ανακατεύω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Hier kann sich jemand untermischen. | Περιβαλλον ιδανικο για καλυψη. Übersetzung nicht bestätigt |
Durch die flüssige Form lässt es sich leichter in Lebensmittel beziehungsweise Getränke untermischen. | Σε υγρή μορφή του ... αυτό μπορεί να αραιωθεί σε τρόφιμα ή ποτά. Übersetzung nicht bestätigt |
Wenn ich wollte, könnte ich die ansteckende Flüssigkeit von seinem Körper extrahieren und Ihnen untermischen. Jederzeit. | Αν ήθελα θα μπορούσα να πάρω τα μολυσματικά υγρά από το σώμα του και να τα χορηγήσω σε σένα όποτε θέλω. Übersetzung nicht bestätigt |
Mit einem Anzug könnte er sich untermischen; Er sah eine Gelegenheit. | Φορώντας κοστούμι, θα μπορούσε να μπει μέσα. Übersetzung nicht bestätigt |
Nein, momentan kann ich mich untermischen, aber wenn wir zu fünft hier sind, könnte das einen Tumult auslösen. | Ως τώρα περνώ απαρατήρητη, αλλά νομίζω πως οι πέντε μας θα δίναμε στόχο. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
vermengen |
vermischen |
vermixen |
verwursten |
verquicken |
vermanschen |
durcheinanderwürfeln |
untermischen |
panschen |
verschneiden |
durchmischen |
durchrühren |
pantschen |
konfundieren |
durchmengen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | mische unter | ||
du | mischst unter | |||
er, sie, es | mischt unter | |||
Präteritum | ich | mischte unter | ||
Konjunktiv II | ich | mischte unter | ||
Imperativ | Singular | misch unter! mische unter! | ||
Plural | mischt unter! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
untergemischt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:untermischen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανακατεύω | ανακατεύουμε, ανακατεύομε | ανακατεύομαι | ανακατευόμαστε |
ανακατεύεις | ανακατεύετε | ανακατεύεσαι | ανακατεύεστε, ανακατευόσαστε | ||
ανακατεύει | ανακατεύουν(ε) | ανακατεύεται | ανακατεύονται | ||
Imper fekt | ανακάτευα | ανακατεύαμε | ανακατευόμουν(α) | ανακατευόμαστε, ανακατευόμασταν | |
ανακάτευες | ανακατεύατε | ανακατευόσουν(α) | ανακατευόσαστε, ανακατευόσασταν | ||
ανακάτευε | ανακάτευαν, ανακατεύαν(ε) | ανακατευόταν(ε) | ανακατεύονταν, ανακατευόντανε, ανακατευόντουσαν | ||
Aorist | ανακάτεψα | ανακατέψαμε | ανακατεύτηκα | ανακατευτήκαμε | |
ανακάτεψες | ανακατέψατε | ανακατεύτηκες | ανακατευτήκατε | ||
ανακάτεψε | ανακάτεψαν, ανακατέψαν(ε) | ανακατεύτηκε | ανακατεύτηκαν, ανακατευτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ανακατέψει έχω ανακατεμένο | έχουμε ανακατέψει έχουμε ανακατεμένο | έχω ανακατευτεί είμαι ανακατεμένος, -η | έχουμε ανακατευτεί είμαστε ανακατεμένοι, -ες | |
έχεις ανακατέψει έχεις ανακατεμένο | έχετε ανακατέψει έχετε ανακατεμένο | έχεις ανακατευτεί είσαι ανακατεμένος, -η | έχετε ανακατευτεί είστε ανακατεμένοι, -ες | ||
έχει ανακατέψει έχει ανακατεμένο | έχουν ανακατέψει έχουν ανακατεμένο | έχει ανακατευτεί είναι ανακατεμένος, -η, -ο | έχουν ανακατευτεί είναι ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ανακατέψει είχα ανακατεμένο | είχαμε ανακατέψει είχαμε ανακατεμένο | είχα ανακατευτεί ήμουν ανακατεμένος, -η | είχαμε ανακατευτεί ήμαστε ανακατεμένοι, -ες | |
είχες ανακατέψει είχες ανακατεμένο | είχατε ανακατέψει είχατε ανακατεμένο | είχες ανακατευτεί ήσουν ανακατεμένος, -η | είχατε ανακατευτεί ήσαστε ανακατεμένοι, -ες | ||
είχε ανακατέψει είχε ανακατεμένο | είχαν ανακατέψει είχαν ανακατεμένο | είχε ανακατευτεί ήταν ανακατεμένος, -η, -ο | είχαν ανακατευτεί ήταν ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανακατεύω | θα ανακατεύουμε, θα ανακατεύομε | θα ανακατεύομαι | θα ανακατευόμαστε | |
θα ανακατεύεις | θα ανακατεύετε | θα ανακατεύεσαι | θα ανακατεύεστε, θα ανακατευόσαστε | ||
θα ανακατεύει | θα ανακατεύουν(ε) | θα ανακατεύεται | θα ανακατεύονται | ||
Fut ur | θα ανακατέψω | θα ανακατέψουμε, θα ανακατέψομε | θα ανακατευτώ | θα ανακατευτούμε | |
θα ανακατέψεις | θα ανακατέψετε | θα ανακατευτείς | θα ανακατευτείτε | ||
θα ανακατέψει | θα ανακατέψουν(ε) | θα ανακατευτεί | θα ανακατευτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ανακατέψει θα έχω ανακατεμένο | θα έχουμε ανακατέψει θα έχουμε ανακατεμένο | θα έχω ανακατευτεί θα είμαι ανακατεμένος, -η | θα έχουμε ανακατευτεί θα είμαστε ανακατεμένοι, -ες | |
θα έχεις ανακατέψει θα έχεις ανακατεμένο | θα έχετε ανακατέψει θα έχετε ανακατεμένο | θα έχεις ανακατευτεί θα είσαι ανακατεμένος, -η | θα έχετε ανακατευτεί θα είστε ανακατεμένοι, -ες | ||
θα έχει ανακατέψει θα έχει ανακατεμένο | θα έχουν ανακατέψει θα έχουν ανακατεμένο | θα έχει ανακατευτεί θα είναι ανακατεμένος, -η, -ο | θα έχουν ανακατευτεί θα είναι ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανακατεύω | να ανακατεύουμε, να ανακατεύομε | να ανακατεύομαι | να ανακατευόμαστε |
να ανακατεύεις | να ανακατεύετε | να ανακατεύεσαι | να ανακατεύεστε, να ανακατευόσαστε | ||
να ανακατεύει | να ανακατεύουν(ε) | να ανακατεύεται | να ανακατεύονται | ||
Aorist | να ανακατέψω | να ανακατέψουμε, να ανακατέψομε | να ανακατευτώ | να ανακατευτούμε | |
να ανακατέψεις | να ανακατέψετε | να ανακατευτείς | να ανακατευτείτε | ||
να ανακατέψει | να ανακατέψουν(ε) | να ανακατευτεί | να ανακατευτούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανακατέψει να έχω ανακατεμένο | να έχουμε ανακατέψει να έχουμε ανακατεμένο | να έχω ανακατευτεί να είμαι ανακατεμένος, -η | να έχουμε ανακατευτεί να είμαστε ανακατεμένοι, -ες | |
να έχεις ανακατέψει να έχεις ανακατεμένο | να έχετε ανακατέψει να έχετε ανακατεμένο | να έχεις ανακατευτεί να είσαι ανακατεμένος, -η | να έχετε ανακατευτεί να είστε ανακατεμένοι, -ες | ||
να έχει ανακατέψει να έχει ανακατεμένο | να έχουν ανακατέψει να έχουν ανακατεμένο | να έχει ανακατευτεί να είναι ανακατεμένος, -η, -ο | να έχουν ανακατευτεί να είναι ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανακάτευε | ανακατεύετε | ανακατεύεστε | |
Aorist | ανακάτεψε | ανακατέψτε, ανακατεύτε | ανακατέψου | ανακατευτείτε | |
Part izip | Pres | ανακατεύοντας | |||
Perf | έχοντας ανακατέψει, έχοντας ανακατεμένο | ανακατεμένος, -η, -ο | ανακατεμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακατέψει | ανακατευτεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.