αναστατώνω Verb (0) |
ταράζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Zu trübe, als ob ständig jemand sie aufwühlen würde. | Τα πολύ λασπώδη. Σαν κάποιος επίτηδες να τα έχει ανακατέψει. Übersetzung nicht bestätigt |
Das wird sie aufwühlen. | Θα βρει το στόχο. Übersetzung nicht bestätigt |
Sie wollten nicht telefonieren, ihre Stimmen würden sie aufwühlen. | Δεν τηλεφωνήθηκαν ποτέ. Τους τρόμαζαν οι ασώματες φωνές. Übersetzung nicht bestätigt |
Wenn Sie den Schlamm aufwühlen, wissen sie, dass wir hier waren. | Αν ανακατέψεις τη λάσπη, θα καταλάβουν ότι είμαστε εδώ. Übersetzung nicht bestätigt |
Wenn er ihr Verhör akzeptiert... wird das die furchtbaren Dinge in ihm aufwühlen. | Αν δεχτει την ανακριση απο σας θα σκαλισει τα τρομερα ψυθιρισματα που νιωθει μεσα του. Übersetzung nicht bestätigt |
Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναστατώνω | αναστατώνουμε, αναστατώνομε | αναστατώνομαι | αναστατωνόμαστε |
αναστατώνεις | αναστατώνετε | αναστατώνεσαι | αναστατώνεστε, αναστατωνόσαστε | ||
αναστατώνει | αναστατώνουν(ε) | αναστατώνεται | αναστατώνονται | ||
Imper fekt | αναστάτωνα | αναστατώναμε | αναστατωνόμουν(α) | αναστατωνόμαστε, αναστατωνόμασταν | |
αναστάτωνες | αναστατώνατε | αναστατωνόσουν(α) | αναστατωνόσαστε, αναστατωνόσασταν | ||
αναστάτωνε | αναστάτωναν, αναστατώναν(ε) | αναστατωνόταν(ε) | αναστατώνονταν, αναστατωνόντανε, αναστατωνόντουσαν | ||
Aorist | αναστάτωσα | αναστατώσαμε | αναστατώθηκα | αναστατωθήκαμε | |
αναστάτωσες | αναστατώσατε | αναστατώθηκες | αναστατωθήκατε | ||
αναστάτωσε | αναστάτωσαν, αναστατώσαν(ε) | αναστατώθηκε | αναστατώθηκαν, αναστατωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναστατώσει έχω αναστατωμένο | έχουμε αναστατώσει έχουμε αναστατωμένο | έχω αναστατωθεί είμαι αναστατωμένος, -η | έχουμε αναστατωθεί είμαστε αναστατωμένοι, -ες | |
έχεις αναστατώσει έχεις αναστατωμένο | έχετε αναστατώσει έχετε αναστατωμένο | έχεις αναστατωθεί είσαι αναστατωμένος, -η | έχετε αναστατωθεί είστε αναστατωμένοι, -ες | ||
έχει αναστατώσει έχει αναστατωμένο | έχουν αναστατώσει έχουν αναστατωμένο | έχει αναστατωθεί είναι αναστατωμένος, -η, -ο | έχουν αναστατωθεί είναι αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αναστατώσει είχα αναστατωμένο | είχαμε αναστατώσει είχαμε αναστατωμένο | είχα αναστατωθεί ήμουν αναστατωμένος, -η | είχαμε αναστατωθεί ήμαστε αναστατωμένοι, -ες | |
είχες αναστατώσει είχες αναστατωμένο | είχατε αναστατώσει είχατε αναστατωμένο | είχες αναστατωθεί ήσουν αναστατωμένος, -η | είχατε αναστατωθεί ήσαστε αναστατωμένοι, -ες | ||
είχε αναστατώσει είχε αναστατωμένο | είχαν αναστατώσει είχαν αναστατωμένο | είχε αναστατωθεί ήταν αναστατωμένος, -η, -ο | είχαν αναστατωθεί ήταν αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναστατώνω | θα αναστατώνουμε, θα αναστατώνομε | θα αναστατώνομαι | θα αναστατωνόμαστε | |
θα αναστατώνεις | θα αναστατώνετε | θα αναστατώνεσαι | θα αναστατώνεστε, θα αναστατωνόσαστε | ||
θα αναστατώνει | θα αναστατώνουν(ε) | θα αναστατώνεται | θα αναστατώνονται | ||
Fut ur | θα αναστατώσω | θα αναστατώσουμε, θα αναστατώσομε | θα αναστατωθώ | θα αναστατωθούμε | |
θα αναστατώσεις | θα αναστατώσετε | θα αναστατωθείς | θα αναστατωθείτε | ||
θα αναστατώσει | θα αναστατώσουν | θα αναστατωθεί | θα αναστατωθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναστατώσει θα έχω αναστατωμένο | θα έχουμε αναστατώσει θα έχουμε αναστατωμένο | θα έχω αναστατωθεί θα είμαι αναστατωμένος, -η | θα έχουμε αναστατωθεί θα είμαστε αναστατωμένοι, -ες | |
θα έχεις αναστατώσει θα έχεις αναστατωμένο | θα έχετε αναστατώσει θα έχετε αναστατωμένο | θα έχεις αναστατωθεί θα είσαι αναστατωμένος, -η | θα έχετε αναστατωθεί θα είστε αναστατωμένοι, -ες | ||
θα έχει αναστατώσει θα έχει αναστατωμένο | θα έχουν αναστατώσει θα έχουν αναστατωμένο | θα έχει αναστατωθεί θα είναι αναστατωμένος, -η, -ο | θα έχουν αναστατωθεί θα είναι αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναστατώνω | να αναστατώνουμε, να αναστατώνομε | να αναστατώνομαι | να αναστατωνόμαστε |
να αναστατώνεις | να αναστατώνετε | να αναστατώνεσαι | να αναστατώνεστε, να αναστατωνόσαστε | ||
να αναστατώνει | να αναστατώνουν(ε) | να αναστατώνεται | να αναστατώνονται | ||
Aorist | να αναστατώσω | να αναστατώσουμε, να αναστατώσομε | να αναστατωθώ | να αναστατωθούμε | |
να αναστατώσεις | να αναστατώσετε | να αναστατωθείς | να αναστατωθείτε | ||
να αναστατώσει | να αναστατώσουν(ε) | να αναστατωθεί | να αναστατωθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναστατώσει να έχω αναστατωμένο | να έχουμε αναστατώσει να έχουμε αναστατωμένο | να έχω αναστατωθεί να είμαι αναστατωμένος, -η | να έχουμε αναστατωθεί να είμαστε αναστατωμένοι, -ες | |
να έχεις αναστατώσει να έχεις αναστατωμένο | να έχετε αναστατώσει να έχετε αναστατωμένο | να έχεις αναστατωθεί να είσαι αναστατωμένος, -η | να έχετε αναστατωθεί να είστε αναστατωμένοι, -ες | ||
να έχει αναστατώσει να έχει αναστατωμένο | να έχουν αναστατώσει να έχουν αναστατωμένο | να έχει αναστατωθεί να είναι αναστατωμένος, -η, -ο | να έχουν αναστατωθεί να είναι αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | αναστάτωνε | αναστατώνετε | αναστατώνεστε | |
Aorist | αναστάτωσε | αναστατώσετε, αναστατώστε | αναστατώσου | αναστατωθείτε | |
Part izip | Pres | αναστατώνοντας | |||
Perf | έχοντας αναστατώσει, έχοντας αναστατωμένο | αναστατωμένος, -η, -ο | αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναστατώσει | αναστατωθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.