durchwühlen
 Verb

σκαλίζω Verb
(0)
ανακατεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sie sind schon auf der Bank! Sie durchwühlen mein Schließfach!Θα είναι στην τράπεζα και θα ψάχνουν την θυρίδα μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Als das Fieber gesunken war, stand er auf und ging den Müll durchwühlen.Βγήκε για περισσότερο φαΐ.

Übersetzung nicht bestätigt

Was glaubst du, was sich bei mir auf dem Schreibtisch tut. Da muss ich mich heute noch durchwühlen.Έχω κάτι φακέλους να τακτοποιήσω...

Übersetzung nicht bestätigt

Nein. Um seinen Job zu machen, muss ein Bulle auch Mülleimer durchwühlen.Ένας μπάτσος, για να δουλέψει, πρέπει να ψάξει σε σκουπιδοτενεκέδες.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie müssen erst ein wenig nach dem Versteck suchen, alles durchwühlen.Πρωτα πρεπει να ψαξεις λιγο.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
verwühlen
durchwühlen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανακατεύωανακατεύουμε, ανακατεύομεανακατεύομαιανακατευόμαστε
ανακατεύειςανακατεύετεανακατεύεσαιανακατεύεστε, ανακατευόσαστε
ανακατεύειανακατεύουν(ε)ανακατεύεταιανακατεύονται
Imper
fekt
ανακάτευαανακατεύαμεανακατευόμουν(α)ανακατευόμαστε, ανακατευόμασταν
ανακάτευεςανακατεύατεανακατευόσουν(α)ανακατευόσαστε, ανακατευόσασταν
ανακάτευεανακάτευαν, ανακατεύαν(ε)ανακατευόταν(ε)ανακατεύονταν, ανακατευόντανε, ανακατευόντουσαν
Aoristανακάτεψαανακατέψαμεανακατεύτηκαανακατευτήκαμε
ανακάτεψεςανακατέψατεανακατεύτηκεςανακατευτήκατε
ανακάτεψεανακάτεψαν, ανακατέψαν(ε)ανακατεύτηκεανακατεύτηκαν, ανακατευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανακατέψει
έχω ανακατεμένο
έχουμε ανακατέψει
έχουμε ανακατεμένο
έχω ανακατευτεί
είμαι ανακατεμένος, -η
έχουμε ανακατευτεί
είμαστε ανακατεμένοι, -ες
έχεις ανακατέψει
έχεις ανακατεμένο
έχετε ανακατέψει
έχετε ανακατεμένο
έχεις ανακατευτεί
είσαι ανακατεμένος, -η
έχετε ανακατευτεί
είστε ανακατεμένοι, -ες
έχει ανακατέψει
έχει ανακατεμένο
έχουν ανακατέψει
έχουν ανακατεμένο
έχει ανακατευτεί
είναι ανακατεμένος, -η, -ο
έχουν ανακατευτεί
είναι ανακατεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ανακατέψει
είχα ανακατεμένο
είχαμε ανακατέψει
είχαμε ανακατεμένο
είχα ανακατευτεί
ήμουν ανακατεμένος, -η
είχαμε ανακατευτεί
ήμαστε ανακατεμένοι, -ες
είχες ανακατέψει
είχες ανακατεμένο
είχατε ανακατέψει
είχατε ανακατεμένο
είχες ανακατευτεί
ήσουν ανακατεμένος, -η
είχατε ανακατευτεί
ήσαστε ανακατεμένοι, -ες
είχε ανακατέψει
είχε ανακατεμένο
είχαν ανακατέψει
είχαν ανακατεμένο
είχε ανακατευτεί
ήταν ανακατεμένος, -η, -ο
είχαν ανακατευτεί
ήταν ανακατεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανακατεύωθα ανακατεύουμε, θα ανακατεύομεθα ανακατεύομαιθα ανακατευόμαστε
θα ανακατεύειςθα ανακατεύετεθα ανακατεύεσαιθα ανακατεύεστε, θα ανακατευόσαστε
θα ανακατεύειθα ανακατεύουν(ε)θα ανακατεύεταιθα ανακατεύονται
Fut
ur
θα ανακατέψωθα ανακατέψουμε, θα ανακατέψομεθα ανακατευτώθα ανακατευτούμε
θα ανακατέψειςθα ανακατέψετεθα ανακατευτείςθα ανακατευτείτε
θα ανακατέψειθα ανακατέψουν(ε)θα ανακατευτείθα ανακατευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανακατέψει
θα έχω ανακατεμένο
θα έχουμε ανακατέψει
θα έχουμε ανακατεμένο
θα έχω ανακατευτεί
θα είμαι ανακατεμένος, -η
θα έχουμε ανακατευτεί
θα είμαστε ανακατεμένοι, -ες
θα έχεις ανακατέψει
θα έχεις ανακατεμένο
θα έχετε ανακατέψει
θα έχετε ανακατεμένο
θα έχεις ανακατευτεί
θα είσαι ανακατεμένος, -η
θα έχετε ανακατευτεί
θα είστε ανακατεμένοι, -ες
θα έχει ανακατέψει
θα έχει ανακατεμένο
θα έχουν ανακατέψει
θα έχουν ανακατεμένο
θα έχει ανακατευτεί
θα είναι ανακατεμένος, -η, -ο
θα έχουν ανακατευτεί
θα είναι ανακατεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανακατεύωνα ανακατεύουμε, να ανακατεύομενα ανακατεύομαινα ανακατευόμαστε
να ανακατεύειςνα ανακατεύετενα ανακατεύεσαινα ανακατεύεστε, να ανακατευόσαστε
να ανακατεύεινα ανακατεύουν(ε)να ανακατεύεταινα ανακατεύονται
Aoristνα ανακατέψωνα ανακατέψουμε, να ανακατέψομενα ανακατευτώνα ανακατευτούμε
να ανακατέψειςνα ανακατέψετενα ανακατευτείςνα ανακατευτείτε
να ανακατέψεινα ανακατέψουν(ε)να ανακατευτείνα ανακατευτούν(ε)
Perfνα έχω ανακατέψει
να έχω ανακατεμένο
να έχουμε ανακατέψει
να έχουμε ανακατεμένο
να έχω ανακατευτεί
να είμαι ανακατεμένος, -η
να έχουμε ανακατευτεί
να είμαστε ανακατεμένοι, -ες
να έχεις ανακατέψει
να έχεις ανακατεμένο
να έχετε ανακατέψει
να έχετε ανακατεμένο
να έχεις ανακατευτεί
να είσαι ανακατεμένος, -η
να έχετε ανακατευτεί
να είστε ανακατεμένοι, -ες
να έχει ανακατέψει
να έχει ανακατεμένο
να έχουν ανακατέψει
να έχουν ανακατεμένο
να έχει ανακατευτεί
να είναι ανακατεμένος, -η, -ο
να έχουν ανακατευτεί
να είναι ανακατεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανακάτευεανακατεύετεανακατεύεστε
Aoristανακάτεψεανακατέψτε, ανακατεύτεανακατέψουανακατευτείτε
Part
izip
Presανακατεύοντας
Perfέχοντας ανακατέψει, έχοντας ανακατεμένοανακατεμένος, -η, -οανακατεμένοι, -ες, -α
InfinAoristανακατέψειανακατευτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback