verwechseln
 Verb

μπερδεύω Verb
(1)
συγχέω Verb
(0)
παραγνωρίζομαι Verb
(0)
παραγνωρίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Dich kann ich nicht verwechseln.Εσένα δεν σε μπερδεύω.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μπερδεύωμπερδεύουμε, μπερδεύομεμπερδεύομαιμπερδευόμαστε
μπερδεύειςμπερδεύετεμπερδεύεσαιμπερδεύεστε, μπερδευόσαστε
μπερδεύειμπερδεύουν(ε)μπερδεύεταιμπερδεύονται
Imper
fekt
μπέρδευαμπερδεύαμεμπερδευόμουν(α)μπερδευόμαστε, μπερδευόμασταν
μπέρδευεςμπερδεύατεμπερδευόσουν(α)μπερδευόσαστε, μπερδευόσασταν
μπέρδευεμπέρδευαν, μπερδεύαν(ε)μπερδευόταν(ε)μπερδεύονταν, μπερδευόντανε, μπερδευόντουσαν
Aoristμπέρδεψαμπερδέψαμεμπερδεύτηκαμπερδευτήκαμε
μπέρδεψεςμπερδέψατεμπερδεύτηκεςμπερδευτήκατε
μπέρδεψεμπέρδεψαν, μπερδέψαν(ε)μπερδεύτηκεμπερδεύτηκαν, μπερδευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μπερδέψει
έχω μπερδεμένο
έχουμε μπερδέψει
έχουμε μπερδεμένο
έχω μπερδευτεί
είμαι μπερδεμένος, -η
έχουμε μπερδευτεί
είμαστε μπερδεμένοι, -ες
έχεις μπερδέψει
έχεις μπερδεμένο
έχετε μπερδέψει
έχετε μπερδεμένο
έχεις μπερδευτεί
είσαι μπερδεμένος, -η
έχετε μπερδευτεί
είστε μπερδεμένοι, -ες
έχει μπερδέψει
έχει μπερδεμένο
έχουν μπερδέψει
έχουν μπερδεμένο
έχει μπερδευτεί
είναι μπερδεμένος, -η, -ο
έχουν μπερδευτεί
είναι μπερδεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα μπερδέψει
είχα μπερδεμένο
είχαμε μπερδέψει
είχαμε μπερδεμένο
είχα μπερδευτεί
ήμουν μπερδεμένος, -η
είχαμε μπερδευτεί
ήμαστε μπερδεμένοι, -ες
είχες μπερδέψει
είχες μπερδεμένο
είχατε μπερδέψει
είχατε μπερδεμένο
είχες μπερδευτεί
ήσουν μπερδεμένος, -η
είχατε μπερδευτεί
ήσαστε μπερδεμένοι, -ες
είχε μπερδέψει
είχε μπερδεμένο
είχαν μπερδέψει
είχαν μπερδεμένο
είχε μπερδευτεί
ήταν μπερδεμένος, -η, -ο
είχαν μπερδευτεί
ήταν μπερδεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μπερδεύωθα μπερδεύουμε, θα μπερδεύομεθα μπερδεύομαιθα μπερδευόμαστε
θα μπερδεύειςθα μπερδεύετεθα μπερδεύεσαιθα μπερδεύεστε, θα μπερδευόσαστε
θα μπερδεύειθα μπερδεύουν(ε)θα μπερδεύεταιθα μπερδεύονται
Fut
ur
θα μπερδέψωθα μπερδέψουμε, θα μπερδέψομεθα μπερδευτώθα μπερδευτούμε
θα μπερδέψειςθα μπερδέψετεθα μπερδευτείςθα μπερδευτείτε
θα μπερδέψειθα μπερδέψουν(ε)θα μπερδευτείθα μπερδευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μπερδέψει
θα έχω μπερδεμένο
θα έχουμε μπερδέψει
θα έχουμε μπερδεμένο
θα έχω μπερδευτεί
θα είμαι μπερδεμένος, -η
θα έχουμε μπερδευτεί
θα είμαστε μπερδεμένοι, -ες
θα έχεις μπερδέψει
θα έχεις μπερδεμένο
θα έχετε μπερδέψει
θα έχετε μπερδεμένο
θα έχεις μπερδευτεί
θα είσαι μπερδεμένος, -η
θα έχετε μπερδευτεί
θα είστε μπερδεμένοι, -ες
θα έχει μπερδέψει
θα έχει μπερδεμένο
θα έχουν μπερδέψει
θα έχουν μπερδεμένο
θα έχει μπερδευτεί
θα είναι μπερδεμένος, -η, -ο
θα έχουν μπερδευτεί
θα είναι μπερδεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μπερδεύωνα μπερδεύουμε, να μπερδεύομενα μπερδεύομαινα μπερδευόμαστε
να μπερδεύειςνα μπερδεύετενα μπερδεύεσαινα μπερδεύεστε, να μπερδευόσαστε
να μπερδεύεινα μπερδεύουν(ε)να μπερδεύεταινα μπερδεύονται
Aoristνα μπερδέψωνα μπερδέψουμε, να μπερδέψομενα μπερδευτώνα μπερδευτούμε
να μπερδέψειςνα μπερδέψετενα μπερδευτείςνα μπερδευτείτε
να μπερδέψεινα μπερδέψουν(ε)να μπερδευτείνα μπερδευτούν(ε)
Perfνα έχω μπερδέψει
να έχω μπερδεμένο
να έχουμε μπερδέψει
να έχουμε μπερδεμένο
να έχω μπερδευτεί
να είμαι μπερδεμένος, -η
να έχουμε μπερδευτεί
να είμαστε μπερδεμένοι, -ες
να έχεις μπερδέψει
να έχεις μπερδεμένο
να έχετε μπερδέψει
να έχετε μπερδεμένο
να έχεις μπερδευτεί
να είσαι μπερδεμένος, -η
να έχετε μπερδευτεί
να είστε μπερδεμένοι, -ες
να έχει μπερδέψει
να έχει μπερδεμένο
να έχουν μπερδέψει
να έχουν μπερδεμένο
να έχει μπερδευτεί
να είναι μπερδεμένος, -η, -ο
να έχουν μπερδευτεί
να είναι μπερδεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμπέρδευεμπερδεύετεμπερδεύεστε
Aoristμπέρδεψεμπερδέψτε, μπερδεύτεμπερδέψουμπερδευτείτε
Part
izip
Presμπερδεύοντας
Perfέχοντας μπερδέψει, έχοντας μπερδεμένομπερδεμένος, -η, -ομπερδεμένοι, -ες, -α
InfinAoristμπερδέψειμπερδευτεί




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συγχέω, xino">χύνωσυγχέουμε, συγχέομεσυγχέομαισυγχεόμαστε
συγχέειςσυγχέετεσυγχέεσαισυγχέεστε, συγχεόσαστε
συγχέεισυγχέουν(ε)συγχέεταισυγχέονται
Imper
fekt
συνέχεασυγχέαμεσυγχεόμουν(α)συγχεόμαστε
συνέχεεςσυγχέατεσυγχεόσουν(α)συγχεόσαστε
συνέχεεσυνέχεαν, συγχέαν(ε)συγχεόταν(ε)συγχέονταν
Aoristσυνέχυσασυγχύσαμεσυγχύθηκασυγχυθήκαμε
συνέχυσεςσυγχύσατεσυγχύθηκεςσυγχυθήκατε
συνέχυσεσυνέχυσαν, συγχύσαν(ε)συγχύθηκεσυγχύθηκαν, συγχυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συγχύσει
έχω συγκεχυμένο
έχουμε συγχύσει
έχουμε συγκεχυμένο
έχω συγχυθεί
είμαι συγκεχυμένος, -η
έχουμε συγχυθεί
είμαστε συγκεχυμένοι, -ες
έχεις συγχύσει
έχεις συγκεχυμένο
έχετε συγχύσει
έχετε συγκεχυμένο
έχεις συγχυθεί
είσαι συγκεχυμένος, -η
έχετε συγχυθεί
είστε συγκεχυμένοι, -ες
έχει συγχύσει
έχει συγκεχυμένο
έχουν συγχύσει
έχουν συγκεχυμένο
έχει συγχυθεί
είναι συγκεχυμένος, -η, -ο
έχουν συγχυθεί
είναι συγκεχυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα συγχύσει
είχα συγκεχυμένο
είχαμε συγχύσει
είχαμε συγκεχυμένο
είχα συγχυθεί
ήμουν συγκεχυμένος, -η
είχαμε συγχυθεί
ήμαστε συγκεχυμένοι, -ες
είχες συγχύσει
είχες συγκεχυμένο
είχατε συγχύσει
είχατε συγκεχυμένο
είχες συγχυθεί
ήσουν συγκεχυμένος, -η
είχατε συγχυθεί
ήσαστε συγκεχυμένοι, -ες
είχε συγχύσει
είχε συγκεχυμένο
είχαν συγχύσει
είχαν συγκεχυμένο
είχε συγχυθεί
ήταν συγκεχυμένος, -η, -ο
είχαν συγχυθεί
ήταν συγκεχυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συγχέωθα συγχέουμεθα συγχέομαιθα συγχεόμαστε
θα συγχέειςθα συγχέετεθα συγχέεσαιθα συγχέεστε, θα συγχεόσαστε
θα συγχέειθα συγχέουνθα συγχέεταιθα συγχέονται
Fut
ur
θα συγχύσωθα συγχύσουμεθα συγχυθώθα συγχυθούμε
θα συγχύσειςθα συγχύσετεθα συγχυθείςθα συγχυθείτε
θα συγχύσειθα συγχύσουνθα συγχυθείθα συγχυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συγχύσει
θα έχω συγκεχυμένο
θα έχουμε συγχύσει
θα έχουμε συγκεχυμένο
θα έχω συγχυθεί
θα είμαι συγκεχυμένος, -η
θα έχουμε συγχυθεί
θα είμαστε συγκεχυμένοι, -ες
θα έχεις συγχύσει
θα έχεις συγκεχυμένο
θα έχετε συγχύσει
θα έχετε συγκεχυμένο
θα έχεις συγχυθεί
θα είσαι συγκεχυμένος, -η
θα έχετε συγχυθεί
θα είστε συγκεχυμένοι, -ες
θα έχει συγχύσει
θα έχει συγκεχυμένο
θα έχουν συγχύσει
θα έχουν συγκεχυμένο
θα έχει συγχυθεί
θα είναι συγκεχυμένος, -η, -ο
θα έχουν συγχυθεί
θα είναι συγκεχυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συγχέωνα συγχέουμενα συγχέομαινα συγχεόμαστε
να συγχέειςνα συγχέετενα συγχέεσαινα συγχέεστε, να συγχεόσαστε
να συγχέεινα συγχέουννα συγχέεταινα συγχέονται
Aoristνα συγχύσωνα συγχύσουμενα συγχυθώνα συγχυθούμε
να συγχύσειςνα συγχύσετενα συγχυθείςνα συγχυθείτε
να συγχύσεινα συγχύσουννα συγχυθείνα συγχυθούν(ε)
Perfνα έχω συγχύσει
να έχω συγκεχυμένο
να έχουμε συγχύσει
να έχουμε συγκεχυμένο
να έχω συγχυθεί
να είμαι συγκεχυμένος, -η
να έχουμε συγχυθεί
να είμαστε συγκεχυμένοι, -ες
να έχεις συγχύσει
να έχεις συγκεχυμένο
να έχετε συγχύσει
να έχετε συγκεχυμένο
να έχεις συγχυθεί
να είσαι συγκεχυμένος, -η
να έχετε συγχυθεί
να είστε συγκεχυμένοι, -ες
να έχει συγχύσει
να έχει συγκεχυμένο
να έχουν συγχύσει
να έχουν συγκεχυμένο
να έχει συγχυθεί
να είναι συγκεχυμένος, -η, -ο
να έχουν συγχυθεί
να είναι συγκεχυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυγχέεσυγχέετεσυγχέεστε
Aoristσυγχύσεσυγχύσετε, συγχύστεσυγχύσουσυγχυθείτε
Part
izip
Presσυγχέονταςσυγχεόμενος
Perfέχοντας συγχύσει, έχοντας συγκεχυμένο(συγκεχυμένος, -η, -ο)(συγκεχυμένοι, -ες, -α)
InfinAoristσυγχύσεισυγχυθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback