behelligen
 Verb

ενοχλώ Verb
(2)
κουράζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich werde versuchen, Sie möglichst wenig zu behelligen, Miss Mayer.Και έχετε το λόγο μου ότι θα σας ενοχλώ όσο το δυνατόν λιγότερο. Αντίο.

Übersetzung nicht bestätigt

Es tut mir leid, Sie zu behelligen, Mylady.Συγγνώμη που σας ενοχλώ, Κυρία.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ενοχλώενοχλούμεενοχλούμαιενοχλούμαστε
ενοχλείςενοχλείτεενοχλείσαιενοχλείστε
ενοχλείενοχλούν(ε)ενοχλείταιενοχλούνται
Imper
fekt
ενοχλούσαενοχλούσαμεενοχλούμουνενοχλούμαστε
ενοχλούσεςενοχλούσατε
ενοχλούσεενοχλούσαν(ε)ενοχλούνταν, ενοχλείτοενοχλούνταν, ενοχλούντο
Aoristενόχλησαενοχλήσαμεενοχλήθηκαενοχληθήκαμε
ενόχλησεςενοχλήσατεενοχλήθηκεςενοχληθήκατε
ενόχλησεενόχλησαν, ενοχλήσαν(ε)ενοχλήθηκεενοχλήθηκαν, ενοχληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ενοχλήσει
έχω ενοχλημένο
έχουμε ενοχλήσει
έχουμε ενοχλημένο
έχω ενοχληθεί
είμαι ενοχλημένος, -η
έχουμε ενοχληθεί
είμαστε ενοχλημένοι, -ες
έχεις ενοχλήσει
έχεις ενοχλημένο
έχετε ενοχλήσει
έχετε ενοχλημένο
έχεις ενοχληθεί
είσαι ενοχλημένος, -η
έχετε ενοχληθεί
είστε ενοχλημένοι, -ες
έχει ενοχλήσει
έχει ενοχλημένο
έχουν ενοχλήσει
έχουν ενοχλημένο
έχει ενοχληθεί
είναι ενοχλημένος, -η, -ο
έχουν ενοχληθεί
είναι ενοχλημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα ενοχλήσει
είχα ενοχλημένο
είχαμε ενοχλήσει
είχαμε ενοχλημένο
είχα ενοχληθεί
ήμουν ενοχλημένος, -η
είχαμε ενοχληθεί
ήμαστε ενοχλημένοι, -ες
είχες ενοχλήσει
είχες ενοχλημένο
είχατε ενοχλήσει
είχατε ενοχλημένο
είχες ενοχληθεί
ήσουν ενοχλημένος, -η
είχατε ενοχληθεί
ήσαστε ενοχλημένοι, -ες
είχε ενοχλήσει
είχε ενοχλημένο
είχαν ενοχλήσει
είχαν ενοχλημένο
είχε ενοχληθεί
ήταν ενοχλημένος, -η, -ο
είχαν ενοχληθεί
ήταν ενοχλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ενοχλώθα ενοχλούμεθα ενοχλούμαιθα ενοχλούμαστε
θα ενοχλείςθα ενοχλείτεθα ενοχλείσαιθα ενοχλείστε
θα ενοχλείθα ενοχλούν(ε)θα ενοχλείταιθα ενοχλούνται
Fut
ur
θα ενοχλήσωθα ενοχλήσουμεθα ενοχληθώθα ενοχληθούμε
θα ενοχλήσειςθα ενοχλήσετεθα ενοχληθείςθα ενοχληθείτε
θα ενοχλήσειθα ενοχλήσουν(ε)θα ενοχληθείθα ενοχληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ενοχλήσει
θα έχω ενοχλημένο
θα έχουμε ενοχλήσει
θα έχουμε ενοχλημένο
θα έχω ενοχληθεί
θα είμαι ενοχλημένος, -η
θα έχουμε ενοχληθεί
θα είμαστε ενοχλημένοι, -ες
θα έχεις ενοχλήσει
θα έχεις ενοχλημένο
θα έχετε ενοχλήσει
θα έχετε ενοχλημένο
θα έχεις ενοχληθεί
θα είσαι ενοχλημένος, -η
θα έχετε ενοχληθεί
θα είστε ενοχλημένοι, -η
θα έχει ενοχλήσει
θα έχει ενοχλημένο
θα έχουν ενοχλήσει
θα έχουν ενοχλημένο
θα έχει ενοχληθεί
θα είναι ενοχλημένος, -η, -ο
θα έχουν ενοχληθεί
θα είναι ενοχλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ενοχλώνα ενοχλούμενα ενοχλούμαινα ενοχλούμαστε
να ενοχλείςνα ενοχλείτενα ενοχλείσαινα ενοχλείστε
να ενοχλείνα ενοχλούν(ε)να ενοχλείταινα ενοχλούνται
Aoristνα ενοχλήσωνα ενοχλήσουμε, να ενοχλήσομενα ενοχληθώνα ενοχληθούμε
να ενοχλήσειςνα ενοχλήσετενα ενοχληθείςνα ενοχληθείτε
να ενοχλήσεινα ενοχλήσουν(ε)να ενοχληθείνα ενοχληθούν(ε)
Perfνα έχω ενοχλήσει
να έχω ενοχλημένο
να έχουμε ενοχλήσει
να έχουμε ενοχλημένο
να έχω ενοχληθεί
να είμαι ενοχλημένος, -η
να έχουμε ενοχληθεί
να είμαστε ενοχλημένοι, -ες
να έχεις ενοχλήσει
να έχεις ενοχλημένο
να έχετε ενοχλήσει
να έχετε ενοχλημένο
να έχεις ενοχληθεί
να είσαι ενοχλημένος, -η
να έχετε ενοχληθεί
να είστε ενοχλημένοι, -ες
να έχει ενοχλήσει
να έχει ενοχλημένο
να έχουν ενοχλήσει
να έχουν ενοχλημένο
να έχει ενοχληθεί
να είναι ενοχλημένος, -η, -ο
να έχουν ενοχληθεί
να είναι ενοχλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presενοχλείτεενοχλείστε
Aoristενόχλησεενοχλήστε, ενοχλήσετεενοχλήσουενοχληθείτε
Part
izip
Presενοχλώντας
Perfέχοντας ενοχλήσει, έχοντας ενοχλημένοενοχλημένος, -η, -οενοχλημένοι, -ες, -α
InfinAoristενοχλήσειενοχληθεί




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κουράζωκουράζουμε, κουράζομεκουράζομαικουραζόμαστε
κουράζειςκουράζετεκουράζεσαικουράζεστε, κουραζόσαστε
κουράζεικουράζουν(ε)κουράζεταικουράζονται
Imper
fekt
κούραζακουράζαμεκουραζόμουνακουραζόμαστε, κουραζόμασταν
κούραζεςκουράζατεκουραζόσουνακουραζόσαστε, κουραζόσασταν
κούραζεκούραζαν, κουράζαν(ε)κουραζότανεκουράζονταν, κουραζόντανε, κουραζόντουσαν
Aoristκούρασακουράσαμεκουράστηκακουραστήκαμε
κούρασεςκουράσατεκουράστηκεςκουραστήκατε
κούρασεκούρασαν, κουράσαν(ε)κουράστηκεκουράστηκαν, κουραστήκανε
Per
fekt
έχω κουράσει
έχω κουρασμένο
έχουμε κουράσει
έχουμε κουρασμένο
έχω κουραστεί
είμαι κουρασμένος, -η
έχουμε κουραστεί
είμαστε κουρασμένοι, -ες
έχεις κουράσει
έχεις κουρασμένο
έχετε κουράσει
έχετε κουρασμένο
έχεις κουραστεί
είσαι κουρασμένος, -η
έχετε κουραστεί
είστε κουρασμένοι, -ες
έχει κουράσει
έχει κουρασμένο
έχουν κουράσει
έχουν κουρασμένο
έχει κουραστεί
είναι κουρασμένος, -η, -ο
έχουν κουραστεί
είναι κουρασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κουράσει
είχα κουρασμένο
είχαμε κουράσει
είχαμε κουρασμένο
είχα κουραστεί
ήμουν κουρασμένος, -η
είχαμε κουραστεί
ήμαστε κουρασμένοι, -ες
είχες κουράσει
είχες κουρασμένο
είχατε κουράσει
είχατε κουρασμένο
είχες κουραστεί
ήσουν κουρασμένος, -η
είχατε κουραστεί
ήσαστε κουρασμένοι, -ες
είχε κουράσει
είχε κουρασμένο
είχαν κουράσει
είχαν κουρασμένο
είχε κουραστεί
ήταν κουρασμένος, -η, -ο
είχαν κουραστεί
ήταν κουρασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κουράζωθα κουράζουμε, θα κουράζομεθα κουράζομαιθα κουραζόμαστε
θα κουράζειςθα κουράζετεθα κουράζεσαιθα κουράζεστε, θα κουραζόσαστε
θα κουράζειθα κουράζουν(ε)θα κουράζεταιθα κουράζονται
Fut
ur
θα κουράσωθα κουράσουμε, θα κουράσομεθα κουραστώθα κουραστούμε
θα κουράσειςθα κουράσετεθα κουραστείςθα κουραστείτε
θα κουράσειθα κουράσουν(ε)θα κουραστείθα κουραστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κουράσει
θα έχω κουρασμένο
θα έχουμε κουράσει
θα έχουμε κουρασμένο
θα έχω κουραστεί
θα είμαι κουρασμένος, -η
θα έχουμε κουραστεί
θα είμαστε κουρασμένοι, -ες
θα έχεις κουράσει
θα έχεις κουρασμένο
θα έχετε κουράσει
θα έχετε κουρασμένο
θα έχεις κουραστεί
θα είσαι κουρασμένος, -η
θα έχετε κουραστεί
θα είστε κουρασμένοι, -ες
θα έχει κουράσει
θα έχει κουρασμένο
θα έχουν κουράσει
θα έχουν κουρασμένο
θα έχει κουραστεί
θα είναι κουρασμένος, -η, -ο
θα έχουν κουραστεί
θα είναι κουρασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κουράζωνα κουράζουμε, να κουράζομενα κουράζομαινα κουραζόμαστε
να κουράζειςνα κουράζετενα κουράζεσαινα κουράζεστε, να κουραζόσαστε
να κουράζεινα κουράζουν(ε)να κουράζεταινα κουράζονται
Aoristνα κουράσωνα κουράσουμε, να κουράσομενα κουραστώνα κουραστούμε
να κουράσειςνα κουράσετενα κουραστείςνα κουραστείτε
να κουράσεινα κουράσουννα κουραστείνα κουραστούν(ε)
Perfνα έχω κουράσει
να έχω κουρασμένο
να έχουμε κουράσει
να έχουμε κουρασμένο
να έχω κουραστεί
να είμαι κουρασμένος, -η
να έχουμε κουραστεί
να είμαστε κουρασμένοι, -ες
να έχεις κουράσει
να έχεις κουρασμένο
να έχετε κουράσει
να έχετε κουρασμένο
να έχεις κουραστεί
να είσαι κουρασμένος, -η
να έχετε κουραστεί
να είστε κουρασμένοι, -ες
να έχει κουράσει
να έχει κουρασμένο
να έχουν κουράσει
να έχουν κουρασμένο
να έχει κουραστεί
να είναι κουρασμένος, -η, -ο
να έχουν κουραστεί
να είναι κουρασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκούραζεκουράζετεκουράζεστε
Aoristκούρασεκουράστεκουράσουκουραστείτε
Part
izip
Presκουράζονταςκουραζόμενος
Perfέχοντας κουράσει, έχοντας κουρασμένοκουρασμένος, -η, -οκουρασμένοι, -ες, -α
InfinAoristκουράσεικουραστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback