zusetzen
 Verb

ταλαιπωρώ Verb
(0)
βασανίζω Verb
(0)
προσθέτω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Die werden ihm zusetzen.Με το πρώτο παράπτωμα θα πέσουν πάνω του.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich könnte dieses Ding dazu bringen, sich auf die Hinterpfoten zusetzen und zu heulen.Θα το κάνω να σταθεί σούζα και να ουρλιάζει.

Übersetzung nicht bestätigt

Die werden Ihnen ganz schön zusetzen, aber Sie antworten nicht.Θα σε κτυπήσουν για να τους πεις, μα εσύ απλά δεν θα απαντήσεις. Θα με κτυπήσουν;

Übersetzung nicht bestätigt

Mir zusetzen? Inwiefern?Τι θα με κτυπήσουν;

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn ich ihn kriege, werde ich ihm mächtig zusetzen.Ευχαριστώ για το χάπι.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βασανίζωβασανίζουμε, βασανίζομεβασανίζομαιβασανιζόμαστε
βασανίζειςβασανίζετεβασανίζεσαιβασανίζεστε, βασανιζόσαστε
βασανίζειβασανίζουν(ε)βασανίζεταιβασανίζονται
Imper
fekt
βασάνιζαβασανίζαμεβασανιζόμουν(α)βασανιζόμαστε, βασανιζόμασταν
βασάνιζεςβασανίζατεβασανιζόσουν(α)βασανιζόσαστε, βασανιζόσασταν
βασάνιζεβασάνιζαν, βασανίζαν(ε)βασανιζόταν(ε)βασανίζονταν, βασανιζόντανε, βασανιζόντουσαν
Aoristβασάνισαβασανίσαμεβασανίστηκαβασανιστήκαμε
βασάνισεςβασανίσατεβασανίστηκεςβασανιστήκατε
βασάνισεβασάνισαν, βασανίσαν(ε)βασανίστηκεβασανίστηκαν, βασανιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βασανίσει
έχω βασανισμένο
έχουμε βασανίσει
έχουμε βασανισμένο
έχω βασανιστεί
είμαι βασανισμένος, -η
έχουμε βασανιστεί
είμαστε βασανισμένοι, -ες
έχεις βασανίσει
έχεις βασανισμένο
έχετε βασανίσει
έχετε βασανισμένο
έχεις βασανιστεί
είσαι βασανισμένος, -η
έχετε βασανιστεί
είστε βασανισμένοι, -ες
έχει βασανίσει
έχει βασανισμένο
έχουν βασανίσει
έχουν βασανισμένο
έχει βασανιστεί
είναι βασανισμένος, -η, -ο
έχουν βασανιστεί
είναι βασανισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βασανίσει
είχα βασανισμένο
είχαμε βασανίσει
είχαμε βασανισμένο
είχα βασανιστεί
ήμουν βασανισμένος, -η
είχαμε βασανιστεί
ήμαστε βασανισμένοι, -ες
είχες βασανίσει
είχες βασανισμένο
είχατε βασανίσει
είχατε βασανισμένο
είχες βασανιστεί
ήσουν βασανισμένος, -η
είχατε βασανιστεί
ήσαστε βασανισμένοι, -ες
είχε βασανίσει
είχε βασανισμένο
είχαν βασανίσει
είχαν βασανισμένο
είχε βασανιστεί
ήταν βασανισμένος, -η, -ο
είχαν βασανιστεί
ήταν βασανισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βασανίζωθα βασανίζουμε, θα βασανίζομεθα βασανίζομαιθα βασανιζόμαστε
θα βασανίζειςθα βασανίζετεθα βασανίζεσαιθα βασανίζεστε, θα βασανιζόσαστε
θα βασανίζειθα βασανίζουν(ε)θα βασανίζεταιθα βασανίζονται
Fut
ur
θα βασανίσωθα βασανίσουμε, θα βασανίζομεθα βασανιστώθα βασανιστούμε
θα βασανίσειςθα βασανίσετεθα βασανιστείςθα βασανιστείτε
θα βασανίσειθα βασανίσουν(ε)θα βασανιστείθα βασανιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βασανίσει
θα έχω βασανισμένο
θα έχουμε βασανίσει
θα έχουμε βασανισμένο
θα έχω βασανιστεί
θα είμαι βασανισμένος, -η
θα έχουμε βασανιστεί
θα είμαστε βασανισμένοι, -ες
θα έχεις βασανίσει
θα έχεις βασανισμένο
θα έχετε βασανίσει
θα έχετε βασανισμένο
θα έχεις βασανιστεί
θα είσαι βασανισμένος, -η
θα έχετε βασανιστεί
θα είστε βασανισμένοι, -ες
θα έχει βασανίσει
θα έχει βασανισμένο
θα έχουν βασανίσει
θα έχουν βασανισμένο
θα έχει βασανιστεί
θα είναι βασανισμένος, -η, -ο
θα έχουν βασανιστεί
θα είναι βασανισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βασανίζωνα βασανίζουμε, να βασανίζομενα βασανίζομαινα βασανιζόμαστε
να βασανίζειςνα βασανίζετενα βασανίζεσαινα βασανίζεστε, να βασανιζόσαστε
να βασανίζεινα βασανίζουν(ε)να βασανίζεταινα βασανίζονται
Aoristνα βασανίσωνα βασανίσουμε, να βασανίσομενα βασανιστώνα βασανιστούμε
να βασανίσειςνα βασανίσετενα βασανιστείςνα βασανιστείτε
να βασανίσεινα βασανίσουν(ε)να βασανιστείνα βασανιστούν(ε)
Perfνα έχω βασανίσει
να έχω βασανισμένο
να έχουμε βασανίσει
να έχουμε βασανισμένο
να έχω βασανιστεί
να είμαι βασανισμένος, -η
να έχουμε βασανιστεί
να είμαστε βασανισμένοι, -ες
να έχεις βασανίσει
να έχεις βασανισμένο
να έχετε βασανίσει
να έχετε βασανισμένο
να έχεις βασανιστεί
να είσαι βασανισμένος, -η
να έχετε βασανιστεί
να είστε βασανισμένοι, -ες
να έχει βασανίσει
να έχει βασανισμένο
να έχουν βασανίσει
να έχουν βασανισμένο
να έχει βασανιστεί
να είναι βασανισμένος, -η, -ο
να έχουν βασανιστεί
να είναι βασανισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβασάνιζεβασανίζετεβασανίζεστε
Aoristβασάνισεβασανίστεβασανίσουβασανιστείτε
Part
izip
Presβασανίζονταςβασανιζόμενος
Perfέχοντας βασανίσει, έχοντας βασανισμένοβασανισμένος, -η, -οβασανισμένοι, -ες, -α
InfinAoristβασανίσειβασανιστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προσθέτωπροσθέτουμε, προσθέτομεπροστίθεμαιπροστιθέμεθα
προσθέτειςπροσθέτετεπροστίθεσαιπροστίθεσθε
προσθέτειπροσθέτουν(ε)προστίθεταιπροστίθενται
Imper
fekt
πρόσθεταπροσθέταμε
πρόσθετεςπροσθέτατε
πρόσθετεπρόσθεταν, προσθέταν(ε)προστίθετοπροστίθεντο
Aoristπρόσθεσαπροσθέσαμεπροστέθηκαπροστεθήκαμε
πρόσθεσεςπροσθέσατεπροστέθηκεςπροστεθήκατε
πρόσθεσεπρόσθεσαν, προσθέσαν(ε)προστέθηκεπροστέθηκαν, προστεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω προσθέσειέχουμε προσθέσειέχω προστεθείέχουμε προστεθεί
έχεις προσθέσειέχετε προσθέσειέχεις προστεθείέχετε προστεθεί
έχει προσθέσειέχουν προσθέσειέχει προστεθείέχουν προστεθεί
Plu
per
fekt
είχα προσθέσειείχαμε προσθέσειείχα προστεθείείχαμε προστεθεί
είχες προσθέσειείχατε προσθέσειείχες προστεθείείχατε προστεθεί
είχε προσθέσειείχαν προσθέσειείχε προστεθείείχαν προστεθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προσθέτωθα προσθέτουμε, θα προσθέτομεθα προστίθεμαιθα προστιθέμεθα
θα προσθέτειςθα προσθέτετεθα προστίθεσαιθα προστίθεσθε
θα προσθέτειθα προσθέτουν(ε)θα προστίθεταιθα προστίθενται
Fut
ur
θα προσθέσωθα προσθέσουμε, θα προσθέσομεθα προστεθώθα προστεθούμε
θα προσθέσειςθα προσθέσετεθα προστεθείςθα προστεθείτε
θα προσθέσειθα προσθέσουν(ε)θα προστεθείθα προστεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προσθέσειθα έχουμε προσθέσειθα έχω προστεθείθα έχουμε προστεθεί
θα έχεις προσθέσειθα έχετε προσθέσειθα έχεις προστεθείθα έχετε προστεθεί
θα έχει προσθέσειθα έχουν προσθέσειθα έχει προστεθείθα έχουν προστεθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προσθέτωνα προσθέτουμε, να προσθέτομενα προστίθεμαινα προστιθέμεθα
να προσθέτειςνα προσθέτετενα προστίθεσαινα προστίθεσθε
να προσθέτεινα προσθέτουν(ε)να προστίθεταινα προστίθενται
Aoristνα προσθέσωνα προσθέσουμε, να προσθέσομενα προστεθώνα προστεθούμε
να προσθέσειςνα προσθέσετενα προστεθείςνα προστεθείτε
να προσθέσεινα προσθέσουν(ε)να προστεθείνα προστεθούν(ε)
Perfνα έχω προσθέσεινα έχουμε προσθέσεινα έχω προστεθείνα έχουμε προστεθεί
να έχεις προσθέσεινα έχετε προσθέσεινα έχεις προστεθείνα έχετε προστεθεί
να έχει προσθέσεινα έχουν προσθέσεινα έχει προστεθείνα έχουν προστεθεί
Imper
ativ
Presπρόσθετεπροσθέτετεπροστίθεσθε
Aoristπρόσθεσεπροσθέσετε, προσθέστεπροσθέσουπροστεθείτε
Part
izip
Presπροσθέτοντας
Perfέχοντας προσθέσει
InfinAoristπροσθέσειπροστεθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback