Deutsch | Griechisch |
---|---|
Meine einzige Freude ist, die Leute zu quälen, die für mich arbeiten. | Η μόνη μου ευχαρίστηση είναι να βασανίζω αυτούς που δουλεύουν για μένα. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich bin da, um dich zu quälen. | Ζω για να σε βασανίζω. Είναι κακό; Übersetzung nicht bestätigt |
Lass uns Erinnerungen austauschen, Geschichten erzählen, über das verdammte Wetter reden, über irgend etwas, anstatt mich mit der Hoffnung noch zu quälen. | Ας μιλήσουμε, λοιπόν, μόνο για τις αναμνήσεις μας, έστω για τον καιρό, διάβολε. Αρκεί να μη βασανίζω τον εαυτό μου με την ιδέα της ελπίδας. Übersetzung nicht bestätigt |
Sie weiter quälen? | Την βασανίζω; Übersetzung nicht bestätigt |
Ich... es tut mir leid... Was ich brauche, ist ein Weg um Rachel mehr zu quälen. | Χρειάζομαι να βρω ένα τρόπο να βασανίζω την Ρέιτσελ. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
necken |
triezen |
vexieren |
piesacken |
zu schaffen machen |
aufziehen |
zusetzen |
plagen |
quälen |
traktieren |
Ähnliche Wörter |
---|
quälend |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | quäle | ||
du | quälst | |||
er, sie, es | quält | |||
Präteritum | ich | quälte | ||
Konjunktiv II | ich | quälte | ||
Imperativ | Singular | quäle! | ||
Plural | quält! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gequält | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:quälen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | βασανίζω | βασανίζουμε, βασανίζομε | βασανίζομαι | βασανιζόμαστε |
βασανίζεις | βασανίζετε | βασανίζεσαι | βασανίζεστε, βασανιζόσαστε | ||
βασανίζει | βασανίζουν(ε) | βασανίζεται | βασανίζονται | ||
Imper fekt | βασάνιζα | βασανίζαμε | βασανιζόμουν(α) | βασανιζόμαστε, βασανιζόμασταν | |
βασάνιζες | βασανίζατε | βασανιζόσουν(α) | βασανιζόσαστε, βασανιζόσασταν | ||
βασάνιζε | βασάνιζαν, βασανίζαν(ε) | βασανιζόταν(ε) | βασανίζονταν, βασανιζόντανε, βασανιζόντουσαν | ||
Aorist | βασάνισα | βασανίσαμε | βασανίστηκα | βασανιστήκαμε | |
βασάνισες | βασανίσατε | βασανίστηκες | βασανιστήκατε | ||
βασάνισε | βασάνισαν, βασανίσαν(ε) | βασανίστηκε | βασανίστηκαν, βασανιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω βασανίσει έχω βασανισμένο | έχουμε βασανίσει έχουμε βασανισμένο | έχω βασανιστεί είμαι βασανισμένος, -η | έχουμε βασανιστεί είμαστε βασανισμένοι, -ες | |
έχεις βασανίσει έχεις βασανισμένο | έχετε βασανίσει έχετε βασανισμένο | έχεις βασανιστεί είσαι βασανισμένος, -η | έχετε βασανιστεί είστε βασανισμένοι, -ες | ||
έχει βασανίσει έχει βασανισμένο | έχουν βασανίσει έχουν βασανισμένο | έχει βασανιστεί είναι βασανισμένος, -η, -ο | έχουν βασανιστεί είναι βασανισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα βασανίσει είχα βασανισμένο | είχαμε βασανίσει είχαμε βασανισμένο | είχα βασανιστεί ήμουν βασανισμένος, -η | είχαμε βασανιστεί ήμαστε βασανισμένοι, -ες | |
είχες βασανίσει είχες βασανισμένο | είχατε βασανίσει είχατε βασανισμένο | είχες βασανιστεί ήσουν βασανισμένος, -η | είχατε βασανιστεί ήσαστε βασανισμένοι, -ες | ||
είχε βασανίσει είχε βασανισμένο | είχαν βασανίσει είχαν βασανισμένο | είχε βασανιστεί ήταν βασανισμένος, -η, -ο | είχαν βασανιστεί ήταν βασανισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα βασανίζω | θα βασανίζουμε, | θα βασανίζομαι | θα βασανιζόμαστε | |
θα βασανίζεις | θα βασανίζετε | θα βασανίζεσαι | θα βασανίζεστε, | ||
θα βασανίζει | θα βασανίζουν(ε) | θα βασανίζεται | θα βασανίζονται | ||
Fut ur | θα βασανίσω | θα βασανίσουμε, | θα βασανιστώ | θα βασανιστούμε | |
θα βασανίσεις | θα βασανίσετε | θα βασανιστείς | θα βασανιστείτε | ||
θα βασανίσει | θα βασανίσουν(ε) | θα βασανιστεί | θα βασανιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να βασανίζω | να βασανίζουμε, | να βασανίζομαι | να βασανιζόμαστε |
να βασανίζεις | να βασανίζετε | να βασανίζεσαι | να βασανίζεστε, | ||
να βασανίζει | να βασανίζουν(ε) | να βασανίζεται | να βασανίζονται | ||
Aorist | να βασανίσω | να βασανίσουμε, | να βασανιστώ | να βασανιστούμε | |
να βασανίσεις | να βασανίσετε | να βασανιστείς | να βασανιστείτε | ||
να βασανίσει | να βασανίσουν(ε) | να βασανιστεί | να βασανιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω βασανίσει | να έχουμε βασανίσει | να έχω βασανιστεί | να έχουμε βασανιστεί | |
να έχεις βασανίσει | να έχετε βασανίσει | να έχεις βασανιστεί | να έχετε βασανιστεί | ||
να έχει βασανίσει | να έχουν βασανίσει | να έχει βασανιστεί | να έχουν βασανιστεί | ||
Imper ativ | Pres | βασάνιζε | βασανίζετε | βασανίζεστε | |
Aorist | βασάνισε | βασανίστε | βασανίσου | βασανιστείτε | |
Part izip | Pres | βασανίζοντας | βασανιζόμενος | ||
Perf | έχοντας βασανίσει, έχοντας βασανισμένο | βασανισμένος, -η, -ο | βασανισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | βασανίσει | βασανιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.