durcheinanderbringen
 Verb

μπλέκω Verb
(0)
αναστατώνω Verb
(0)
μπερδεύω Verb
(0)
ανακατεύω Verb
(0)
συγχέω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Und das alles, weil ein paar verspielte Träumer wie Peter Bailey sie durcheinanderbringen und ihnen Rosinen in die Köpfe setzen.Όλα επειδή μερικοί ονειροπόλοι σαν τον Πήτερ Μπέιλι... τους γεμίζουν τα κεφάλια με απίθανες ιδέες.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie wollen mich durcheinanderbringen, so wie Sie sie durcheinandergebracht haben.Προσπαθείς να με μπερδέψεις, όπως έκανες και με κείνη.

Übersetzung nicht bestätigt

Nein, du darfst das nicht alles durcheinanderbringen!Όχι, δεν πρέπει να συγχέεις τα πράγματα!

Übersetzung nicht bestätigt

Wir dürfen nicht zulassen, dass unglückliche Ereignisse wie diese... unsere normale Routine durcheinanderbringen. Kommt schon.Ελάτε.

Übersetzung nicht bestätigt

Lhr könnt nicht einfach anschwirren und den ganzen betrieb durcheinanderbringen.Σταθείτε! Ορμάτε μέσα, διαταράσσετε την επιχείρησή μας, αρχίζετε να σκάβετε την πρασιά μας.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναστατώνωαναστατώνουμε, αναστατώνομεαναστατώνομαιαναστατωνόμαστε
αναστατώνειςαναστατώνετεαναστατώνεσαιαναστατώνεστε, αναστατωνόσαστε
αναστατώνειαναστατώνουν(ε)αναστατώνεταιαναστατώνονται
Imper
fekt
αναστάτωνααναστατώναμεαναστατωνόμουν(α)αναστατωνόμαστε, αναστατωνόμασταν
αναστάτωνεςαναστατώνατεαναστατωνόσουν(α)αναστατωνόσαστε, αναστατωνόσασταν
αναστάτωνεαναστάτωναν, αναστατώναν(ε)αναστατωνόταν(ε)αναστατώνονταν, αναστατωνόντανε, αναστατωνόντουσαν
Aoristαναστάτωσααναστατώσαμεαναστατώθηκααναστατωθήκαμε
αναστάτωσεςαναστατώσατεαναστατώθηκεςαναστατωθήκατε
αναστάτωσεαναστάτωσαν, αναστατώσαν(ε)αναστατώθηκεαναστατώθηκαν, αναστατωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αναστατώσει
έχω αναστατωμένο
έχουμε αναστατώσει
έχουμε αναστατωμένο
έχω αναστατωθεί
είμαι αναστατωμένος, -η
έχουμε αναστατωθεί
είμαστε αναστατωμένοι, -ες
έχεις αναστατώσει
έχεις αναστατωμένο
έχετε αναστατώσει
έχετε αναστατωμένο
έχεις αναστατωθεί
είσαι αναστατωμένος, -η
έχετε αναστατωθεί
είστε αναστατωμένοι, -ες
έχει αναστατώσει
έχει αναστατωμένο
έχουν αναστατώσει
έχουν αναστατωμένο
έχει αναστατωθεί
είναι αναστατωμένος, -η, -ο
έχουν αναστατωθεί
είναι αναστατωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αναστατώσει
είχα αναστατωμένο
είχαμε αναστατώσει
είχαμε αναστατωμένο
είχα αναστατωθεί
ήμουν αναστατωμένος, -η
είχαμε αναστατωθεί
ήμαστε αναστατωμένοι, -ες
είχες αναστατώσει
είχες αναστατωμένο
είχατε αναστατώσει
είχατε αναστατωμένο
είχες αναστατωθεί
ήσουν αναστατωμένος, -η
είχατε αναστατωθεί
ήσαστε αναστατωμένοι, -ες
είχε αναστατώσει
είχε αναστατωμένο
είχαν αναστατώσει
είχαν αναστατωμένο
είχε αναστατωθεί
ήταν αναστατωμένος, -η, -ο
είχαν αναστατωθεί
ήταν αναστατωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναστατώνωθα αναστατώνουμε, θα αναστατώνομεθα αναστατώνομαιθα αναστατωνόμαστε
θα αναστατώνειςθα αναστατώνετεθα αναστατώνεσαιθα αναστατώνεστε, θα αναστατωνόσαστε
θα αναστατώνειθα αναστατώνουν(ε)θα αναστατώνεταιθα αναστατώνονται
Fut
ur
θα αναστατώσωθα αναστατώσουμε, θα αναστατώσομεθα αναστατωθώθα αναστατωθούμε
θα αναστατώσειςθα αναστατώσετεθα αναστατωθείςθα αναστατωθείτε
θα αναστατώσειθα αναστατώσουνθα αναστατωθείθα αναστατωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναστατώσει
θα έχω αναστατωμένο
θα έχουμε αναστατώσει
θα έχουμε αναστατωμένο
θα έχω αναστατωθεί
θα είμαι αναστατωμένος, -η
θα έχουμε αναστατωθεί
θα είμαστε αναστατωμένοι, -ες
θα έχεις αναστατώσει
θα έχεις αναστατωμένο
θα έχετε αναστατώσει
θα έχετε αναστατωμένο
θα έχεις αναστατωθεί
θα είσαι αναστατωμένος, -η
θα έχετε αναστατωθεί
θα είστε αναστατωμένοι, -ες
θα έχει αναστατώσει
θα έχει αναστατωμένο
θα έχουν αναστατώσει
θα έχουν αναστατωμένο
θα έχει αναστατωθεί
θα είναι αναστατωμένος, -η, -ο
θα έχουν αναστατωθεί
θα είναι αναστατωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναστατώνωνα αναστατώνουμε, να αναστατώνομενα αναστατώνομαινα αναστατωνόμαστε
να αναστατώνειςνα αναστατώνετενα αναστατώνεσαινα αναστατώνεστε, να αναστατωνόσαστε
να αναστατώνεινα αναστατώνουν(ε)να αναστατώνεταινα αναστατώνονται
Aoristνα αναστατώσωνα αναστατώσουμε, να αναστατώσομενα αναστατωθώνα αναστατωθούμε
να αναστατώσειςνα αναστατώσετενα αναστατωθείςνα αναστατωθείτε
να αναστατώσεινα αναστατώσουν(ε)να αναστατωθείνα αναστατωθούν(ε)
Perfνα έχω αναστατώσει
να έχω αναστατωμένο
να έχουμε αναστατώσει
να έχουμε αναστατωμένο
να έχω αναστατωθεί
να είμαι αναστατωμένος, -η
να έχουμε αναστατωθεί
να είμαστε αναστατωμένοι, -ες
να έχεις αναστατώσει
να έχεις αναστατωμένο
να έχετε αναστατώσει
να έχετε αναστατωμένο
να έχεις αναστατωθεί
να είσαι αναστατωμένος, -η
να έχετε αναστατωθεί
να είστε αναστατωμένοι, -ες
να έχει αναστατώσει
να έχει αναστατωμένο
να έχουν αναστατώσει
να έχουν αναστατωμένο
να έχει αναστατωθεί
να είναι αναστατωμένος, -η, -ο
να έχουν αναστατωθεί
να είναι αναστατωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαναστάτωνεαναστατώνετεαναστατώνεστε
Aoristαναστάτωσεαναστατώσετε, αναστατώστεαναστατώσουαναστατωθείτε
Part
izip
Presαναστατώνοντας
Perfέχοντας αναστατώσει, έχοντας αναστατωμένοαναστατωμένος, -η, -οαναστατωμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναστατώσειαναστατωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μπερδεύωμπερδεύουμε, μπερδεύομεμπερδεύομαιμπερδευόμαστε
μπερδεύειςμπερδεύετεμπερδεύεσαιμπερδεύεστε, μπερδευόσαστε
μπερδεύειμπερδεύουν(ε)μπερδεύεταιμπερδεύονται
Imper
fekt
μπέρδευαμπερδεύαμεμπερδευόμουν(α)μπερδευόμαστε, μπερδευόμασταν
μπέρδευεςμπερδεύατεμπερδευόσουν(α)μπερδευόσαστε, μπερδευόσασταν
μπέρδευεμπέρδευαν, μπερδεύαν(ε)μπερδευόταν(ε)μπερδεύονταν, μπερδευόντανε, μπερδευόντουσαν
Aoristμπέρδεψαμπερδέψαμεμπερδεύτηκαμπερδευτήκαμε
μπέρδεψεςμπερδέψατεμπερδεύτηκεςμπερδευτήκατε
μπέρδεψεμπέρδεψαν, μπερδέψαν(ε)μπερδεύτηκεμπερδεύτηκαν, μπερδευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μπερδέψει
έχω μπερδεμένο
έχουμε μπερδέψει
έχουμε μπερδεμένο
έχω μπερδευτεί
είμαι μπερδεμένος, -η
έχουμε μπερδευτεί
είμαστε μπερδεμένοι, -ες
έχεις μπερδέψει
έχεις μπερδεμένο
έχετε μπερδέψει
έχετε μπερδεμένο
έχεις μπερδευτεί
είσαι μπερδεμένος, -η
έχετε μπερδευτεί
είστε μπερδεμένοι, -ες
έχει μπερδέψει
έχει μπερδεμένο
έχουν μπερδέψει
έχουν μπερδεμένο
έχει μπερδευτεί
είναι μπερδεμένος, -η, -ο
έχουν μπερδευτεί
είναι μπερδεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα μπερδέψει
είχα μπερδεμένο
είχαμε μπερδέψει
είχαμε μπερδεμένο
είχα μπερδευτεί
ήμουν μπερδεμένος, -η
είχαμε μπερδευτεί
ήμαστε μπερδεμένοι, -ες
είχες μπερδέψει
είχες μπερδεμένο
είχατε μπερδέψει
είχατε μπερδεμένο
είχες μπερδευτεί
ήσουν μπερδεμένος, -η
είχατε μπερδευτεί
ήσαστε μπερδεμένοι, -ες
είχε μπερδέψει
είχε μπερδεμένο
είχαν μπερδέψει
είχαν μπερδεμένο
είχε μπερδευτεί
ήταν μπερδεμένος, -η, -ο
είχαν μπερδευτεί
ήταν μπερδεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μπερδεύωθα μπερδεύουμε, θα μπερδεύομεθα μπερδεύομαιθα μπερδευόμαστε
θα μπερδεύειςθα μπερδεύετεθα μπερδεύεσαιθα μπερδεύεστε, θα μπερδευόσαστε
θα μπερδεύειθα μπερδεύουν(ε)θα μπερδεύεταιθα μπερδεύονται
Fut
ur
θα μπερδέψωθα μπερδέψουμε, θα μπερδέψομεθα μπερδευτώθα μπερδευτούμε
θα μπερδέψειςθα μπερδέψετεθα μπερδευτείςθα μπερδευτείτε
θα μπερδέψειθα μπερδέψουν(ε)θα μπερδευτείθα μπερδευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μπερδέψει
θα έχω μπερδεμένο
θα έχουμε μπερδέψει
θα έχουμε μπερδεμένο
θα έχω μπερδευτεί
θα είμαι μπερδεμένος, -η
θα έχουμε μπερδευτεί
θα είμαστε μπερδεμένοι, -ες
θα έχεις μπερδέψει
θα έχεις μπερδεμένο
θα έχετε μπερδέψει
θα έχετε μπερδεμένο
θα έχεις μπερδευτεί
θα είσαι μπερδεμένος, -η
θα έχετε μπερδευτεί
θα είστε μπερδεμένοι, -ες
θα έχει μπερδέψει
θα έχει μπερδεμένο
θα έχουν μπερδέψει
θα έχουν μπερδεμένο
θα έχει μπερδευτεί
θα είναι μπερδεμένος, -η, -ο
θα έχουν μπερδευτεί
θα είναι μπερδεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μπερδεύωνα μπερδεύουμε, να μπερδεύομενα μπερδεύομαινα μπερδευόμαστε
να μπερδεύειςνα μπερδεύετενα μπερδεύεσαινα μπερδεύεστε, να μπερδευόσαστε
να μπερδεύεινα μπερδεύουν(ε)να μπερδεύεταινα μπερδεύονται
Aoristνα μπερδέψωνα μπερδέψουμε, να μπερδέψομενα μπερδευτώνα μπερδευτούμε
να μπερδέψειςνα μπερδέψετενα μπερδευτείςνα μπερδευτείτε
να μπερδέψεινα μπερδέψουν(ε)να μπερδευτείνα μπερδευτούν(ε)
Perfνα έχω μπερδέψει
να έχω μπερδεμένο
