να βασανίσουμε, | να βασανιστώ | να βασανιστούμε | |
να βασανίσεις | να βασανίσετε | να βασανιστείς | να βασανιστείτε | ||
να βασανίσει | να βασανίσουν(ε) | να βασανιστεί | να βασανιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω βασανίσει | να έχουμε βασανίσει | να έχω βασανιστεί | να έχουμε βασανιστεί | |
να έχεις βασανίσει | να έχετε βασανίσει | να έχεις βασανιστεί | να έχετε βασανιστεί | ||
να έχει βασανίσει | να έχουν βασανίσει | να έχει βασανιστεί | να έχουν βασανιστεί | ||
Imper ativ | Pres | βασάνιζε | βασανίζετε | βασανίζεστε | |
Aorist | βασάνισε | βασανίστε | βασανίσου | βασανιστείτε | |
Part izip | Pres | βασανίζοντας | βασανιζόμενος | ||
Perf | έχοντας βασανίσει, έχοντας βασανισμένο | βασανισμένος, -η, -ο | βασανισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | βασανίσει | βασανιστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | προσθέτω | προσθέτουμε, προσθέτομε | προστίθεμαι | προστιθέμεθα |
προσθέτεις | προσθέτετε | προστίθεσαι | προστίθεσθε | ||
προσθέτει | προσθέτουν(ε) | προστίθεται | προστίθενται | ||
Imper fekt | πρόσθετα | προσθέταμε | |||
πρόσθετες | προσθέτατε | ||||
πρόσθετε | πρόσθεταν, προσθέταν(ε) | προστίθετο | προστίθεντο | ||
Aorist | πρόσθεσα | προσθέσαμε | προστέθηκα | προστεθήκαμε | |
πρόσθεσες | προσθέσατε | προστέθηκες | προστεθήκατε | ||
πρόσθεσε | πρόσθεσαν, προσθέσαν(ε) | προστέθηκε | προστέθηκαν, προστεθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα προσθέτω | θα προσθέτουμε, | θα προστίθεμαι | θα προστιθέμεθα | |
θα προσθέτεις | θα προσθέτετε | θα προστίθεσαι | θα προστίθεσθε | ||
θα προσθέτει | θα προσθέτουν(ε) | θα προστίθεται | θα προστίθενται | ||
Fut ur | θα προσθέσω | θα προσθέσουμε, | θα προστεθώ | θα προστεθούμε | |
θα προσθέσεις | θα προσθέσετε | θα προστεθείς | θα προστεθείτε | ||
θα προσθέσει | θα προσθέσουν(ε) | θα προστεθεί | θα προστεθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να προσθέτω | να προσθέτουμε, | να προστίθεμαι | να προστιθέμεθα |
να προσθέτεις | να προσθέτετε | να προστίθεσαι | να προστίθεσθε | ||
να προσθέτει | να προσθέτουν(ε) | να προστίθεται | να προστίθενται | ||
Aorist | να προσθέσω | να προσθέσουμε, | να προστεθώ | να προστεθούμε | |
να προσθέσεις | να προσθέσετε | να προστεθείς | να προστεθείτε | ||
να προσθέσει | να προσθέσουν(ε) | να προστεθεί | να προστεθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | πρόσθετε | προσθέτετε | προστίθεσθε | |
Aorist | πρόσθεσε | προσθέσετε, προσθέστε | προσθέσου | προστεθείτε | |
Part izip | Pres | προσθέτοντας | |||
Perf | έχοντας προσθέσει | ||||
Infin | Aorist | προσθέσει | προστεθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.