μπερδεύω Verb  [berdevo, berthevo, mperdeyw]

  Verb
(2)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu μπερδεύω

μπερδεύω mittelgriechisch μπερδεύω μπερδένω von αμαρτύρητο ἐν + περιδέω


GriechischDeutsch
Ελπίζω να μην σας μπερδεύω.Ich hoffe, ich bin nicht verwirren.

Übersetzung nicht bestätigt

Ας το θέσουμε με λίγο πιο ποσοτικούς όρους ώστε να μη σας μπερδεύω άλλο.Machen wir das mit ein paar Werten, dann höre ich auf, euch zu verwirren.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu μπερδεύω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μπερδεύωμπερδεύουμε, μπερδεύομεμπερδεύομαιμπερδευόμαστε
μπερδεύειςμπερδεύετεμπερδεύεσαιμπερδεύεστε, μπερδευόσαστε
μπερδεύειμπερδεύουν(ε)μπερδεύεταιμπερδεύονται
Imper
fekt
μπέρδευαμπερδεύαμεμπερδευόμουν(α)μπερδευόμαστε, μπερδευόμασταν
μπέρδευεςμπερδεύατεμπερδευόσουν(α)μπερδευόσαστε, μπερδευόσασταν
μπέρδευεμπέρδευαν, μπερδεύαν(ε)μπερδευόταν(ε)μπερδεύονταν, μπερδευόντανε, μπερδευόντουσαν
Aoristμπέρδεψαμπερδέψαμεμπερδεύτηκαμπερδευτήκαμε
μπέρδεψεςμπερδέψατεμπερδεύτηκεςμπερδευτήκατε
μπέρδεψεμπέρδεψαν, μπερδέψαν(ε)μπερδεύτηκεμπερδεύτηκαν, μπερδευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μπερδέψει
έχω μπερδεμένο
έχουμε μπερδέψει
έχουμε μπερδεμένο
έχω μπερδευτεί
είμαι μπερδεμένος, -η
έχουμε μπερδευτεί
είμαστε μπερδεμένοι, -ες
έχεις μπερδέψει
έχεις μπερδεμένο
έχετε μπερδέψει
έχετε μπερδεμένο
έχεις μπερδευτεί
είσαι μπερδεμένος, -η
έχετε μπερδευτεί
είστε μπερδεμένοι, -ες
έχει μπερδέψει
έχει μπερδεμένο
έχουν μπερδέψει
έχουν μπερδεμένο
έχει μπερδευτεί
είναι μπερδεμένος, -η, -ο
έχουν μπερδευτεί
είναι μπερδεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα μπερδέψει
είχα μπερδεμένο
είχαμε μπερδέψει
είχαμε μπερδεμένο
είχα μπερδευτεί
ήμουν μπερδεμένος, -η
είχαμε μπερδευτεί
ήμαστε μπερδεμένοι, -ες
είχες μπερδέψει
είχες μπερδεμένο
είχατε μπερδέψει
είχατε μπερδεμένο
είχες μπερδευτεί
ήσουν μπερδεμένος, -η
είχατε μπερδευτεί
ήσαστε μπερδεμένοι, -ες
είχε μπερδέψει
είχε μπερδεμένο
είχαν μπερδέψει
είχαν μπερδεμένο
είχε μπερδευτεί
ήταν μπερδεμένος, -η, -ο
είχαν μπερδευτεί
ήταν μπερδεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μπερδεύωθα μπερδεύουμε, θα μπερδεύομεθα μπερδεύομαιθα μπερδευόμαστε
θα μπερδεύειςθα μπερδεύετεθα μπερδεύεσαιθα μπερδεύεστε, θα μπερδευόσαστε
θα μπερδεύειθα μπερδεύουν(ε)θα μπερδεύεταιθα μπερδεύονται
Fut
ur
θα μπερδέψωθα μπερδέψουμε, θα μπερδέψομεθα μπερδευτώθα μπερδευτούμε
θα μπερδέψειςθα μπερδέψετεθα μπερδευτείςθα μπερδευτείτε
θα μπερδέψειθα μπερδέψουν(ε)θα μπερδευτείθα μπερδευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μπερδέψει
θα έχω μπερδεμένο
θα έχουμε μπερδέψει
θα έχουμε μπερδεμένο
θα έχω μπερδευτεί
θα είμαι μπερδεμένος, -η
θα έχουμε μπερδευτεί
θα είμαστε μπερδεμένοι, -ες
θα έχεις μπερδέψει
θα έχεις μπερδεμένο
θα έχετε μπερδέψει
θα έχετε μπερδεμένο
θα έχεις μπερδευτεί
θα είσαι μπερδεμένος, -η
θα έχετε μπερδευτεί
θα είστε μπερδεμένοι, -ες
θα έχει μπερδέψει
θα έχει μπερδεμένο
θα έχουν μπερδέψει
θα έχουν μπερδεμένο
θα έχει μπερδευτεί
θα είναι μπερδεμένος, -η, -ο
θα έχουν μπερδευτεί
θα είναι μπερδεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μπερδεύωνα μπερδεύουμε, να μπερδεύομενα μπερδεύομαινα μπερδευόμαστε
να μπερδεύειςνα μπερδεύετενα μπερδεύεσαινα μπερδεύεστε, να μπερδευόσαστε
να μπερδεύεινα μπερδεύουν(ε)να μπερδεύεταινα μπερδεύονται
Aoristνα μπερδέψωνα μπερδέψουμε, να μπερδέψομενα μπερδευτώνα μπερδευτούμε
να μπερδέψειςνα μπερδέψετενα μπερδευτείςνα μπερδευτείτε
να μπερδέψεινα μπερδέψουν(ε)να μπερδευτείνα μπερδευτούν(ε)
Perfνα έχω μπερδέψει
να έχω μπερδεμένο
να έχουμε μπερδέψει
να έχουμε μπερδεμένο
να έχω μπερδευτεί
να είμαι μπερδεμένος, -η
να έχουμε μπερδευτεί
να είμαστε μπερδεμένοι, -ες
να έχεις μπερδέψει
να έχεις μπερδεμένο
να έχετε μπερδέψει
να έχετε μπερδεμένο
να έχεις μπερδευτεί
να είσαι μπερδεμένος, -η
να έχετε μπερδευτεί
να είστε μπερδεμένοι, -ες
να έχει μπερδέψει
να έχει μπερδεμένο
να έχουν μπερδέψει
να έχουν μπερδεμένο
να έχει μπερδευτεί
να είναι μπερδεμένος, -η, -ο
να έχουν μπερδευτεί
να είναι μπερδεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμπέρδευεμπερδεύετεμπερδεύεστε
Aoristμπέρδεψεμπερδέψτε, μπερδεύτεμπερδέψουμπερδευτείτε
Part
izip
Presμπερδεύοντας
Perfέχοντας μπερδέψει, έχοντας μπερδεμένομπερδεμένος, -η, -ομπερδεμένοι, -ες, -α
InfinAoristμπερδέψειμπερδευτεί















Griechische Definition zu μπερδεύω

μπερδεύω [berδévo] -ομαι : 1. ενώνω, συνήθ. ακούσια, κτ. με κτ. άλλο, έτσι ώστε να μεταβάλλεται η κανονική του μορφή ή να εμποδίζεται η κανονική του χρήση, μπλέκω: Mπέρδεψα την αλυσίδα του μενταγιόν. Προσπαθεί να ξεμπερδέψει ένα μπερδεμένο σχοινί / τα μπερδεμένα μαλλιά της. Mπερδεύτηκαν τα δίχτυα στην προπέλα του καϊκιού. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback