μπλέκω Verb (0) |
αναστατώνω Verb (0) |
μπερδεύω Verb (0) |
ανακατεύω Verb (0) |
συγχέω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Und das alles, weil ein paar verspielte Träumer wie Peter Bailey sie durcheinanderbringen und ihnen Rosinen in die Köpfe setzen. | Όλα επειδή μερικοί ονειροπόλοι σαν τον Πήτερ Μπέιλι... τους γεμίζουν τα κεφάλια με απίθανες ιδέες. Übersetzung nicht bestätigt |
Sie wollen mich durcheinanderbringen, so wie Sie sie durcheinandergebracht haben. | Προσπαθείς να με μπερδέψεις, όπως έκανες και με κείνη. Übersetzung nicht bestätigt |
Nein, du darfst das nicht alles durcheinanderbringen! | Όχι, δεν πρέπει να συγχέεις τα πράγματα! Übersetzung nicht bestätigt |
Wir dürfen nicht zulassen, dass unglückliche Ereignisse wie diese... unsere normale Routine durcheinanderbringen. Kommt schon. | Ελάτε. Übersetzung nicht bestätigt |
Lhr könnt nicht einfach anschwirren und den ganzen betrieb durcheinanderbringen. | Σταθείτε! Ορμάτε μέσα, διαταράσσετε την επιχείρησή μας, αρχίζετε να σκάβετε την πρασιά μας. Übersetzung nicht bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναστατώνω | αναστατώνουμε, αναστατώνομε | αναστατώνομαι | αναστατωνόμαστε |
αναστατώνεις | αναστατώνετε | αναστατώνεσαι | αναστατώνεστε, αναστατωνόσαστε | ||
αναστατώνει | αναστατώνουν(ε) | αναστατώνεται | αναστατώνονται | ||
Imper fekt | αναστάτωνα | αναστατώναμε | αναστατωνόμουν(α) | αναστατωνόμαστε, αναστατωνόμασταν | |
αναστάτωνες | αναστατώνατε | αναστατωνόσουν(α) | αναστατωνόσαστε, αναστατωνόσασταν | ||
αναστάτωνε | αναστάτωναν, αναστατώναν(ε) | αναστατωνόταν(ε) | αναστατώνονταν, αναστατωνόντανε, αναστατωνόντουσαν | ||
Aorist | αναστάτωσα | αναστατώσαμε | αναστατώθηκα | αναστατωθήκαμε | |
αναστάτωσες | αναστατώσατε | αναστατώθηκες | αναστατωθήκατε | ||
αναστάτωσε | αναστάτωσαν, αναστατώσαν(ε) | αναστατώθηκε | αναστατώθηκαν, αναστατωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναστατώσει έχω αναστατωμένο | έχουμε αναστατώσει έχουμε αναστατωμένο | έχω αναστατωθεί είμαι αναστατωμένος, -η | έχουμε αναστατωθεί είμαστε αναστατωμένοι, -ες | |
έχεις αναστατώσει έχεις αναστατωμένο | έχετε αναστατώσει έχετε αναστατωμένο | έχεις αναστατωθεί είσαι αναστατωμένος, -η | έχετε αναστατωθεί είστε αναστατωμένοι, -ες | ||
έχει αναστατώσει έχει αναστατωμένο | έχουν αναστατώσει έχουν αναστατωμένο | έχει αναστατωθεί είναι αναστατωμένος, -η, -ο | έχουν αναστατωθεί είναι αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αναστατώσει είχα αναστατωμένο | είχαμε αναστατώσει είχαμε αναστατωμένο | είχα αναστατωθεί ήμουν αναστατωμένος, -η | είχαμε αναστατωθεί ήμαστε αναστατωμένοι, -ες | |
είχες αναστατώσει είχες αναστατωμένο | είχατε αναστατώσει είχατε αναστατωμένο | είχες αναστατωθεί ήσουν αναστατωμένος, -η | είχατε αναστατωθεί ήσαστε αναστατωμένοι, -ες | ||
είχε αναστατώσει είχε αναστατωμένο | είχαν αναστατώσει είχαν αναστατωμένο | είχε αναστατωθεί ήταν αναστατωμένος, -η, -ο | είχαν αναστατωθεί ήταν αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναστατώνω | θα αναστατώνουμε, θα αναστατώνομε | θα αναστατώνομαι | θα αναστατωνόμαστε | |
θα αναστατώνεις | θα αναστατώνετε | θα αναστατώνεσαι | θα αναστατώνεστε, θα αναστατωνόσαστε | ||
θα αναστατώνει | θα αναστατώνουν(ε) | θα αναστατώνεται | θα αναστατώνονται | ||
Fut ur | θα αναστατώσω | θα αναστατώσουμε, θα αναστατώσομε | θα αναστατωθώ | θα αναστατωθούμε | |
θα αναστατώσεις | θα αναστατώσετε | θα αναστατωθείς | θα αναστατωθείτε | ||
θα αναστατώσει | θα αναστατώσουν | θα αναστατωθεί | θα αναστατωθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναστατώσει θα έχω αναστατωμένο | θα έχουμε αναστατώσει θα έχουμε αναστατωμένο | θα έχω αναστατωθεί θα είμαι αναστατωμένος, -η | θα έχουμε αναστατωθεί θα είμαστε αναστατωμένοι, -ες | |
θα έχεις αναστατώσει θα έχεις αναστατωμένο | θα έχετε αναστατώσει θα έχετε αναστατωμένο | θα έχεις αναστατωθεί θα είσαι αναστατωμένος, -η | θα έχετε αναστατωθεί θα είστε αναστατωμένοι, -ες | ||
θα έχει αναστατώσει θα έχει αναστατωμένο | θα έχουν αναστατώσει θα έχουν αναστατωμένο | θα έχει αναστατωθεί θα είναι αναστατωμένος, -η, -ο | θα έχουν αναστατωθεί θα είναι αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναστατώνω | να αναστατώνουμε, να αναστατώνομε | να αναστατώνομαι | να αναστατωνόμαστε |
να αναστατώνεις | να αναστατώνετε | να αναστατώνεσαι | να αναστατώνεστε, να αναστατωνόσαστε | ||
να αναστατώνει | να αναστατώνουν(ε) | να αναστατώνεται | να αναστατώνονται | ||
Aorist | να αναστατώσω | να αναστατώσουμε, να αναστατώσομε | να αναστατωθώ | να αναστατωθούμε | |
να αναστατώσεις | να αναστατώσετε | να αναστατωθείς | να αναστατωθείτε | ||
να αναστατώσει | να αναστατώσουν(ε) | να αναστατωθεί | να αναστατωθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναστατώσει να έχω αναστατωμένο | να έχουμε αναστατώσει να έχουμε αναστατωμένο | να έχω αναστατωθεί να είμαι αναστατωμένος, -η | να έχουμε αναστατωθεί να είμαστε αναστατωμένοι, -ες | |
να έχεις αναστατώσει να έχεις αναστατωμένο | να έχετε αναστατώσει να έχετε αναστατωμένο | να έχεις αναστατωθεί να είσαι αναστατωμένος, -η | να έχετε αναστατωθεί να είστε αναστατωμένοι, -ες | ||
να έχει αναστατώσει να έχει αναστατωμένο | να έχουν αναστατώσει να έχουν αναστατωμένο | να έχει αναστατωθεί να είναι αναστατωμένος, -η, -ο | να έχουν αναστατωθεί να είναι αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | αναστάτωνε | αναστατώνετε | αναστατώνεστε | |
Aorist | αναστάτωσε | αναστατώσετε, αναστατώστε | αναστατώσου | αναστατωθείτε | |
Part izip | Pres | αναστατώνοντας | |||
Perf | έχοντας αναστατώσει, έχοντας αναστατωμένο | αναστατωμένος, -η, -ο | αναστατωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναστατώσει | αναστατωθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | μπερδεύω | μπερδεύουμε, μπερδεύομε | μπερδεύομαι | μπερδευόμαστε |
μπερδεύεις | μπερδεύετε | μπερδεύεσαι | μπερδεύεστε, μπερδευόσαστε | ||
μπερδεύει | μπερδεύουν(ε) | μπερδεύεται | μπερδεύονται | ||
Imper fekt | μπέρδευα | μπερδεύαμε | μπερδευόμουν(α) | μπερδευόμαστε, μπερδευόμασταν | |
μπέρδευες | μπερδεύατε | μπερδευόσουν(α) | μπερδευόσαστε, μπερδευόσασταν | ||
μπέρδευε | μπέρδευαν, μπερδεύαν(ε) | μπερδευόταν(ε) | μπερδεύονταν, μπερδευόντανε, μπερδευόντουσαν | ||
Aorist | μπέρδεψα | μπερδέψαμε | μπερδεύτηκα | μπερδευτήκαμε | |
μπέρδεψες | μπερδέψατε | μπερδεύτηκες | μπερδευτήκατε | ||
μπέρδεψε | μπέρδεψαν, μπερδέψαν(ε) | μπερδεύτηκε | μπερδεύτηκαν, μπερδευτήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα μπερδεύω | θα μπερδεύουμε, | θα μπερδεύομαι | θα μπερδευόμαστε | |
θα μπερδεύεις | θα μπερδεύετε | θα μπερδεύεσαι | θα μπερδεύεστε, | ||
θα μπερδεύει | θα μπερδεύουν(ε) | θα μπερδεύεται | θα μπερδεύονται | ||
Fut ur | θα μπερδέψω | θα μπερδέψουμε, | θα μπερδευτώ | θα μπερδευτούμε | |
θα μπερδέψεις | θα μπερδέψετε | θα μπερδευτείς | θα μπερδευτείτε | ||
θα μπερδέψει | θα μπερδέψουν(ε) | θα μπερδευτεί | θα μπερδευτούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να μπερδεύω | να μπερδεύουμε, | να μπερδεύομαι | να μπερδευόμαστε |
να μπερδεύεις | να μπερδεύετε | να μπερδεύεσαι | να μπερδεύεστε, | ||
να μπερδεύει | να μπερδεύουν(ε) | να μπερδεύεται | να μπερδεύονται | ||
Aorist | να μπερδέψω | να μπερδέψουμε, | να μπερδευτώ | να μπερδευτούμε | |
να μπερδέψεις | να μπερδέψετε | να μπερδευτείς | να μπερδευτείτε | ||
να μπερδέψει | να μπερδέψουν(ε) | να μπερδευτεί | να μπερδευτούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | μπέρδευε | μπερδεύετε | μπερδεύεστε | |
Aorist | μπέρδεψε | μπερδέψτε, μπερδεύτε | μπερδέψου | μπερδευτείτε | |
Part izip | Pres | μπερδεύοντας | |||
Perf | έχοντας μπερδέψει, | μπερδεμένος, -η, -ο | μπερδεμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | μπερδέψει | μπερδευτεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανακατεύω | ανακατεύουμε, ανακατεύομε | ανακατεύομαι | ανακατευόμαστε |
ανακατεύεις | ανακατεύετε | ανακατεύεσαι | ανακατεύεστε, ανακατευόσαστε | ||
ανακατεύει | ανακατεύουν(ε) | ανακατεύεται | ανακατεύονται | ||
Imper fekt | ανακάτευα | ανακατεύαμε | ανακατευόμουν(α) | ανακατευόμαστε, ανακατευόμασταν | |
ανακάτευες | ανακατεύατε | ανακατευόσουν(α) | ανακατευόσαστε, ανακατευόσασταν | ||
ανακάτευε | ανακάτευαν, ανακατεύαν(ε) | ανακατευόταν(ε) | ανακατεύονταν, ανακατευόντανε, ανακατευόντουσαν | ||
Aorist | ανακάτεψα | ανακατέψαμε | ανακατεύτηκα | ανακατευτήκαμε | |
ανακάτεψες | ανακατέψατε | ανακατεύτηκες | ανακατευτήκατε | ||
ανακάτεψε | ανακάτεψαν, ανακατέψαν(ε) | ανακατεύτηκε | ανακατεύτηκαν, ανακατευτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ανακατέψει έχω ανακατεμένο | έχουμε ανακατέψει έχουμε ανακατεμένο | έχω ανακατευτεί είμαι ανακατεμένος, -η | έχουμε ανακατευτεί είμαστε ανακατεμένοι, -ες | |
έχεις ανακατέψει έχεις ανακατεμένο | έχετε ανακατέψει έχετε ανακατεμένο | έχεις ανακατευτεί είσαι ανακατεμένος, -η | έχετε ανακατευτεί είστε ανακατεμένοι, -ες | ||
έχει ανακατέψει έχει ανακατεμένο | έχουν ανακατέψει έχουν ανακατεμένο | έχει ανακατευτεί είναι ανακατεμένος, -η, -ο | έχουν ανακατευτεί είναι ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ανακατέψει είχα ανακατεμένο | είχαμε ανακατέψει είχαμε ανακατεμένο | είχα ανακατευτεί ήμουν ανακατεμένος, -η | είχαμε ανακατευτεί ήμαστε ανακατεμένοι, -ες | |
είχες ανακατέψει είχες ανακατεμένο | είχατε ανακατέψει είχατε ανακατεμένο | είχες ανακατευτεί ήσουν ανακατεμένος, -η | είχατε ανακατευτεί ήσαστε ανακατεμένοι, -ες | ||
είχε ανακατέψει είχε ανακατεμένο | είχαν ανακατέψει είχαν ανακατεμένο | είχε ανακατευτεί ήταν ανακατεμένος, -η, -ο | είχαν ανακατευτεί ήταν ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανακατεύω | θα ανακατεύουμε, θα ανακατεύομε | θα ανακατεύομαι | θα ανακατευόμαστε | |
θα ανακατεύεις | θα ανακατεύετε | θα ανακατεύεσαι | θα ανακατεύεστε, θα ανακατευόσαστε | ||
θα ανακατεύει | θα ανακατεύουν(ε) | θα ανακατεύεται | θα ανακατεύονται | ||
Fut ur | θα ανακατέψω | θα ανακατέψουμε, θα ανακατέψομε | θα ανακατευτώ | θα ανακατευτούμε | |
θα ανακατέψεις | θα ανακατέψετε | θα ανακατευτείς | θα ανακατευτείτε | ||
θα ανακατέψει | θα ανακατέψουν(ε) | θα ανακατευτεί | θα ανακατευτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ανακατέψει θα έχω ανακατεμένο | θα έχουμε ανακατέψει θα έχουμε ανακατεμένο | θα έχω ανακατευτεί θα είμαι ανακατεμένος, -η | θα έχουμε ανακατευτεί θα είμαστε ανακατεμένοι, -ες | |
θα έχεις ανακατέψει θα έχεις ανακατεμένο | θα έχετε ανακατέψει θα έχετε ανακατεμένο | θα έχεις ανακατευτεί θα είσαι ανακατεμένος, -η | θα έχετε ανακατευτεί θα είστε ανακατεμένοι, -ες | ||
θα έχει ανακατέψει θα έχει ανακατεμένο | θα έχουν ανακατέψει θα έχουν ανακατεμένο | θα έχει ανακατευτεί θα είναι ανακατεμένος, -η, -ο | θα έχουν ανακατευτεί θα είναι ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανακατεύω | να ανακατεύουμε, να ανακατεύομε | να ανακατεύομαι | να ανακατευόμαστε |
να ανακατεύεις | να ανακατεύετε | να ανακατεύεσαι | να ανακατεύεστε, να ανακατευόσαστε | ||
να ανακατεύει | να ανακατεύουν(ε) | να ανακατεύεται | να ανακατεύονται | ||
Aorist | να ανακατέψω | να ανακατέψουμε, να ανακατέψομε | να ανακατευτώ | να ανακατευτούμε | |
να ανακατέψεις | να ανακατέψετε | να ανακατευτείς | να ανακατευτείτε | ||
να ανακατέψει | να ανακατέψουν(ε) | να ανακατευτεί | να ανακατευτούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανακατέψει να έχω ανακατεμένο | να έχουμε ανακατέψει να έχουμε ανακατεμένο | να έχω ανακατευτεί να είμαι ανακατεμένος, -η | να έχουμε ανακατευτεί να είμαστε ανακατεμένοι, -ες | |
να έχεις ανακατέψει να έχεις ανακατεμένο | να έχετε ανακατέψει να έχετε ανακατεμένο | να έχεις ανακατευτεί να είσαι ανακατεμένος, -η | να έχετε ανακατευτεί να είστε ανακατεμένοι, -ες | ||
να έχει ανακατέψει να έχει ανακατεμένο | να έχουν ανακατέψει να έχουν ανακατεμένο | να έχει ανακατευτεί να είναι ανακατεμένος, -η, -ο | να έχουν ανακατευτεί να είναι ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανακάτευε | ανακατεύετε | ανακατεύεστε | |
Aorist | ανακάτεψε | ανακατέψτε, ανακατεύτε | ανακατέψου | ανακατευτείτε | |
Part izip | Pres | ανακατεύοντας | |||
Perf | έχοντας ανακατέψει, έχοντας ανακατεμένο | ανακατεμένος, -η, -ο | ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακατέψει | ανακατευτεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συγχέω, xino">χύνω | συγχέουμε, συγχέομε | συγχέομαι | συγχεόμαστε |
συγχέεις | συγχέετε | συγχέεσαι | συγχέεστε, συγχεόσαστε | ||
συγχέει | συγχέουν(ε) | συγχέεται | συγχέονται | ||
Imper fekt | συνέχεα | συγχέαμε | συγχεόμουν(α) | συγχεόμαστε | |
συνέχεες | συγχέατε | συγχεόσουν(α) | συγχεόσαστε | ||
συνέχεε | συνέχεαν, συγχέαν(ε) | συγχεόταν(ε) | συγχέονταν | ||
Aorist | συνέχυσα | συγχύσαμε | συγχύθηκα | συγχυθήκαμε | |
συνέχυσες | συγχύσατε | συγχύθηκες | συγχυθήκατε | ||
συνέχυσε | συνέχυσαν, συγχύσαν(ε) | συγχύθηκε | συγχύθηκαν, συγχυθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συγχέω | θα συγχέουμε | θα συγχέομαι | θα συγχεόμαστε | |
θα συγχέεις | θα συγχέετε | θα συγχέεσαι | θα συγχέεστε, | ||
θα συγχέει | θα συγχέουν | θα συγχέεται | θα συγχέονται | ||
Fut ur | θα συγχύσω | θα συγχύσουμε | θα συγχυθώ | θα συγχυθούμε | |
θα συγχύσεις | θα συγχύσετε | θα συγχυθείς | θα συγχυθείτε | ||
θα συγχύσει | θα συγχύσουν | θα συγχυθεί | θα συγχυθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συγχέω | να συγχέουμε | να συγχέομαι | να συγχεόμαστε |
να συγχέεις | να συγχέετε | να συγχέεσαι | να συγχέεστε, | ||
να συγχέει | να συγχέουν | να συγχέεται | να συγχέονται | ||
Aorist | να συγχύσω | να συγχύσουμε | να συγχυθώ | να συγχυθούμε | |
να συγχύσεις | να συγχύσετε | να συγχυθείς | να συγχυθείτε | ||
να συγχύσει | να συγχύσουν | να συγχυθεί | να συγχυθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις συγχύσει να έχεις συγκεχυμένο | να έχετε συγχύσει να έχετε συγκεχυμένο | να έχεις συγχυθεί να είσαι συγκεχυμένος, -η | να έχετε συγχυθεί να είστε συγκεχυμένοι, -ες | ||
να έχει συγχύσει να έχει συγκεχυμένο | να έχουν συγχύσει να έχουν συγκεχυμένο | να έχει συγχυθεί να είναι συγκεχυμένος, -η, -ο | να έχουν συγχυθεί να είναι συγκεχυμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | συγχέε | συγχέετε | συγχέεστε | |
Aorist | συγχύσε | συγχύσετε, συγχύστε | συγχύσου | συγχυθείτε | |
Part izip | Pres | συγχέοντας | συγχεόμενος | ||
Perf | έχοντας συγχύσει, έχοντας συγκεχυμένο | (συγκεχυμένος, -η, -ο) | (συγκεχυμένοι, -ες, -α) | ||
Infin | Aorist | συγχύσει | συγχυθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.