αναμειγνύω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Tut mir leid, aber es ist nicht meine Art, Kino und Realität miteinander zu vermengen. | Πιστεύω πως δεν είναι σοφό να χρησιμοποιούμε ταινίες, σαν οδηγό για την πραγματικότητα, δε συμφωνείτε, Επιθεωρητά; Übersetzung nicht bestätigt |
Als der König weiterspielte, schien die Musik sich mit den Lauten der Hügel zu vermengen, als ob der Vogelgesang, das Flussplätschern, die Glocken der Ziegen und der Wind im Gras erst durch sein Spiel ins Leben gerufen worden seien. | Λες και τα πουλιά, και τα ποτάμια, τα ζώα και το γρασίδι όλα ξαναγεννιόταν... Übersetzung nicht bestätigt |
Das Klonen ist natürlich weniger effizient, da der Klon wachsen muss, sodass die Zahlung entsprechend geringer ausfällt. Wir müssten nach wie vor lhre Gene mit unseren vermengen, was länger dauert. | Βέβαια, προφανώς η κλωνοποίηση είναι λιγότερο αποτελεσματική, αφού θα πρέπει να μεγαλώσουμε τον κλώνο, οπότε η αμοιβή θα ήταν σημαντικά χαμηλότερη. Übersetzung nicht bestätigt |
Wir sollten... das mal vermengen. | Πρέπει να τ' ανακατέψουμε. Übersetzung nicht bestätigt |
Uns zu vermengen, wäre zu einfach. | Μην μας μπερδέψεις. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
vermengen |
vermischen |
vermixen |
verwursten |
verquicken |
vermanschen |
durcheinanderwürfeln |
untermischen |
panschen |
verschneiden |
durchmischen |
durchrühren |
pantschen |
konfundieren |
durchmengen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | vermenge | ||
du | vermengst | |||
er, sie, es | vermengt | |||
Präteritum | ich | vermengte | ||
Konjunktiv II | ich | vermengte | ||
Imperativ | Singular | vermenge! | ||
Plural | vermengt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
vermengt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:vermengen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναμειγνύω | αναμειγνύουμε, αναμειγνύομε | αναμειγνύομαι | αναμειγνυόμαστε |
αναμειγνύεις | αναμειγνύετε | αναμειγνύεσαι | αναμειγνύεστε, αναμειγνυόσαστε | ||
αναμειγνύει | αναμειγνύουν(ε) | αναμειγνύεται | αναμειγνύονται | ||
Imper fekt | αναδείκνυα | αναμειγνύαμε | αναμειγνυόμουν(α) | αναμειγνυόμαστε, αναμειγνυόμασταν | |
αναδείκνυες | αναμειγνύατε | αναμειγνυόσουν(α) | αναμειγνυόσαστε, αναμειγνυόσασταν | ||
αναδείκνυε | αναδείκνυαν, αναμειγνύαν(ε) | αναμειγνυόταν(ε) | αναμειγνύονταν, αναμειγνυόντανε, αναμειγνυόντουσαν | ||
Aorist | ανέμειξα, ανάμειξα | αναμείξαμε | αναμείχθηκα, αναμείχτηκα | αναμειχθήκαμε, αναμειχτήκαμε | |
ανέμειξες, ανάμειξες | αναμείξατε | αναμείχθηκες, αναμείχτηκες | αναμειχθήκατε, αναμειχτήκατε | ||
ανέμειξε, ανάμειξε | ανέμειξαν, ανάμειξαν, αναμείξαν(ε) | αναμείχθηκε, αναμείχτηκε | αναμείχθηκαν, αναμειχθήκαν(ε) αναμείχτηκαν, αναμειχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναμείξει | έχουμε αναμείξει | έχω αναμειχθεί | έχουμε αναμειχθεί | |
έχεις αναμείξει | έχετε αναμείξει | έχεις αναμειχθεί | έχετε αναμειχθεί | ||
έχει αναμείξει | έχουν αναμείξει | έχει αναμειχθεί | έχουν αναμειχθεί | ||
Plu per fekt | είχα αναμείξει | είχαμε αναμείξει | είχα αναμειχθεί | είχαμε αναμειχθεί | |
είχες αναμείξει | είχατε αναμείξει | είχες αναμειχθεί | είχατε αναμειχθεί | ||
είχε αναμείξει | είχαν αναμείξει | είχε αναμειχθεί | είχαν αναμειχθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναμειγνύω | θα αναμειγνύουμε, θα αναμειγνύομε | θα αναμειγνύομαι | θα αναμειγνυόμαστε | |
θα αναμειγνύεις | θα αναμειγνύετε | θα αναμειγνύεσαι | θα αναμειγνύεστε, θα αναμειγνυόσαστε | ||
θα αναμειγνύει | θα αναμειγνύουν(ε) | θα αναμειγνύεται | θα αναμειγνύονται | ||
Fut ur | θα αναμείξω | θα αναμείξουμε, θα αναμείξομε | θα αναμειχθώ | θα αναμειχθούμε | |
θα αναμείξεις | θα αναμείξετε | θα αναμειχθείς | θα αναμειχθείτε | ||
θα αναμείξει | θα αναμείξουν(ε) | θα αναμειχθεί | θα αναμειχθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναμείξει | θα έχουμε αναμείξει | θα έχω αναμειχθεί | θα έχουμε αναμειχθεί | |
θα έχεις αναμείξει | θα έχετε αναμείξει | θα έχεις αναμειχθεί | θα έχετε αναμειχθεί | ||
θα έχει αναμείξει | θα έχουν αναμείξει | θα έχει αναμειχθεί | θα έχουν αναμειχθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναμειγνύω | να αναμειγνύουμε, να αναμειγνύομε | να αναμειγνύομαι | να αναμειγνυόμαστε |
να αναμειγνύεις | να αναμειγνύετε | να αναμειγνύεσαι | να αναμειγνύεστε, να αναμειγνυόσαστε | ||
να αναμειγνύει | να αναμειγνύουν(ε) | να αναμειγνύεται | να αναμειγνύονται | ||
Aorist | να αναμείξω | να αναμείξουμε, να αναμείξομε | να αναμειχθώ | να αναμειχθούμε | |
να αναμείξεις | να αναμείξετε | να αναμειχθείς | να αναμειχθείτε | ||
να αναμείξει | να αναμείξουν(ε) | να αναμειχθεί | να αναμειχθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναμείξει | να έχουμε αναμείξει | να έχω αναμειχθεί | να έχουμε αναμειχθεί | |
να έχεις αναμείξει | να έχετε αναμείξει | να έχεις αναμειχθεί | να έχετε αναμειχθεί | ||
να έχει αναμείξει | να έχουν αναμείξει | να έχει αναμειχθεί | να έχουν αναμειχθεί | ||
Imper ativ | Pres | αναδείκνυε | αναμειγνύετε | αναμειγνύεστε | |
Aorist | ανάμειξε | αναμείξετε, αναμείξτε | αναμείξου | αναμειχθείτε | |
Part izip | Pres | αναμειγνύοντας | αναμειγνυόμενος | ||
Perf | έχοντας αναμείξει | ανα(με)μειγμένος, -η, -ο | ανα(με)μειγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναμείξει | αναμειχθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.