Deutsch | Griechisch |
---|---|
Entschuldigt, bitte. Wie schnell ich rühren soll? | Συγνώμη, πόσο γρήγορα πρέπει να ανακατεύω; Übersetzung nicht bestätigt |
Immer weiter rühren, damit sie nicht anbrennen. | Συνεχίζω να τα ανακατεύω, για να μην καούν. Übersetzung nicht bestätigt |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | rühre | ||
du | rührst | |||
er, sie, es | rührt | |||
Präteritum | ich | rührte | ||
Konjunktiv II | ich | rührte | ||
Imperativ | Singular | rühre! rühr! | ||
Plural | rührt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gerührt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:rühren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανακατεύω | ανακατεύουμε, ανακατεύομε | ανακατεύομαι | ανακατευόμαστε |
ανακατεύεις | ανακατεύετε | ανακατεύεσαι | ανακατεύεστε, ανακατευόσαστε | ||
ανακατεύει | ανακατεύουν(ε) | ανακατεύεται | ανακατεύονται | ||
Imper fekt | ανακάτευα | ανακατεύαμε | ανακατευόμουν(α) | ανακατευόμαστε, ανακατευόμασταν | |
ανακάτευες | ανακατεύατε | ανακατευόσουν(α) | ανακατευόσαστε, ανακατευόσασταν | ||
ανακάτευε | ανακάτευαν, ανακατεύαν(ε) | ανακατευόταν(ε) | ανακατεύονταν, ανακατευόντανε, ανακατευόντουσαν | ||
Aorist | ανακάτεψα | ανακατέψαμε | ανακατεύτηκα | ανακατευτήκαμε | |
ανακάτεψες | ανακατέψατε | ανακατεύτηκες | ανακατευτήκατε | ||
ανακάτεψε | ανακάτεψαν, ανακατέψαν(ε) | ανακατεύτηκε | ανακατεύτηκαν, ανακατευτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ανακατέψει έχω ανακατεμένο | έχουμε ανακατέψει έχουμε ανακατεμένο | έχω ανακατευτεί είμαι ανακατεμένος, -η | έχουμε ανακατευτεί είμαστε ανακατεμένοι, -ες | |
έχεις ανακατέψει έχεις ανακατεμένο | έχετε ανακατέψει έχετε ανακατεμένο | έχεις ανακατευτεί είσαι ανακατεμένος, -η | έχετε ανακατευτεί είστε ανακατεμένοι, -ες | ||
έχει ανακατέψει έχει ανακατεμένο | έχουν ανακατέψει έχουν ανακατεμένο | έχει ανακατευτεί είναι ανακατεμένος, -η, -ο | έχουν ανακατευτεί είναι ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ανακατέψει είχα ανακατεμένο | είχαμε ανακατέψει είχαμε ανακατεμένο | είχα ανακατευτεί ήμουν ανακατεμένος, -η | είχαμε ανακατευτεί ήμαστε ανακατεμένοι, -ες | |
είχες ανακατέψει είχες ανακατεμένο | είχατε ανακατέψει είχατε ανακατεμένο | είχες ανακατευτεί ήσουν ανακατεμένος, -η | είχατε ανακατευτεί ήσαστε ανακατεμένοι, -ες | ||
είχε ανακατέψει είχε ανακατεμένο | είχαν ανακατέψει είχαν ανακατεμένο | είχε ανακατευτεί ήταν ανακατεμένος, -η, -ο | είχαν ανακατευτεί ήταν ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανακατεύω | θα ανακατεύουμε, θα ανακατεύομε | θα ανακατεύομαι | θα ανακατευόμαστε | |
θα ανακατεύεις | θα ανακατεύετε | θα ανακατεύεσαι | θα ανακατεύεστε, θα ανακατευόσαστε | ||
θα ανακατεύει | θα ανακατεύουν(ε) | θα ανακατεύεται | θα ανακατεύονται | ||
Fut ur | θα ανακατέψω | θα ανακατέψουμε, θα ανακατέψομε | θα ανακατευτώ | θα ανακατευτούμε | |
θα ανακατέψεις | θα ανακατέψετε | θα ανακατευτείς | θα ανακατευτείτε | ||
θα ανακατέψει | θα ανακατέψουν(ε) | θα ανακατευτεί | θα ανακατευτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ανακατέψει θα έχω ανακατεμένο | θα έχουμε ανακατέψει θα έχουμε ανακατεμένο | θα έχω ανακατευτεί θα είμαι ανακατεμένος, -η | θα έχουμε ανακατευτεί θα είμαστε ανακατεμένοι, -ες | |
θα έχεις ανακατέψει θα έχεις ανακατεμένο | θα έχετε ανακατέψει θα έχετε ανακατεμένο | θα έχεις ανακατευτεί θα είσαι ανακατεμένος, -η | θα έχετε ανακατευτεί θα είστε ανακατεμένοι, -ες | ||
θα έχει ανακατέψει θα έχει ανακατεμένο | θα έχουν ανακατέψει θα έχουν ανακατεμένο | θα έχει ανακατευτεί θα είναι ανακατεμένος, -η, -ο | θα έχουν ανακατευτεί θα είναι ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανακατεύω | να ανακατεύουμε, να ανακατεύομε | να ανακατεύομαι | να ανακατευόμαστε |
να ανακατεύεις | να ανακατεύετε | να ανακατεύεσαι | να ανακατεύεστε, να ανακατευόσαστε | ||
να ανακατεύει | να ανακατεύουν(ε) | να ανακατεύεται | να ανακατεύονται | ||
Aorist | να ανακατέψω | να ανακατέψουμε, να ανακατέψομε | να ανακατευτώ | να ανακατευτούμε | |
να ανακατέψεις | να ανακατέψετε | να ανακατευτείς | να ανακατευτείτε | ||
να ανακατέψει | να ανακατέψουν(ε) | να ανακατευτεί | να ανακατευτούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανακατέψει να έχω ανακατεμένο | να έχουμε ανακατέψει να έχουμε ανακατεμένο | να έχω ανακατευτεί να είμαι ανακατεμένος, -η | να έχουμε ανακατευτεί να είμαστε ανακατεμένοι, -ες | |
να έχεις ανακατέψει να έχεις ανακατεμένο | να έχετε ανακατέψει να έχετε ανακατεμένο | να έχεις ανακατευτεί να είσαι ανακατεμένος, -η | να έχετε ανακατευτεί να είστε ανακατεμένοι, -ες | ||
να έχει ανακατέψει να έχει ανακατεμένο | να έχουν ανακατέψει να έχουν ανακατεμένο | να έχει ανακατευτεί να είναι ανακατεμένος, -η, -ο | να έχουν ανακατευτεί να είναι ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανακάτευε | ανακατεύετε | ανακατεύεστε | |
Aorist | ανακάτεψε | ανακατέψτε, ανακατεύτε | ανακατέψου | ανακατευτείτε | |
Part izip | Pres | ανακατεύοντας | |||
Perf | έχοντας ανακατέψει, έχοντας ανακατεμένο | ανακατεμένος, -η, -ο | ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακατέψει | ανακατευτεί |
απαρέμφατο (αόριστος) | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
μετοχή (ενεστώτας) | |||||||
πρόσωπο | singular | plural | |||||
πρώτο | δεύτερο | τρίτο | πρώτο | δεύτερο | τρίτο | ||
οριστική | εγώ | εσύ | αυτός | εμείς | εσείς | αυτοί | |
μονολεκτικοί χρόνοι | ενεστώτας | συγκινώ | συγκινείς | συγκινεί | συγκινούμε | συγκινείτε | συγκινούν |
παρατατικός | συγκινούσα | συγκινούσες | συγκινούσε | συγκινούσαμε | συγκινούσατε | συγκινούσαν | |
αόριστος | συγκίνησα | συγκίνησες | συγκίνησε | συγκινήσαμε | συγκινήσατε | συγκίνησαν | |
περιφραστικοί χρόνοι | εξακολουθητικός μέλλοντας | θα συγκινώ | θα συγκινείς | θα συγκινεί | θα συγκινούμε | θα συγκινείτε | θα συγκινούν |
στιγμιαίος μέλλοντας | θα συγκινήσω | θα συγκινήσεις | θα συγκινήσει | θα συγκινήσουμε | θα συγκινήσετε | θα συγκινήσουν | |
παρακείμενος α' | έχω συγκινήσει | έχεις συγκινήσει | έχει συγκινήσει | έχουμε συγκινήσει | έχετε συγκινήσει | έχουν συγκινήσει | |
παρακείμενος β' | - | - | - | - | - | - | |
υπερσυντέλικος α' | είχα συγκινήσει | είχες συγκινήσει | είχε συγκινήσει | είχαμε συγκινήσει | είχατε συγκινήσει | είχαν συγκινήσει | |
υπερσυντέλικος β' | - | - | - | - | - | - | |
συντελεσμένος μέλλοντας α' | θα έχω συγκινήσει | θα έχεις συγκινήσει | θα έχει συγκινήσει | θα έχουμε συγκινήσει | θα έχετε συγκινήσει | θα έχουν συγκινήσει | |
συντελεσμένος μέλλοντας β' | - | - | - | - | - | - | |
υποτακτική | εγώ | εσύ | αυτός | εμείς | εσείς | αυτοί | |
περιφραστικοί χρόνοι | ενεστώτας | να συγκινώ | να συγκινείς | να συγκινεί | να συγκινούμε | να συγκινείτε | να συγκινούν |
αόριστος | να συγκινήσω | να συγκινήσεις | να συγκινήσει | να συγκινήσουμε | να συγκινήσετε | να συγκινήσουν | |
παρακείμενος α' | να έχω συγκινήσει | να έχεις συγκινήσει | να έχει συγκινήσει | να έχουμε συγκινήσει | να έχετε συγκινήσει | να έχουν συγκινήσει | |
παρακείμενος β' | - | - | - | - | - | - | |
προστακτική | - | (εσύ) | - | - | (εσείς) | - | |
μονολεκτικοί χρόνοι | ενεστώτας | συγκίνει | συγκινείτε | ||||
αόριστος | συγκίνησε | συγκινήστε |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κουνάω, κουνώ | κουνάμε, κουνούμε | κουνιέμαι | κουνιόμαστε |
κουνάς | κουνάτε | κουνιέσαι | κουνιέστε, κουνιόσαστε | ||
κουνάει, κουνά | κουνάν(ε), κουνούν(ε) | κουνιέται | κουνιούνται, κουνιόνται | ||
Imper fekt | κουνούσα, κούναγα | κουνούσαμε, κουνάγαμε | κουνιόμουν(α) | κουνιόμαστε, κουνιόμασταν | |
κουνούσες, κούναγες | κουνούσατε, κουνάγατε | κουνιόσουν(α) | κουνιόσαστε, κουνιόσασταν | ||
κουνούσε, κούναγε | κουνούσαν(ε), κούναγαν, κουνάγανε | κουνιόταν(ε) | κουνιόνταν(ε), κουνιούνταν, κουνιόντουσαν | ||
Aorist | κούνησα | κουνήσαμε | κουνήθηκα | κουνηθήκαμε | |
κούνησες | κουνήσατε | κουνήθηκες | κουνηθήκατε | ||
κούνησε | κούνησαν, κουνήσαν(ε) | κουνήθηκε | κουνήθηκαν, κουνηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα κουνάω, | θα κουνάμε, | |||
θα κουνάς | θα κουνάτε | θα κουνιέσαι | θα κουνιέστε, | ||
θα κουνάει, | θα κουνάν(ε), | θα κουνιέται | θα κουνιούνται, | ||
Fut ur | θα κουνήσω | θα κουνήσουμε, | θα κουνηθώ | θα κουνηθούμε | |
θα κουνήσεις | θα κουνήσετε | θα κουνηθείς | θα κουνηθείτε | ||
θα κουνήσει | θα κουνήσουν(ε) | θα κουνηθεί | θα κουνηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κουνάω, | να κουνάμε, | να κουνιέμαι | να κουνιόμαστε |
να κουνάς | να κουνάτε | να κουνιέσαι | να κουνιέστε, | ||
να κουνάει, | να κουνάν(ε), | να κουνιέται | να κουνιούνται, | ||
Aorist | να κουνήσω | να κουνήσουμε, | να κουνηθώ | να κουνηθούμε | |
να κουνήσεις | να κουνήσετε | να κουνηθείς | να κουνηθείτε | ||
να κουνήσει | να κουνήσουν(ε) | να κουνηθεί | να κουνηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | κούνα, κούναγε | κουνάτε | κουνιέστε | |
Aorist | κούνησε, κούνα | κουνήστε | κουνήσου | κουνηθείτε | |
Part izip | Pres | κουνώντας | |||
Perf | έχοντας κουνήσει, | κουνημένος, -η, -ο | κουνημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κουνήσει | κουνηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.