verwickeln
 Verb

μπλέκω Verb
(0)
μπερδεύω Verb
(0)
ανακατεύω Verb
(0)
αναμειγνύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Bitte, lass dich nicht darin verwickeln.Σε παρακαλώ, δε χρειάζεται να μπλεχτείς σ' αυτά.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich bin nach wie vor dagegen, das Mädchen darin zu verwickeln.Ακόμα δεν μου αρέσει η ιδέα να μπλέξει η μικρή σε όλα αυτά.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich lasse mich in keinen Mord verwickeln.-Δεν θέλω να βρεθώ μπλεγμένη.

Übersetzung nicht bestätigt

Falls ich zur Polizei gehe, werde ich Sie nicht darin verwickeln.'κουσέ με. Αν πάω στην αστυνομία και πιθανόν να πάω... -...δεν θα σε αναφέρω.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie können mich nicht in diese Lüge verwickeln es ist eine Lüge.Δεν μπορείτε να με εμπλέξετε σε ένα ψέμα και αυτό είναι όλο αυτό: Ένα ψέμα!

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μπερδεύωμπερδεύουμε, μπερδεύομεμπερδεύομαιμπερδευόμαστε
μπερδεύειςμπερδεύετεμπερδεύεσαιμπερδεύεστε, μπερδευόσαστε
μπερδεύειμπερδεύουν(ε)μπερδεύεταιμπερδεύονται
Imper
fekt
μπέρδευαμπερδεύαμεμπερδευόμουν(α)μπερδευόμαστε, μπερδευόμασταν
μπέρδευεςμπερδεύατεμπερδευόσουν(α)μπερδευόσαστε, μπερδευόσασταν
μπέρδευεμπέρδευαν, μπερδεύαν(ε)μπερδευόταν(ε)μπερδεύονταν, μπερδευόντανε, μπερδευόντουσαν
Aoristμπέρδεψαμπερδέψαμεμπερδεύτηκαμπερδευτήκαμε
μπέρδεψεςμπερδέψατεμπερδεύτηκεςμπερδευτήκατε
μπέρδεψεμπέρδεψαν, μπερδέψαν(ε)μπερδεύτηκεμπερδεύτηκαν, μπερδευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μπερδέψει
έχω μπερδεμένο
έχουμε μπερδέψει
έχουμε μπερδεμένο
έχω μπερδευτεί
είμαι μπερδεμένος, -η
έχουμε μπερδευτεί
είμαστε μπερδεμένοι, -ες
έχεις μπερδέψει
έχεις μπερδεμένο
έχετε μπερδέψει
έχετε μπερδεμένο
έχεις μπερδευτεί
είσαι μπερδεμένος, -η
έχετε μπερδευτεί
είστε μπερδεμένοι, -ες
έχει μπερδέψει
έχει μπερδεμένο
έχουν μπερδέψει
έχουν μπερδεμένο
έχει μπερδευτεί
είναι μπερδεμένος, -η, -ο
έχουν μπερδευτεί
είναι μπερδεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα μπερδέψει
είχα μπερδεμένο
είχαμε μπερδέψει
είχαμε μπερδεμένο
είχα μπερδευτεί
ήμουν μπερδεμένος, -η
είχαμε μπερδευτεί
ήμαστε μπερδεμένοι, -ες
είχες μπερδέψει
είχες μπερδεμένο
είχατε μπερδέψει
είχατε μπερδεμένο
είχες μπερδευτεί
ήσουν μπερδεμένος, -η
είχατε μπερδευτεί
ήσαστε μπερδεμένοι, -ες
είχε μπερδέψει
είχε μπερδεμένο
είχαν μπερδέψει
είχαν μπερδεμένο
είχε μπερδευτεί
ήταν μπερδεμένος, -η, -ο
είχαν μπερδευτεί
ήταν μπερδεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μπερδεύωθα μπερδεύουμε, θα μπερδεύομεθα μπερδεύομαιθα μπερδευόμαστε
θα μπερδεύειςθα μπερδεύετεθα μπερδεύεσαιθα μπερδεύεστε, θα μπερδευόσαστε
θα μπερδεύειθα μπερδεύουν(ε)θα μπερδεύεταιθα μπερδεύονται
Fut
ur
θα μπερδέψωθα μπερδέψουμε, θα μπερδέψομεθα μπερδευτώθα μπερδευτούμε
θα μπερδέψειςθα μπερδέψετεθα μπερδευτείςθα μπερδευτείτε
θα μπερδέψειθα μπερδέψουν(ε)θα μπερδευτείθα μπερδευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μπερδέψει
θα έχω μπερδεμένο
θα έχουμε μπερδέψει
θα έχουμε μπερδεμένο
θα έχω μπερδευτεί
θα είμαι μπερδεμένος, -η
θα έχουμε μπερδευτεί
θα είμαστε μπερδεμένοι, -ες
θα έχεις μπερδέψει
θα έχεις μπερδεμένο
θα έχετε μπερδέψει
θα έχετε μπερδεμένο
θα έχεις μπερδευτεί
θα είσαι μπερδεμένος, -η
θα έχετε μπερδευτεί
θα είστε μπερδεμένοι, -ες
θα έχει μπερδέψει
θα έχει μπερδεμένο
θα έχουν μπερδέψει
θα έχουν μπερδεμένο
θα έχει μπερδευτεί
θα είναι μπερδεμένος, -η, -ο
θα έχουν μπερδευτεί
θα είναι μπερδεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μπερδεύωνα μπερδεύουμε, να μπερδεύομενα μπερδεύομαινα μπερδευόμαστε
να μπερδεύειςνα μπερδεύετενα μπερδεύεσαινα μπερδεύεστε, να μπερδευόσαστε
να μπερδεύεινα μπερδεύουν(ε)να μπερδεύεταινα μπερδεύονται
Aoristνα μπερδέψωνα μπερδέψουμε, να μπερδέψομενα μπερδευτώνα μπερδευτούμε
να μπερδέψειςνα μπερδέψετενα μπερδευτείςνα μπερδευτείτε
να μπερδέψεινα μπερδέψουν(ε)να μπερδευτείνα μπερδευτούν(ε)
Perfνα έχω μπερδέψει
να έχω μπερδεμένο
να έχουμε μπερδέψει
να έχουμε μπερδεμένο
να έχω μπερδευτεί
να είμαι μπερδεμένος, -η
να έχουμε μπερδευτεί
να είμαστε μπερδεμένοι, -ες
να έχεις μπερδέψει
να έχεις μπερδεμένο
να έχετε μπερδέψει
να έχετε μπερδεμένο
να έχεις μπερδευτεί
να είσαι μπερδεμένος, -η
να έχετε μπερδευτεί
να είστε μπερδεμένοι, -ες
να έχει μπερδέψει
να έχει μπερδεμένο
να έχουν μπερδέψει
να έχουν μπερδεμένο
να έχει μπερδευτεί
να είναι μπερδεμένος, -η, -ο
να έχουν μπερδευτεί
να είναι μπερδεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμπέρδευεμπερδεύετεμπερδεύεστε
Aoristμπέρδεψεμπερδέψτε, μπερδεύτεμπερδέψουμπερδευτείτε
Part
izip
Presμπερδεύοντας
Perfέχοντας μπερδέψει, έχοντας μπερδεμένομπερδεμένος, -η, -ομπερδεμένοι, -ες, -α
InfinAoristμπερδέψειμπερδευτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανακατεύωανακατεύουμε, ανακατεύομεανακατεύομαιανακατευόμαστε
ανακατεύειςανακατεύετεανακατεύεσαιανακατεύεστε, ανακατευόσαστε
ανακατεύειανακατεύουν(ε)ανακατεύεταιανακατεύονται
Imper
fekt
ανακάτευαανακατεύαμεανακατευόμουν(α)ανακατευόμαστε, ανακατευόμασταν
ανακάτευεςανακατεύατεανακατευόσουν(α)ανακατευόσαστε, ανακατευόσασταν
ανακάτευεανακάτευαν, ανακατεύαν(ε)ανακατευόταν(ε)ανακατεύονταν, ανακατευόντανε, ανακατευόντουσαν
Aoristανακάτεψαανακατέψαμεανακατεύτηκαανακατευτήκαμε
ανακάτεψεςανακατέψατεανακατεύτηκεςανακατευτήκατε
ανακάτεψεανακάτεψαν, ανακατέψαν(ε)ανακατεύτηκεανακατεύτηκαν, ανακατευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανακατέψει
έχω ανακατεμένο
έχουμε ανακατέψει
έχουμε ανακατεμένο
έχω ανακατευτεί
είμαι ανακατεμένος, -η
έχουμε ανακατευτεί
είμαστε ανακατεμένοι, -ες
έχεις ανακατέψει
έχεις ανακατεμένο
έχετε ανακατέψει
έχετε ανακατεμένο
έχεις ανακατευτεί
είσαι ανακατεμένος, -η
έχετε ανακατευτεί
είστε ανακατεμένοι, -ες
έχει ανακατέψει
έχει ανακατεμένο
έχουν ανακατέψει
έχουν ανακατεμένο
έχει ανακατευτεί
είναι ανακατεμένος, -η, -ο
έχουν ανακατευτεί
είναι ανακατεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ανακατέψει
είχα ανακατεμένο
είχαμε ανακατέψει
είχαμε ανακατεμένο
είχα ανακατευτεί
ήμουν ανακατεμένος, -η
είχαμε ανακατευτεί
ήμαστε ανακατεμένοι, -ες
είχες ανακατέψει
είχες ανακατεμένο
είχατε ανακατέψει
είχατε ανακατεμένο
είχες ανακατευτεί
ήσουν ανακατεμένος, -η
είχατε ανακατευτεί
ήσαστε ανακατεμένοι, -ες
είχε ανακατέψει
είχε ανακατεμένο
είχαν ανακατέψει
είχαν ανακατεμένο
είχε ανακατευτεί
ήταν ανακατεμένος, -η, -ο
είχαν ανακατευτεί
ήταν ανακατεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανακατεύωθα ανακατεύουμε, θα ανακατεύομεθα ανακατεύομαιθα ανακατευόμαστε
θα ανακατεύειςθα ανακατεύετεθα ανακατεύεσαιθα ανακατεύεστε, θα ανακατευόσαστε
θα ανακατεύειθα ανακατεύουν(ε)θα ανακατεύεταιθα ανακατεύονται
Fut
ur
θα ανακατέψωθα ανακατέψουμε, θα ανακατέψομεθα ανακατευτώθα ανακατευτούμε
θα ανακατέψειςθα ανακατέψετεθα ανακατευτείςθα ανακατευτείτε
θα ανακατέψειθα ανακατέψουν(ε)θα ανακατευτείθα ανακατευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανακατέψει
θα έχω ανακατεμένο
θα έχουμε ανακατέψει
θα έχουμε ανακατεμένο
θα έχω ανακατευτεί
θα είμαι ανακατεμένος, -η
θα έχουμε ανακατευτεί
θα είμαστε ανακατεμένοι, -ες
θα έχεις ανακατέψει
θα έχεις ανακατεμένο
θα έχετε ανακατέψει
θα έχετε ανακατεμένο
θα έχεις ανακατευτεί
θα είσαι ανακατεμένος, -η
θα έχετε ανακατευτεί
θα είστε ανακατεμένοι, -ες
θα έχει ανακατέψει
θα έχει ανακατεμένο
θα έχουν ανακατέψει
θα έχουν ανακατεμένο
θα έχει ανακατευτεί
θα είναι ανακατεμένος, -η, -ο
θα έχουν ανακατευτεί
θα είναι ανακατεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανακατεύωνα ανακατεύουμε, να ανακατεύομενα ανακατεύομαινα ανακατευόμαστε
να ανακατεύειςνα ανακατεύετενα ανακατεύεσαινα ανακατεύεστε, να ανακατευόσαστε
να ανακατεύεινα ανακατεύουν(ε)να ανακατεύεταινα ανακατεύονται
Aoristνα ανακατέψωνα ανακατέψουμε, να ανακατέψομενα ανακατευτώνα ανακατευτούμε
να ανακατέψειςνα ανακατέψετενα ανακατευτείςνα ανακατευτείτε
να ανακατέψεινα ανακατέψουν(ε)να ανακατευτείνα ανακατευτούν(ε)
Perfνα έχω ανακατέψει
να έχω ανακατεμένο
να έχουμε ανακατέψει
να έχουμε ανακατεμένο
να έχω ανακατευτεί
να είμαι ανακατεμένος, -η
να έχουμε ανακατευτεί
να είμαστε ανακατεμένοι, -ες
να έχεις ανακατέψει
να έχεις ανακατεμένο
να έχετε ανακατέψει
να έχετε ανακατεμένο
να έχεις ανακατευτεί
να είσαι ανακατεμένος, -η
να έχετε ανακατευτεί
να είστε ανακατεμένοι, -ες
να έχει ανακατέψει
να έχει ανακατεμένο
να έχουν ανακατέψει
να έχουν ανακατεμένο
να έχει ανακατευτεί
να είναι ανακατεμένος, -η, -ο
να έχουν ανακατευτεί
να είναι ανακατεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανακάτευεανακατεύετεανακατεύεστε
Aoristανακάτεψεανακατέψτε, ανακατεύτεανακατέψουανακατευτείτε
Part
izip
Presανακατεύοντας
Perfέχοντας ανακατέψει, έχοντας ανακατεμένοανακατεμένος, -η, -οανακατεμένοι, -ες, -α
InfinAoristανακατέψειανακατευτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναμειγνύωαναμειγνύουμε, αναμειγνύομεαναμειγνύομαιαναμειγνυόμαστε
αναμειγνύειςαναμειγνύετεαναμειγνύεσαιαναμειγνύεστε, αναμειγνυόσαστε
αναμειγνύειαναμειγνύουν(ε)αναμειγνύεταιαναμειγνύονται
Imper
fekt
αναδείκνυααναμειγνύαμεαναμειγνυόμουν(α)αναμειγνυόμαστε, αναμειγνυόμασταν
αναδείκνυεςαναμειγνύατεαναμειγνυόσουν(α)αναμειγνυόσαστε, αναμειγνυόσασταν
αναδείκνυεαναδείκνυαν, αναμειγνύαν(ε)αναμειγνυόταν(ε)αναμειγνύονταν, αναμειγνυόντανε, αναμειγνυόντουσαν
Aoristανέμειξα, ανάμειξααναμείξαμεαναμείχθηκα, αναμείχτηκααναμειχθήκαμε, αναμειχτήκαμε
ανέμειξες, ανάμειξεςαναμείξατεαναμείχθηκες, αναμείχτηκεςαναμειχθήκατε, αναμειχτήκατε
ανέμειξε, ανάμειξεανέμειξαν, ανάμειξαν, αναμείξαν(ε)αναμείχθηκε, αναμείχτηκεαναμείχθηκαν, αναμειχθήκαν(ε)
αναμείχτηκαν, αναμειχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αναμείξειέχουμε αναμείξειέχω αναμειχθείέχουμε αναμειχθεί
έχεις αναμείξειέχετε αναμείξειέχεις αναμειχθείέχετε αναμειχθεί
έχει αναμείξειέχουν αναμείξειέχει αναμειχθείέχουν αναμειχθεί
Plu
per
fekt
είχα αναμείξειείχαμε αναμείξειείχα αναμειχθείείχαμε αναμειχθεί
είχες αναμείξειείχατε αναμείξειείχες αναμειχθείείχατε αναμειχθεί
είχε αναμείξειείχαν αναμείξειείχε αναμειχθείείχαν αναμειχθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναμειγνύωθα αναμειγνύουμε, θα αναμειγνύομεθα αναμειγνύομαιθα αναμειγνυόμαστε
θα αναμειγνύειςθα αναμειγνύετεθα αναμειγνύεσαιθα αναμειγνύεστε, θα αναμειγνυόσαστε
θα αναμειγνύειθα αναμειγνύουν(ε)θα αναμειγνύεταιθα αναμειγνύονται
Fut
ur
θα αναμείξωθα αναμείξουμε, θα αναμείξομεθα αναμειχθώθα αναμειχθούμε
θα αναμείξειςθα αναμείξετεθα αναμειχθείςθα αναμειχθείτε
θα αναμείξειθα αναμείξουν(ε)θα αναμειχθείθα αναμειχθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναμείξειθα έχουμε αναμείξειθα έχω αναμειχθείθα έχουμε αναμειχθεί
θα έχεις αναμείξειθα έχετε αναμείξειθα έχεις αναμειχθείθα έχετε αναμειχθεί
θα έχει αναμείξειθα έχουν αναμείξειθα έχει αναμειχθείθα έχουν αναμειχθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναμειγνύωνα αναμειγνύουμε, να αναμειγνύομενα αναμειγνύομαινα αναμειγνυόμαστε
να αναμειγνύειςνα αναμειγνύετενα αναμειγνύεσαινα αναμειγνύεστε, να αναμειγνυόσαστε
να αναμειγνύεινα αναμειγνύουν(ε)να αναμειγνύεταινα αναμειγνύονται
Aoristνα αναμείξωνα αναμείξουμε, να αναμείξομενα αναμειχθώνα αναμειχθούμε
να αναμείξειςνα αναμείξετενα αναμειχθείςνα αναμειχθείτε
να αναμείξεινα αναμείξουν(ε)να αναμειχθείνα αναμειχθούν(ε)
Perfνα έχω αναμείξεινα έχουμε αναμείξεινα έχω αναμειχθείνα έχουμε αναμειχθεί
να έχεις αναμείξεινα έχετε αναμείξεινα έχεις αναμειχθείνα έχετε αναμειχθεί
να έχει αναμείξεινα έχουν αναμείξεινα έχει αναμειχθείνα έχουν αναμειχθεί
Imper
ativ
Presαναδείκνυεαναμειγνύετεαναμειγνύεστε
Aoristανάμειξεαναμείξετε, αναμείξτεαναμείξουαναμειχθείτε
Part
izip
Presαναμειγνύονταςαναμειγνυόμενος
Perfέχοντας αναμείξειανα(με)μειγμένος, -η, -οανα(με)μειγμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναμείξειαναμειχθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback