aufziehen
 (ugs.)  Verb

μεγαλώνω Verb
(3)
κουρδίζω Verb
(1)
ανατρέφω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Es ist nur so... unsere Eltern verließen uns, als wir klein waren, und ich musste Jessi selbst aufziehen.Απλά... Οι γονείς μας, μας εγκατέλειψαν όταν ήμασταν μικρές, και έμεινα να μεγαλώνω ολομόναχη την Τζέσι.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber ich bin es leid, ihn allein aufziehen zu müssen, ohne einen Scheiß Beitrag von dir.Αλλά βαρέθηκα να τον μεγαλώνω μόνη μου, χωρίς βοήθεια από εσένα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde keinen Versager aufziehen.Δε μεγαλώνω κάποιον που τα παρατάει.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μεγαλώνωμεγαλώνουμε, μεγαλώνομε
μεγαλώνειςμεγαλώνετε
μεγαλώνειμεγαλώνουν(ε)
Imper
fekt
μεγάλωναμεγαλώναμε
μεγάλωνεςμεγαλώνατε
μεγάλωνεμεγάλωναν, μεγαλώναν(ε)
Aoristμεγάλωσαμεγαλώσαμε
μεγάλωσεςμεγαλώσατε
μεγάλωσεμεγάλωσαν, μεγαλώσαν(ε)
Per
fekt
έχω μεγαλώσειέχουμε μεγαλώσει
έχεις μεγαλώσειέχετε μεγαλώσει
έχει μεγαλώσειέχουν μεγαλώσει
Plu
per
fekt
είχα μεγαλώσειείχαμε μεγαλώσει
είχες μεγαλώσειείχατε μεγαλώσει
είχε μεγαλώσειείχαν μεγαλώσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μεγαλώνωθα μεγαλώνουμε, θα μεγαλώνομε
θα μεγαλώνειςθα μεγαλώνετε
θα μεγαλώνειθα μεγαλώνουν(ε)
Fut
ur
θα μεγαλώσωθα μεγαλώσουμε, θα μεγαλώσομε
θα μεγαλώσειςθα μεγαλώσετε
θα μεγαλώσειθα μεγαλώσουν
Fut
ur II
θα έχω μεγαλώσειθα έχουμε μεγαλώσει
θα έχεις μεγαλώσειθα έχετε μεγαλώσει
θα έχει μεγαλώσειθα έχουν μεγαλώσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μεγαλώνωνα μεγαλώνουμε, να μεγαλώνομε
να μεγαλώνειςνα μεγαλώνετε
να μεγαλώνεινα μεγαλώνουν(ε)
Aoristνα μεγαλώσωνα μεγαλώσουμε, να μεγαλώσομε
να μεγαλώσειςνα μεγαλώσετε
να μεγαλώσεινα μεγαλώσουν(ε)
Perfνα έχω μεγαλώσεινα έχουμε μεγαλώσει
να έχεις μεγαλώσεινα έχετε μεγαλώσει
να έχει μεγαλώσεινα έχουν μεγαλώσει
Imper
ativ
Presμεγάλωνεμεγαλώνετε
Aoristμεγάλωσεμεγαλώστε, μεγαλώσετε
Part
izip
Presμεγαλώνοντας
Perfέχοντας μεγαλώσει
InfinAoristμεγαλώσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κουρδίζωκουρδίζουμε, κουρδίζομεκουρδίζομαικουρδιζόμαστε
κουρδίζειςκουρδίζετεκουρδίζεσαικουρδίζεστε, κουρδιζόσαστε
κουρδίζεικουρδίζουν(ε)κουρδίζεταικουρδίζονται
Imper
fekt
κούρδιζακουρδίζαμεκουρδιζόμουν(α)κουρδιζόμαστε, κουρδιζόμασταν
κούρδιζεςκουρδίζατεκουρδιζόσουν(α)κουρδιζόσαστε, κουρδιζόσασταν
κούρδιζεκούρδιζαν, κουρδίζαν(ε)κουρδιζόταν(ε)κουρδίζονταν, κουρδιζόντανε, κουρδιζόντουσαν
Aoristκούρδισακουρδίσαμεκουρδίστηκακουρδιστήκαμε
κούρδισεςκουρδίσατεκουρδίστηκεςκουρδιστήκατε
κούρδισεκούρδισαν, κουρδίσαν(ε)κουρδίστηκεκουρδίστηκαν, κουρδιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κουρδίσει
έχω κουρδισμένο
έχουμε κουρδίσει
έχουμε κουρδισμένο
έχω κουρδιστεί
είμαι κουρδισμένος, -η
έχουμε κουρδιστεί
είμαστε κουρδισμένοι, -ες
έχεις κουρδίσει
έχεις κουρδισμένο
έχετε κουρδίσει
έχετε κουρδισμένο
έχεις κουρδιστεί
είσαι κουρδισμένος, -η
έχετε κουρδιστεί
είστε κουρδισμένοι, -ες
έχει κουρδίσει
έχει κουρδισμένο
έχουν κουρδίσει
έχουν κουρδισμένο
έχει κουρδιστεί
είναι κουρδισμένος, -η, -ο
έχουν κουρδιστεί
είναι κουρδισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κουρδίσει
είχα κουρδισμένο
είχαμε κουρδίσει
είχαμε κουρδισμένο
είχα κουρδιστεί
ήμουν κουρδισμένος, -η
είχαμε κουρδιστεί
ήμαστε κουρδισμένοι, -ες
είχες κουρδίσει
είχες κουρδισμένο
είχατε κουρδίσει
είχατε κουρδισμένο
είχες κουρδιστεί
ήσουν κουρδισμένος, -η
είχατε κουρδιστεί
ήσαστε κουρδισμένοι, -ες
είχε κουρδίσει
είχε κουρδισμένο
είχαν κουρδίσει
είχαν κουρδισμένο
είχε κουρδιστεί
ήταν κουρδισμένος, -η, -ο
είχαν κουρδιστεί
ήταν κουρδισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κουρδίζωθα κουρδίζουμε, θα κουρδίζομεθα κουρδίζομαιθα κουρδιζόμαστε
θα κουρδίζειςθα κουρδίζετεθα κουρδίζεσαιθα κουρδίζεστε, θα κουρδιζόσαστε
θα κουρδίζειθα κουρδίζουν(ε)θα κουρδίζεταιθα κουρδίζονται
Fut
ur
θα κουρδίσωθα κουρδίσουμε, θα κουρδίζομεθα κουρδιστώθα κουρδιστούμε
θα κουρδίσειςθα κουρδίσετεθα κουρδιστείςθα κουρδιστείτε
θα κουρδίσειθα κουρδίσουν(ε)θα κουρδιστείθα κουρδιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κουρδίσει
θα έχω κουρδισμένο
θα έχουμε κουρδίσει
θα έχουμε κουρδισμένο
θα έχω κουρδιστεί
θα είμαι κουρδισμένος, -η
θα έχουμε κουρδιστεί
θα είμαστε κουρδισμένοι, -ες
θα έχεις κουρδίσει
θα έχεις κουρδισμένο
θα έχετε κουρδίσει
θα έχετε κουρδισμένο
θα έχεις κουρδιστεί
θα είσαι κουρδισμένος, -η
θα έχετε κουρδιστεί
θα είστε κουρδισμένοι, -ες
θα έχει κουρδίσει
θα έχει κουρδισμένο
θα έχουν κουρδίσει
θα έχουν κουρδισμένο
θα έχει κουρδιστεί
θα είναι κουρδισμένος, -η, -ο
θα έχουν κουρδιστεί
θα είναι κουρδισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κουρδίζωνα κουρδίζουμε, να κουρδίζομενα κουρδίζομαινα κουρδιζόμαστε
να κουρδίζειςνα κουρδίζετενα κουρδίζεσαινα κουρδίζεστε, να κουρδιζόσαστε
να κουρδίζεινα κουρδίζουν(ε)να κουρδίζεταινα κουρδίζονται
Aoristνα κουρδίσωνα κουρδίσουμε, να κουρδίσομενα κουρδιστώνα κουρδιστούμε
να κουρδίσειςνα κουρδίσετενα κουρδιστείςνα κουρδιστείτε
να κουρδίσεινα κουρδίσουν(ε)να κουρδιστείνα κουρδιστούν(ε)
Perfνα έχω κουρδίσει
να έχω κουρδισμένο
να έχουμε κουρδίσει
να έχουμε κουρδισμένο
να έχω κουρδιστεί
να είμαι κουρδισμένος, -η
να έχουμε κουρδιστεί
να είμαστε κουρδισμένοι, -ες
να έχεις κουρδίσει
να έχεις κουρδισμένο
να έχετε κουρδίσει
να έχετε κουρδισμένο
να έχεις κουρδιστεί
να είσαι κουρδισμένος, -η
να έχετε κουρδιστεί
να είστε κουρδισμένοι, -ες
να έχει κουρδίσει
να έχει κουρδισμένο
να έχουν κουρδίσει
να έχουν κουρδισμένο
να έχει κουρδιστεί
να είναι κουρδισμένος, -η, -ο
να έχουν κουρδιστεί
να είναι κουρδισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκούρδιζεκουρδίζετεκουρδίζεστε
Aoristκούρδισεκουρδίστεκουρδίσουκουρδιστείτε
Part
izip
Presκουρδίζονταςκουρδιζόμενος
Perfέχοντας κουρδίσει, έχοντας κουρδισμένοκουρδισμένος, -η, -οκουρδισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκουρδίσεικουρδιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback