αναστατώνω ἀναστατώνω και (μεσαιωνικό) ἀναστατῶ και ἀνασταίνω (σηκώνω όρθιο) οπότε και διαχωρίσθηκαν νοηματικά οι οικογένειες όσων λέξεων συγγένευαν εννοιολογικά με την ανάσταση(σηκώνω + στατώ) και σε όσες συγγένευαν με την αναστάτωση (ανακατεύω) και το ἀναστατόω altgriechisch ἀναστατέω-ἀναστατῶ (καταστρέφω, ξεσπιτώνω, αναγκάζω κάποιον να ξεσηκωθεί von σπίτι του) ἀνίστημι και ἀνίσταμαι ἄνω + ἵστημι
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Λέει ότι αναστατώνω την Λέξι... | Sie sagte, dass ich Lexi aufregen würde. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναστατώνω | αναστατώνουμε, αναστατώνομε | αναστατώνομαι | αναστατωνόμαστε |
αναστατώνεις | αναστατώνετε | αναστατώνεσαι | αναστατώνεστε, αναστατωνόσαστε | ||
αναστατώνει | αναστατώνουν(ε) | αναστατώνεται | αναστατώνονται | ||
Imper fekt | αναστάτωνα | αναστατώναμε | αναστατωνόμουν(α) | αναστατωνόμαστε, αναστατωνόμασταν | |
αναστάτωνες | αναστατώνατε | αναστατωνόσουν(α) | αναστατωνόσαστε, αναστατωνόσασταν | ||
αναστάτωνε | αναστάτωναν, αναστατώναν(ε) | αναστατωνόταν(ε) | αναστατώνονταν, αναστατωνόντανε, αναστατωνόντουσαν | ||
Aorist | αναστάτωσα | αναστατώσαμε | αναστατώθηκα | αναστατωθήκαμε | |
αναστάτωσες | αναστατώσατε | αναστατώθηκες | αναστατωθήκατε | ||
αναστάτωσε | αναστάτωσαν, αναστατώσαν(ε) | αναστατώθηκε | αναστατώθηκαν, αναστατωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναστατώσει έχω αναστατωμένο | έχουμε αναστατώσει έχουμε αναστατωμένο | έχω αναστατωθεί είμαι αναστατωμένος, -η | έχουμε αναστατωθεί είμαστε αναστατωμένοι, -ες | |
έχεις αναστατώσει έχεις αναστατωμένο | έχετε αναστατώσει έχετε αναστατωμένο | έχεις αναστατωθεί είσαι αναστατωμένος, -η | έχετε αναστατωθεί είστε αναστατωμένοι, -ες | ||
έχει αναστατώσει έχει αναστατωμένο | έχουν αναστατώσει έχουν αναστατωμένο | έχει αναστατωθεί είναι αναστατωμένος, -η, -ο | έχουν αναστατωθεί είναι αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αναστατώσει είχα αναστατωμένο | είχαμε αναστατώσει είχαμε αναστατωμένο | είχα αναστατωθεί ήμουν αναστατωμένος, -η | είχαμε αναστατωθεί ήμαστε αναστατωμένοι, -ες | |
είχες αναστατώσει είχες αναστατωμένο | είχατε αναστατώσει είχατε αναστατωμένο | είχες αναστατωθεί ήσουν αναστατωμένος, -η | είχατε αναστατωθεί ήσαστε αναστατωμένοι, -ες | ||
είχε αναστατώσει είχε αναστατωμένο | είχαν αναστατώσει είχαν αναστατωμένο | είχε αναστατωθεί ήταν αναστατωμένος, -η, -ο | είχαν αναστατωθεί ήταν αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναστατώνω | θα αναστατώνουμε, θα αναστατώνομε | θα αναστατώνομαι | θα αναστατωνόμαστε | |
θα αναστατώνεις | θα αναστατώνετε | θα αναστατώνεσαι | θα αναστατώνεστε, θα αναστατωνόσαστε | ||
θα αναστατώνει | θα αναστατώνουν(ε) | θα αναστατώνεται | θα αναστατώνονται | ||
Fut ur | θα αναστατώσω | θα αναστατώσουμε, θα αναστατώσομε | θα αναστατωθώ | θα αναστατωθούμε | |
θα αναστατώσεις | θα αναστατώσετε | θα αναστατωθείς | θα αναστατωθείτε | ||
θα αναστατώσει | θα αναστατώσουν | θα αναστατωθεί | θα αναστατωθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναστατώσει θα έχω αναστατωμένο | θα έχουμε αναστατώσει θα έχουμε αναστατωμένο | θα έχω αναστατωθεί θα είμαι αναστατωμένος, -η | θα έχουμε αναστατωθεί θα είμαστε αναστατωμένοι, -ες | |
θα έχεις αναστατώσει θα έχεις αναστατωμένο | θα έχετε αναστατώσει θα έχετε αναστατωμένο | θα έχεις αναστατωθεί θα είσαι αναστατωμένος, -η | θα έχετε αναστατωθεί θα είστε αναστατωμένοι, -ες | ||
θα έχει αναστατώσει θα έχει αναστατωμένο | θα έχουν αναστατώσει θα έχουν αναστατωμένο | θα έχει αναστατωθεί θα είναι αναστατωμένος, -η, -ο | θα έχουν αναστατωθεί θα είναι αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναστατώνω | να αναστατώνουμε, να αναστατώνομε | να αναστατώνομαι | να αναστατωνόμαστε |
να αναστατώνεις | να αναστατώνετε | να αναστατώνεσαι | να αναστατώνεστε, να αναστατωνόσαστε | ||
να αναστατώνει | να αναστατώνουν(ε) | να αναστατώνεται | να αναστατώνονται | ||
Aorist | να αναστατώσω | να αναστατώσουμε, να αναστατώσομε | να αναστατωθώ | να αναστατωθούμε | |
να αναστατώσεις | να αναστατώσετε | να αναστατωθείς | να αναστατωθείτε | ||
να αναστατώσει | να αναστατώσουν(ε) | να αναστατωθεί | να αναστατωθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναστατώσει να έχω αναστατωμένο | να έχουμε αναστατώσει να έχουμε αναστατωμένο | να έχω αναστατωθεί να είμαι αναστατωμένος, -η | να έχουμε αναστατωθεί να είμαστε αναστατωμένοι, -ες | |
να έχεις αναστατώσει να έχεις αναστατωμένο | να έχετε αναστατώσει να έχετε αναστατωμένο | να έχεις αναστατωθεί να είσαι αναστατωμένος, -η | να έχετε αναστατωθεί να είστε αναστατωμένοι, -ες | ||
να έχει αναστατώσει να έχει αναστατωμένο | να έχουν αναστατώσει να έχουν αναστατωμένο | να έχει αναστατωθεί να είναι αναστατωμένος, -η, -ο | να έχουν αναστατωθεί να είναι αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | αναστάτωνε | αναστατώνετε | αναστατώνεστε | |
Aorist | αναστάτωσε | αναστατώσετε, αναστατώστε | αναστατώσου | αναστατωθείτε | |
Part izip | Pres | αναστατώνοντας | |||
Perf | έχοντας αναστατώσει, έχοντας αναστατωμένο | αναστατωμένος, -η, -ο | αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναστατώσει | αναστατωθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | rege auf | ||
du | regst auf | |||
er, sie, es | regt auf | |||
Präteritum | ich | regte auf | ||
Konjunktiv II | ich | regte auf | ||
Imperativ | Singular | reg auf! rege auf! | ||
Plural | regt auf! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
aufgeregt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:aufregen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | errege | ||
du | erregst | |||
er, sie, es | erregt | |||
Präteritum | ich | erregte | ||
Konjunktiv II | ich | erregte | ||
Imperativ | Singular | errege! erreg! | ||
Plural | erregt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erregt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erregen |
αναστατώνω [anastatóno] -ομαι : 1.(για χώρο) προκαλώ αναστάτωση, ακαταστασία εξαφανίζοντας την τάξη που υπάρχει σ΄ αυτόν: αναστατώνω το δωμάτιο / τα συρτάρια κάποιου. Οι διαρρήκτες αναστάτωσαν το σπίτι ψάχνοντας για χρήματα και χρυσαφικά. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.