συγχέω altgriechisch συγχέω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συγχέω, xino">χύνω | συγχέουμε, συγχέομε | συγχέομαι | συγχεόμαστε |
συγχέεις | συγχέετε | συγχέεσαι | συγχέεστε, συγχεόσαστε | ||
συγχέει | συγχέουν(ε) | συγχέεται | συγχέονται | ||
Imper fekt | συνέχεα | συγχέαμε | συγχεόμουν(α) | συγχεόμαστε | |
συνέχεες | συγχέατε | συγχεόσουν(α) | συγχεόσαστε | ||
συνέχεε | συνέχεαν, συγχέαν(ε) | συγχεόταν(ε) | συγχέονταν | ||
Aorist | συνέχυσα | συγχύσαμε | συγχύθηκα | συγχυθήκαμε | |
συνέχυσες | συγχύσατε | συγχύθηκες | συγχυθήκατε | ||
συνέχυσε | συνέχυσαν, συγχύσαν(ε) | συγχύθηκε | συγχύθηκαν, συγχυθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συγχέω | θα συγχέουμε | θα συγχέομαι | θα συγχεόμαστε | |
θα συγχέεις | θα συγχέετε | θα συγχέεσαι | θα συγχέεστε, | ||
θα συγχέει | θα συγχέουν | θα συγχέεται | θα συγχέονται | ||
Fut ur | θα συγχύσω | θα συγχύσουμε | θα συγχυθώ | θα συγχυθούμε | |
θα συγχύσεις | θα συγχύσετε | θα συγχυθείς | θα συγχυθείτε | ||
θα συγχύσει | θα συγχύσουν | θα συγχυθεί | θα συγχυθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συγχέω | να συγχέουμε | να συγχέομαι | να συγχεόμαστε |
να συγχέεις | να συγχέετε | να συγχέεσαι | να συγχέεστε, | ||
να συγχέει | να συγχέουν | να συγχέεται | να συγχέονται | ||
Aorist | να συγχύσω | να συγχύσουμε | να συγχυθώ | να συγχυθούμε | |
να συγχύσεις | να συγχύσετε | να συγχυθείς | να συγχυθείτε | ||
να συγχύσει | να συγχύσουν | να συγχυθεί | να συγχυθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις συγχύσει να έχεις συγκεχυμένο | να έχετε συγχύσει να έχετε συγκεχυμένο | να έχεις συγχυθεί να είσαι συγκεχυμένος, -η | να έχετε συγχυθεί να είστε συγκεχυμένοι, -ες | ||
να έχει συγχύσει να έχει συγκεχυμένο | να έχουν συγχύσει να έχουν συγκεχυμένο | να έχει συγχυθεί να είναι συγκεχυμένος, -η, -ο | να έχουν συγχυθεί να είναι συγκεχυμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | συγχέε | συγχέετε | συγχέεστε | |
Aorist | συγχύσε | συγχύσετε, συγχύστε | συγχύσου | συγχυθείτε | |
Part izip | Pres | συγχέοντας | συγχεόμενος | ||
Perf | έχοντας συγχύσει, έχοντας συγκεχυμένο | (συγκεχυμένος, -η, -ο) | (συγκεχυμένοι, -ες, -α) | ||
Infin | Aorist | συγχύσει | συγχυθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verwechsle | ||
du | verwechselst | |||
er, sie, es | verwechselt | |||
Präteritum | ich | verwechselte | ||
Konjunktiv II | ich | verwechselte | ||
Imperativ | Singular | verwechsle! | ||
Plural | verwechselt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verwechselt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verwechseln |
συγχέω [sinxéo] -ομαι Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. συνέχεα, αόρ. σύγχυσα, απαρέμφ. συγχύσει, παθ. αόρ. συγχύθηκα, απαρέμφ. συγχυθεί, μππ. συγκεχυμένος* : δεν έχω σαφή εικόνα ή αντίληψη για κπ. ή για κτ. και δεν μπορώ να τον διακρίνω από κπ. άλλον ή από κτ. άλλο που είναι συναφές, τον / το μπερδεύω με κπ. ή με κτ. άλλο: Tον συγχέω με τον αδελφό του, γιατί μοιάζουν πολύ. Δεν έχω καλή μνήμη, συγχέω εύκολα ονόματα και χρονολογίες. Συχνά συγχέεται η σημασία των λέξεων. Mη συγχέεις τα πράγματα, αλλιώς αντιμετωπίζεται η μία κατάσταση και αλλιώς η άλλη. || δεν μπορώ να διακρίνω το υλικό ή νοητό σημείο όπου τελειώνει κτ. και αρχίζει κτ. άλλο: Στο όνειρο συγχέονται τα όρια του πραγματικού και του φανταστικού.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.