να έχουμε μπερδέψει
να έχουμε μπερδεμένο
να έχω μπερδευτεί
να είμαι μπερδεμένος, -η
να έχουμε μπερδευτεί
να είμαστε μπερδεμένοι, -ες
να έχεις μπερδέψει
να έχεις μπερδεμένο
να έχετε μπερδέψει
να έχετε μπερδεμένο
να έχεις μπερδευτεί
να είσαι μπερδεμένος, -η
να έχετε μπερδευτεί
να είστε μπερδεμένοι, -ες
να έχει μπερδέψει
να έχει μπερδεμένο
να έχουν μπερδέψει
να έχουν μπερδεμένο
να έχει μπερδευτεί
να είναι μπερδεμένος, -η, -ο
να έχουν μπερδευτεί
να είναι μπερδεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμπέρδευεμπερδεύετεμπερδεύεστε
Aoristμπέρδεψεμπερδέψτε, μπερδεύτεμπερδέψουμπερδευτείτε
Part
izip
Presμπερδεύοντας
Perfέχοντας μπερδέψει, έχοντας μπερδεμένομπερδεμένος, -η, -ομπερδεμένοι, -ες, -α
InfinAoristμπερδέψειμπερδευτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανακατεύωανακατεύουμε, ανακατεύομεανακατεύομαιανακατευόμαστε
ανακατεύειςανακατεύετεανακατεύεσαιανακατεύεστε, ανακατευόσαστε
ανακατεύειανακατεύουν(ε)ανακατεύεταιανακατεύονται
Imper
fekt
ανακάτευαανακατεύαμεανακατευόμουν(α)ανακατευόμαστε, ανακατευόμασταν
ανακάτευεςανακατεύατεανακατευόσουν(α)ανακατευόσαστε, ανακατευόσασταν
ανακάτευεανακάτευαν, ανακατεύαν(ε)ανακατευόταν(ε)ανακατεύονταν, ανακατευόντανε, ανακατευόντουσαν
Aoristανακάτεψαανακατέψαμεανακατεύτηκαανακατευτήκαμε
ανακάτεψεςανακατέψατεανακατεύτηκεςανακατευτήκατε
ανακάτεψεανακάτεψαν, ανακατέψαν(ε)ανακατεύτηκεανακατεύτηκαν, ανακατευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανακατέψει
έχω ανακατεμένο
έχουμε ανακατέψει
έχουμε ανακατεμένο
έχω ανακατευτεί
είμαι ανακατεμένος, -η
έχουμε ανακατευτεί
είμαστε ανακατεμένοι, -ες
έχεις ανακατέψει
έχεις ανακατεμένο
έχετε ανακατέψει
έχετε ανακατεμένο
έχεις ανακατευτεί
είσαι ανακατεμένος, -η
έχετε ανακατευτεί
είστε ανακατεμένοι, -ες
έχει ανακατέψει
έχει ανακατεμένο
έχουν ανακατέψει
έχουν ανακατεμένο
έχει ανακατευτεί
είναι ανακατεμένος, -η, -ο
έχουν ανακατευτεί
είναι ανακατεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ανακατέψει
είχα ανακατεμένο
είχαμε ανακατέψει
είχαμε ανακατεμένο
είχα ανακατευτεί
ήμουν ανακατεμένος, -η
είχαμε ανακατευτεί
ήμαστε ανακατεμένοι, -ες
είχες ανακατέψει
είχες ανακατεμένο
είχατε ανακατέψει
είχατε ανακατεμένο
είχες ανακατευτεί
ήσουν ανακατεμένος, -η
είχατε ανακατευτεί
ήσαστε ανακατεμένοι, -ες
είχε ανακατέψει
είχε ανακατεμένο
είχαν ανακατέψει
είχαν ανακατεμένο
είχε ανακατευτεί
ήταν ανακατεμένος, -η, -ο
είχαν ανακατευτεί
ήταν ανακατεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανακατεύωθα ανακατεύουμε, θα ανακατεύομεθα ανακατεύομαιθα ανακατευόμαστε
θα ανακατεύειςθα ανακατεύετεθα ανακατεύεσαιθα ανακατεύεστε, θα ανακατευόσαστε
θα ανακατεύειθα ανακατεύουν(ε)θα ανακατεύεταιθα ανακατεύονται
Fut
ur
θα ανακατέψωθα ανακατέψουμε, θα ανακατέψομεθα ανακατευτώθα ανακατευτούμε
θα ανακατέψειςθα ανακατέψετεθα ανακατευτείςθα ανακατευτείτε
θα ανακατέψειθα ανακατέψουν(ε)θα ανακατευτείθα ανακατευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανακατέψει
θα έχω ανακατεμένο
θα έχουμε ανακατέψει
θα έχουμε ανακατεμένο
θα έχω ανακατευτεί
θα είμαι ανακατεμένος, -η
θα έχουμε ανακατευτεί
θα είμαστε ανακατεμένοι, -ες
θα έχεις ανακατέψει
θα έχεις ανακατεμένο
θα έχετε ανακατέψει
θα έχετε ανακατεμένο
θα έχεις ανακατευτεί
θα είσαι ανακατεμένος, -η
θα έχετε ανακατευτεί
θα είστε ανακατεμένοι, -ες
θα έχει ανακατέψει
θα έχει ανακατεμένο
θα έχουν ανακατέψει
θα έχουν ανακατεμένο
θα έχει ανακατευτεί
θα είναι ανακατεμένος, -η, -ο
θα έχουν ανακατευτεί
θα είναι ανακατεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανακατεύωνα ανακατεύουμε, να ανακατεύομενα ανακατεύομαινα ανακατευόμαστε
να ανακατεύειςνα ανακατεύετενα ανακατεύεσαινα ανακατεύεστε, να ανακατευόσαστε
να ανακατεύεινα ανακατεύουν(ε)να ανακατεύεταινα ανακατεύονται
Aoristνα ανακατέψωνα ανακατέψουμε, να ανακατέψομενα ανακατευτώνα ανακατευτούμε
να ανακατέψειςνα ανακατέψετενα ανακατευτείςνα ανακατευτείτε
να ανακατέψεινα ανακατέψουν(ε)να ανακατευτείνα ανακατευτούν(ε)
Perfνα έχω ανακατέψει
να έχω ανακατεμένο
να έχουμε ανακατέψει
να έχουμε ανακατεμένο
να έχω ανακατευτεί
να είμαι ανακατεμένος, -η
να έχουμε ανακατευτεί
να είμαστε ανακατεμένοι, -ες
να έχεις ανακατέψει
να έχεις ανακατεμένο
να έχετε ανακατέψει
να έχετε ανακατεμένο
να έχεις ανακατευτεί
να είσαι ανακατεμένος, -η
να έχετε ανακατευτεί
να είστε ανακατεμένοι, -ες
να έχει ανακατέψει
να έχει ανακατεμένο
να έχουν ανακατέψει
να έχουν ανακατεμένο
να έχει ανακατευτεί
να είναι ανακατεμένος, -η, -ο
να έχουν ανακατευτεί
να είναι ανακατεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανακάτευεανακατεύετεανακατεύεστε
Aoristανακάτεψεανακατέψτε, ανακατεύτεανακατέψουανακατευτείτε
Part
izip
Presανακατεύοντας
Perfέχοντας ανακατέψει, έχοντας ανακατεμένοανακατεμένος, -η, -οανακατεμένοι, -ες, -α
InfinAoristανακατέψειανακατευτεί




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συγχέω, xino">χύνωσυγχέουμε, συγχέομεσυγχέομαισυγχεόμαστε
συγχέειςσυγχέετεσυγχέεσαισυγχέεστε, συγχεόσαστε
συγχέεισυγχέουν(ε)συγχέεταισυγχέονται
Imper
fekt
συνέχεασυγχέαμεσυγχεόμουν(α)συγχεόμαστε
συνέχεεςσυγχέατεσυγχεόσουν(α)συγχεόσαστε
συνέχεεσυνέχεαν, συγχέαν(ε)συγχεόταν(ε)συγχέονταν
Aoristσυνέχυσασυγχύσαμεσυγχύθηκασυγχυθήκαμε
συνέχυσεςσυγχύσατεσυγχύθηκεςσυγχυθήκατε
συνέχυσεσυνέχυσαν, συγχύσαν(ε)συγχύθηκεσυγχύθηκαν, συγχυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συγχύσει
έχω συγκεχυμένο
έχουμε συγχύσει
έχουμε συγκεχυμένο
έχω συγχυθεί
είμαι συγκεχυμένος, -η
έχουμε συγχυθεί
είμαστε συγκεχυμένοι, -ες
έχεις συγχύσει
έχεις συγκεχυμένο
έχετε συγχύσει
έχετε συγκεχυμένο
έχεις συγχυθεί
είσαι συγκεχυμένος, -η
έχετε συγχυθεί
είστε συγκεχυμένοι, -ες
έχει συγχύσει
έχει συγκεχυμένο
έχουν συγχύσει
έχουν συγκεχυμένο
έχει συγχυθεί
είναι συγκεχυμένος, -η, -ο
έχουν συγχυθεί
είναι συγκεχυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα συγχύσει
είχα συγκεχυμένο
είχαμε συγχύσει
είχαμε συγκεχυμένο
είχα συγχυθεί
ήμουν συγκεχυμένος, -η
είχαμε συγχυθεί
ήμαστε συγκεχυμένοι, -ες
είχες συγχύσει
είχες συγκεχυμένο
είχατε συγχύσει
είχατε συγκεχυμένο
είχες συγχυθεί
ήσουν συγκεχυμένος, -η
είχατε συγχυθεί
ήσαστε συγκεχυμένοι, -ες
είχε συγχύσει
είχε συγκεχυμένο
είχαν συγχύσει
είχαν συγκεχυμένο
είχε συγχυθεί
ήταν συγκεχυμένος, -η, -ο
είχαν συγχυθεί
ήταν συγκεχυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συγχέωθα συγχέουμεθα συγχέομαιθα συγχεόμαστε
θα συγχέειςθα συγχέετεθα συγχέεσαιθα συγχέεστε, θα συγχεόσαστε
θα συγχέειθα συγχέουνθα συγχέεταιθα συγχέονται
Fut
ur
θα συγχύσωθα συγχύσουμεθα συγχυθώθα συγχυθούμε
θα συγχύσειςθα συγχύσετεθα συγχυθείςθα συγχυθείτε
θα συγχύσειθα συγχύσουνθα συγχυθείθα συγχυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συγχύσει
θα έχω συγκεχυμένο
θα έχουμε συγχύσει
θα έχουμε συγκεχυμένο
θα έχω συγχυθεί
θα είμαι συγκεχυμένος, -η
θα έχουμε συγχυθεί
θα είμαστε συγκεχυμένοι, -ες
θα έχεις συγχύσει
θα έχεις συγκεχυμένο
θα έχετε συγχύσει
θα έχετε συγκεχυμένο
θα έχεις συγχυθεί
θα είσαι συγκεχυμένος, -η
θα έχετε συγχυθεί
θα είστε συγκεχυμένοι, -ες
θα έχει συγχύσει
θα έχει συγκεχυμένο
θα έχουν συγχύσει
θα έχουν συγκεχυμένο
θα έχει συγχυθεί
θα είναι συγκεχυμένος, -η, -ο
θα έχουν συγχυθεί
θα είναι συγκεχυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συγχέωνα συγχέουμενα συγχέομαινα συγχεόμαστε
να συγχέειςνα συγχέετενα συγχέεσαινα συγχέεστε, να συγχεόσαστε
να συγχέεινα συγχέουννα συγχέεταινα συγχέονται
Aoristνα συγχύσωνα συγχύσουμενα συγχυθώνα συγχυθούμε
να συγχύσειςνα συγχύσετενα συγχυθείςνα συγχυθείτε
να συγχύσεινα συγχύσουννα συγχυθείνα συγχυθούν(ε)
Perfνα έχω συγχύσει
να έχω συγκεχυμένο
να έχουμε συγχύσει
να έχουμε συγκεχυμένο
να έχω συγχυθεί
να είμαι συγκεχυμένος, -η
να έχουμε συγχυθεί
να είμαστε συγκεχυμένοι, -ες
να έχεις συγχύσει
να έχεις συγκεχυμένο
να έχετε συγχύσει
να έχετε συγκεχυμένο
να έχεις συγχυθεί
να είσαι συγκεχυμένος, -η
να έχετε συγχυθεί
να είστε συγκεχυμένοι, -ες
να έχει συγχύσει
να έχει συγκεχυμένο
να έχουν συγχύσει
να έχουν συγκεχυμένο
να έχει συγχυθεί
να είναι συγκεχυμένος, -η, -ο
να έχουν συγχυθεί
να είναι συγκεχυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυγχέεσυγχέετεσυγχέεστε
Aoristσυγχύσεσυγχύσετε, συγχύστεσυγχύσουσυγχυθείτε
Part
izip
Presσυγχέονταςσυγχεόμενος
Perfέχοντας συγχύσει, έχοντας συγκεχυμένο(συγκεχυμένος, -η, -ο)(συγκεχυμένοι, -ες, -α)
InfinAoristσυγχύσεισυγχυθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback