ανακατεύω ανάκατος
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Συγνώμη, πόσο γρήγορα πρέπει να ανακατεύω; | Entschuldigt, bitte. Wie schnell ich rühren soll? Übersetzung nicht bestätigt |
Συνεχίζω να τα ανακατεύω, για να μην καούν. | Immer weiter rühren, damit sie nicht anbrennen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανακατεύω | ανακατεύουμε, ανακατεύομε | ανακατεύομαι | ανακατευόμαστε |
ανακατεύεις | ανακατεύετε | ανακατεύεσαι | ανακατεύεστε, ανακατευόσαστε | ||
ανακατεύει | ανακατεύουν(ε) | ανακατεύεται | ανακατεύονται | ||
Imper fekt | ανακάτευα | ανακατεύαμε | ανακατευόμουν(α) | ανακατευόμαστε, ανακατευόμασταν | |
ανακάτευες | ανακατεύατε | ανακατευόσουν(α) | ανακατευόσαστε, ανακατευόσασταν | ||
ανακάτευε | ανακάτευαν, ανακατεύαν(ε) | ανακατευόταν(ε) | ανακατεύονταν, ανακατευόντανε, ανακατευόντουσαν | ||
Aorist | ανακάτεψα | ανακατέψαμε | ανακατεύτηκα | ανακατευτήκαμε | |
ανακάτεψες | ανακατέψατε | ανακατεύτηκες | ανακατευτήκατε | ||
ανακάτεψε | ανακάτεψαν, ανακατέψαν(ε) | ανακατεύτηκε | ανακατεύτηκαν, ανακατευτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ανακατέψει έχω ανακατεμένο | έχουμε ανακατέψει έχουμε ανακατεμένο | έχω ανακατευτεί είμαι ανακατεμένος, -η | έχουμε ανακατευτεί είμαστε ανακατεμένοι, -ες | |
έχεις ανακατέψει έχεις ανακατεμένο | έχετε ανακατέψει έχετε ανακατεμένο | έχεις ανακατευτεί είσαι ανακατεμένος, -η | έχετε ανακατευτεί είστε ανακατεμένοι, -ες | ||
έχει ανακατέψει έχει ανακατεμένο | έχουν ανακατέψει έχουν ανακατεμένο | έχει ανακατευτεί είναι ανακατεμένος, -η, -ο | έχουν ανακατευτεί είναι ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ανακατέψει είχα ανακατεμένο | είχαμε ανακατέψει είχαμε ανακατεμένο | είχα ανακατευτεί ήμουν ανακατεμένος, -η | είχαμε ανακατευτεί ήμαστε ανακατεμένοι, -ες | |
είχες ανακατέψει είχες ανακατεμένο | είχατε ανακατέψει είχατε ανακατεμένο | είχες ανακατευτεί ήσουν ανακατεμένος, -η | είχατε ανακατευτεί ήσαστε ανακατεμένοι, -ες | ||
είχε ανακατέψει είχε ανακατεμένο | είχαν ανακατέψει είχαν ανακατεμένο | είχε ανακατευτεί ήταν ανακατεμένος, -η, -ο | είχαν ανακατευτεί ήταν ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανακατεύω | θα ανακατεύουμε, θα ανακατεύομε | θα ανακατεύομαι | θα ανακατευόμαστε | |
θα ανακατεύεις | θα ανακατεύετε | θα ανακατεύεσαι | θα ανακατεύεστε, θα ανακατευόσαστε | ||
θα ανακατεύει | θα ανακατεύουν(ε) | θα ανακατεύεται | θα ανακατεύονται | ||
Fut ur | θα ανακατέψω | θα ανακατέψουμε, θα ανακατέψομε | θα ανακατευτώ | θα ανακατευτούμε | |
θα ανακατέψεις | θα ανακατέψετε | θα ανακατευτείς | θα ανακατευτείτε | ||
θα ανακατέψει | θα ανακατέψουν(ε) | θα ανακατευτεί | θα ανακατευτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ανακατέψει θα έχω ανακατεμένο | θα έχουμε ανακατέψει θα έχουμε ανακατεμένο | θα έχω ανακατευτεί θα είμαι ανακατεμένος, -η | θα έχουμε ανακατευτεί θα είμαστε ανακατεμένοι, -ες | |
θα έχεις ανακατέψει θα έχεις ανακατεμένο | θα έχετε ανακατέψει θα έχετε ανακατεμένο | θα έχεις ανακατευτεί θα είσαι ανακατεμένος, -η | θα έχετε ανακατευτεί θα είστε ανακατεμένοι, -ες | ||
θα έχει ανακατέψει θα έχει ανακατεμένο | θα έχουν ανακατέψει θα έχουν ανακατεμένο | θα έχει ανακατευτεί θα είναι ανακατεμένος, -η, -ο | θα έχουν ανακατευτεί θα είναι ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανακατεύω | να ανακατεύουμε, να ανακατεύομε | να ανακατεύομαι | να ανακατευόμαστε |
να ανακατεύεις | να ανακατεύετε | να ανακατεύεσαι | να ανακατεύεστε, να ανακατευόσαστε | ||
να ανακατεύει | να ανακατεύουν(ε) | να ανακατεύεται | να ανακατεύονται | ||
Aorist | να ανακατέψω | να ανακατέψουμε, να ανακατέψομε | να ανακατευτώ | να ανακατευτούμε | |
να ανακατέψεις | να ανακατέψετε | να ανακατευτείς | να ανακατευτείτε | ||
να ανακατέψει | να ανακατέψουν(ε) | να ανακατευτεί | να ανακατευτούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανακατέψει να έχω ανακατεμένο | να έχουμε ανακατέψει να έχουμε ανακατεμένο | να έχω ανακατευτεί να είμαι ανακατεμένος, -η | να έχουμε ανακατευτεί να είμαστε ανακατεμένοι, -ες | |
να έχεις ανακατέψει να έχεις ανακατεμένο | να έχετε ανακατέψει να έχετε ανακατεμένο | να έχεις ανακατευτεί να είσαι ανακατεμένος, -η | να έχετε ανακατευτεί να είστε ανακατεμένοι, -ες | ||
να έχει ανακατέψει να έχει ανακατεμένο | να έχουν ανακατέψει να έχουν ανακατεμένο | να έχει ανακατευτεί να είναι ανακατεμένος, -η, -ο | να έχουν ανακατευτεί να είναι ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανακάτευε | ανακατεύετε | ανακατεύεστε | |
Aorist | ανακάτεψε | ανακατέψτε, ανακατεύτε | ανακατέψου | ανακατευτείτε | |
Part izip | Pres | ανακατεύοντας | |||
Perf | έχοντας ανακατέψει, έχοντας ανακατεμένο | ανακατεμένος, -η, -ο | ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακατέψει | ανακατευτεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | rühre | ||
du | rührst | |||
er, sie, es | rührt | |||
Präteritum | ich | rührte | ||
Konjunktiv II | ich | rührte | ||
Imperativ | Singular | rühre! rühr! | ||
Plural | rührt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gerührt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:rühren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verwickele | ||
du | verwickelst | |||
er, sie, es | verwickelt | |||
Präteritum | ich | verwickelte | ||
Konjunktiv II | ich | verwickelte | ||
Imperativ | Singular | verwickel! verwickele! | ||
Plural | verwickelt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verwickelt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verwickeln |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | durchwühle | ||
du | durchwühlst | |||
er, sie, es | durchwühlt | |||
Präteritum | ich | durchwühlte | ||
Konjunktiv II | ich | durchwühlte | ||
Imperativ | Singular | durchwühle! | ||
Plural | durchwühlt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
durchwühlt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:durchwühlen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | mische unter | ||
du | mischst unter | |||
er, sie, es | mischt unter | |||
Präteritum | ich | mischte unter | ||
Konjunktiv II | ich | mischte unter | ||
Imperativ | Singular | misch unter! mische unter! | ||
Plural | mischt unter! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
untergemischt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:untermischen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | zerzause | ||
du | zerzaust | |||
er, sie, es | zerzaust | |||
Präteritum | ich | zerzauste | ||
Konjunktiv II | ich | zerzauste | ||
Imperativ | Singular | zerzaus! zerzause! | ||
Plural | zerzaust! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
zerzaust | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zerzausen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | rühre unter | ||
du | rührst unter | |||
er, sie, es | rührt unter | |||
Präteritum | ich | rührte unter | ||
Konjunktiv II | ich | rührte unter | ||
Imperativ | Singular | rühr unter! rühre unter! | ||
Plural | rührt unter! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
untergerührt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:unterrühren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | vermische | ||
du | vermischst vermischt | |||
er, sie, es | vermischt | |||
Präteritum | ich | vermischte | ||
Konjunktiv II | ich | vermischte | ||
Imperativ | Singular | vermische! | ||
Plural | vermischt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
vermischt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:vermischen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verrühre | ||
du | verrührst | |||
er, sie, es | verrührt | |||
Präteritum | ich | verrührte | ||
Konjunktiv II | ich | verrührte | ||
Imperativ | Singular | verrühr! verrühre! | ||
Plural | verrührt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verrührt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verrühren |
ανακατεύω [anakatévo] -ομαι : I1α.βάζω μαζί ανόμοια ή όμοια πράγματα, συνήθ. σε ρευστή ή ημίρρευστη κατάσταση ή σε σκόνη, σε κόκκους κτλ. και τα ανακινώ ώσπου να σχηματιστεί μια ομοιογενής μάζα: ανακατεύω τα χρώματα για να πετύχω την απόχρωση που θέλω. ανακατεύω το τσάι για να λιώσει η ζάχαρη. ανακατεύω το λάδι με το λεμόνι / τα αυγά με το αλεύρι. ανακατεύω το τσιμέντο με το χαλίκι. ανακατεύω τη σαλάτα, για να κατανεμηθούν ομοιόμορφα τα διάφορα υλικά. || ανακατεύω το φαγητό στην κατσαρόλα για να μην κολλήσει. β. χαλώ την τάξη, αλλάζω τη σειρά ή τη θέση που έχει κτ. ή δεν το τοποθετώ εκεί που πρέπει: Ο αέρας μού ανακάτεψε τα χειρόγραφα. Mη μου ανακατεύεις τα συρτάρια, τα πράγματα που βρίσκονται εκεί. Tα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα, ξεχτένιστα. Στο δωμάτιό της είναι όλα ανακατωμένα, ακατάστατα. ανακατεύω την τράπουλα. || τοποθετώ μαζί ανόμοια ή ετερόκλητα πράγματα: Στη βιβλιοθήκη του έχει ανακατέψει τα ιστορικά με τα λογοτεχνικά βιβλία. Aνακάτεψε στο σαλόνι της έπιπλα κάθε ρυθμού και ποιότητας. ΦΡ ανακατωμένος / ανακατεμένος ο ερχόμενος, για μεγάλη ακαταστασία: Εδώ μέσα είναι ανακατωμένος ο ερχόμενος. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.