anmachen
 Verb

ανάβω Verb
(1)
ανοίγω Verb
(0)
ναζάκι 
(0)
καμακώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich weiß nie, ob du da bist, daher ist es besser, ich kann Lampen anmachen, Traktoren fahren, Swahili sprechen, alles im Haus erledigen, mit Löwen kämpfen, unseren Hund erschießen!Ποτέ δεν ξέρω πότε είσαι εδώ, οπότε, καλύτερα να ξέρω ν' ανάβω τις λάμπες... να οδηγώ τρακτέρ, να μιλάω Σουαχίλι, να επισκευάζω τα πάντα στο σπίτι... να διώχνω τα λιοντάρια, να σκοτώσω τον σκύλο μας!

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανάβωανάβουμε, ανάβομεανάβομαιαναβόμαστε
ανάβειςανάβετεανάβεσαιανάβεστε, αναβόσαστε
ανάβειανάβουν(ε)ανάβεταιανάβονται
Imper
fekt
άναβαανάβαμεαναβόμουν(α)αναβόμαστε, αναβόμασταν
άναβεςανάβατεαναβόσουν(α)αναβόσαστε, αναβόσασταν
άναβεάναβαν, ανάβαν(ε)αναβόταν(ε)ανάβονταν, αναβόντανε, αναβόντουσαν
Aoristάναψαανάψαμεανάφτηκααναφτήκαμε
άναψεςανάψατεανάφτηκεςαναφτήκατε
άναψεάναψαν, ανάψαν(ε)ανάφτηκεανάφτηκαν, αναφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανάψει
έχω αναμμένο
έχουμε ανάψει
έχουμε αναμμένο
έχω αναφτεί
είμαι αναμμένος, -η
έχουμε αναφτεί
είμαστε αναμμένοι, -ες
έχεις ανάψει
έχεις αναμμένο
έχετε ανάψει
έχετε αναμμένο
έχεις αναφτεί
είσαι αναμμένος, -η
έχετε αναφτεί
είστε αναμμένοι, -ες
έχει ανάψει
έχει αναμμένο
έχουν ανάψει
έχουν αναμμένο
έχει αναφτεί
είναι αναμμένος, -η, -ο
έχουν αναφτεί
είναι αναμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ανάψει
είχα αναμμένο
είχαμε ανάψει
είχαμε αναμμένο
είχα αναφτεί
ήμουν αναμμένος, -η
είχαμε αναφτεί
ήμαστε αναμμένοι, -ες
είχες ανάψει
είχες αναμμένο
είχατε ανάψει
είχατε αναμμένο
είχες αναφτεί
ήσουν αναμμένος, -η
είχατε αναφτεί
ήσαστε αναμμένοι, -ες
είχε ανάψει
είχε αναμμένο
είχαν ανάψει
είχαν αναμμένο
είχε αναφτεί
ήταν αναμμένος, -η, -ο
είχαν αναφτεί
ήταν αναμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανάβωθα ανάβουμε, θα ανάβομεθα ανάβομαιθα αναβόμαστε
θα ανάβειςθα ανάβετεθα ανάβεσαιθα ανάβεστε, θα αναβόσαστε
θα ανάβειθα ανάβουν(ε)θα ανάβεταιθα ανάβονται
Fut
ur
θα ανάψωθα ανάψουμε, θα ανάψομεθα αναφτώθα αναφτούμε
θα ανάψειςθα ανάψετεθα αναφτείςθα αναφτείτε
θα ανάψειθα ανάψουν(ε)θα αναφτείθα αναφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανάψει
θα έχω αναμμένο
θα έχουμε ανάψει
θα έχουμε αναμμένο
θα έχω αναφτεί
θα είμαι αναμμένος, -η
θα έχουμε αναφτεί
θα είμαστε αναμμένοι, -ες
θα έχεις ανάψει
θα έχεις αναμμένο
θα έχετε ανάψει
θα έχετε αναμμένο
θα έχεις αναφτεί
θα είσαι αναμμένος, -η
θα έχετε αναφτεί
θα είστε αναμμένοι, -ες
θα έχει ανάψει
θα έχει αναμμένο
θα έχουν ανάψει
θα έχουν αναμμένο
θα έχει αναφτεί
θα είναι αναμμένος, -η, -ο
θα έχουν αναφτεί
θα είναι αναμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανάβωνα ανάβουμε, να ανάβομενα ανάβομαινα αναβόμαστε
να ανάβειςνα ανάβετενα ανάβεσαινα ανάβεστε, να αναβόσαστε
να ανάβεινα ανάβουν(ε)να ανάβεταινα ανάβονται
Aoristνα ανάψωνα ανάψουμε, να ανάψομενα αναφτώνα αναφτούμε
να ανάψειςνα ανάψετενα αναφτείςνα αναφτείτε
να ανάψεινα ανάψουν(ε)να αναφτείνα αναφτούν(ε)
Perfνα έχω ανάψει
να έχω αναμμένο
να έχουμε ανάψει
να έχουμε αναμμένο
να έχω αναφτεί
να είμαι αναμμένος, -η
να έχουμε αναφτεί
να είμαστε αναμμένοι, -ες
να έχεις ανάψει
να έχεις αναμμένο
να έχετε ανάψει
να έχετε αναμμένο
να έχεις αναφτεί
να είσαι αναμμένος, -η
να έχετε αναφτεί
να είστε αναμμένοι, -ες
να έχει ανάψει
να έχει αναμμένο
να έχουν ανάψει
να έχουν αναμμένο
να έχει αναφτεί
να είναι αναμμένος, -η, -ο
να έχουν αναφτεί
να είναι αναμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανάβεανάβετεανάβεστε
Aoristάναψεανάψτε, ανάφτεανάψουαναφτείτε
Part
izip
Presανάβοντας
Perfέχοντας ανάψει, έχοντας αναμμένοαναμμένος, -η, -οαναμμένοι, -ες, -α
InfinAoristανάψειαναφτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανοίγωανοίγουμε, ανοίγομεανοίγομαιανοιγόμαστε
ανοίγειςανοίγετεανοίγεσαιανοίγεστε, ανοιγόσαστε
ανοίγειανοίγουν(ε)ανοίγεταιανοίγονται
Imper
fekt
άνοιγαανοίγαμεανοιγόμουν(α)ανοιγόμαστε, ανοιγόμασταν
άνοιγεςανοίγατεανοιγόσουν(α)ανοιγόσαστε, ανοιγόσασταν
άνοιγεάνοιγαν, ανοίγαν(ε)ανοιγόταν(ε)ανοίγονταν, ανοιγόντανε, ανοιγόντουσαν
Aoristάνοιξαανοίξαμεανοίχτηκαανοιχτήκαμε
άνοιξεςανοίξατεανοίχτηκεςανοιχτήκατε
άνοιξεάνοιξαν, ανοίξαν(ε)ανοίχτηκεανοίχτηκαν, ανοιχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανοίξει
έχω ανοιγμένο
έχουμε ανοίξει
έχουμε ανοιγμένο
έχω ανοιχτεί
είμαι ανοιγμένος, -η
έχουμε ανοιχτεί
είμαστε ανοιγμένοι, -ες
έχεις ανοίξει
έχεις ανοιγμένο
έχετε ανοίξει
έχετε ανοιγμένο
έχεις ανοιχτεί
είσαι ανοιγμένος, -η
έχετε ανοιχτεί
είστε ανοιγμένοι, -ες
έχει ανοίξει
έχει ανοιγμένο
έχουν ανοίξει
έχουν ανοιγμένο
έχει ανοιχτεί
είναι ανοιγμένος, -η, -ο
έχουν ανοιχτεί
είναι ανοιγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ανοίξει
είχα ανοιγμένο
είχαμε ανοίξει
είχαμε ανοιγμένο
είχα ανοιχτεί
ήμουν ανοιγμένος, -η
είχαμε ανοιχτεί
ήμαστε ανοιγμένοι, -ες
είχες ανοίξει
είχες ανοιγμένο
είχατε ανοίξει
είχατε ανοιγμένο
είχες ανοιχτεί
ήσουν ανοιγμένος, -η
είχατε ανοιχτεί
ήσαστε ανοιγμένοι, -ες
είχε ανοίξει
είχε ανοιγμένο
είχαν ανοίξει
είχαν ανοιγμένο
είχε ανοιχτεί
ήταν ανοιγμένος, -η, -ο
είχαν ανοιχτεί
ήταν ανοιγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανοίγωθα ανοίγουμε, θα ανοίγομεθα ανοίγομαιθα ανοιγόμαστε
θα ανοίγειςθα ανοίγετεθα ανοίγεσαιθα ανοίγεστε, θα ανοιγόσαστε
θα ανοίγειθα ανοίγουν(ε)θα ανοίγεταιθα ανοίγονται
Fut
ur
θα ανοίξωθα ανοίξουμε, θα ανοίξομεθα ανοιχτώθα ανοιχτούμε
θα ανοίξειςθα ανοίξετεθα ανοιχτείςθα ανοιχτείτε
θα ανοίξειθα ανοίξουν(ε)θα ανοιχτείθα ανοιχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανοίξει
θα έχω ανοιγμένο
θα έχουμε ανοίξει
θα έχουμε ανοιγμένο
θα έχω ανοιχτεί
θα είμαι ανοιγμένος, -η
θα έχουμε ανοιχτεί
θα είμαστε ανοιγμένοι, -ες
θα έχεις ανοίξει
θα έχεις ανοιγμένο
θα έχετε ανοίξει
θα έχετε ανοιγμένο
θα έχεις ανοιχτεί
θα είσαι ανοιγμένος, -η
θα έχετε ανοιχτεί
θα είστε ανοιγμένοι, -ες
θα έχει ανοίξει
θα έχει ανοιγμένο
θα έχουν ανοίξει
θα έχουν ανοιγμένο
θα έχει ανοιχτεί
θα είναι ανοιγμένος, -η, -ο
θα έχουν ανοιχτεί
θα είναι ανοιγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανοίγωνα ανοίγουμε, να ανοίγομενα ανοίγομαινα ανοιγόμαστε
να ανοίγειςνα ανοίγετενα ανοίγεσαινα ανοίγεστε, να ανοιγόσαστε
να ανοίγεινα ανοίγουν(ε)να ανοίγεταινα ανοίγονται
Aoristνα ανοίξωνα ανοίξουμε, να ανοίξομενα ανοιχτώνα ανοιχτούμε
να ανοίξειςνα ανοίξετενα ανοιχτείςνα ανοιχτείτε
να ανοίξεινα ανοίξουν(ε)να ανοιχτείνα ανοιχτούν(ε)
Perfνα έχω ανοίξει
να έχω ανοιγμένο
να έχουμε ανοίξει
να έχουμε ανοιγμένο
να έχω ανοιχτεί
να είμαι ανοιγμένος, -η
να έχουμε ανοιχτεί
να είμαστε ανοιγμένοι, -ες
να έχεις ανοίξει
να έχεις ανοιγμένο
να έχετε ανοίξει
να έχετε ανοιγμένο
να έχεις ανοιχτεί
να είσαι ανοιγμένος, -η
να έχετε ανοιχτεί
να είστε ανοιγμένοι, -ες
να έχει ανοίξει
να έχει ανοιγμένο
να έχουν ανοίξει
να έχουν ανοιγμένο
να έχει ανοιχτεί
να είναι ανοιγμένος, -η, -ο
να έχουν ανοιχτεί
να είναι ανοιγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presάνοιγεανοίγετεανοίγεστε
Aoristάνοιξεανοίξτε, ανοίχτεανοίξουανοιχτείτε
Part
izip
Presανοίγοντας
Perfέχοντας ανοίξει, έχοντας ανοιγμένοανοιγμένος, -η, -οανοιγμένοι, -ες, -α
InfinAoristανοίξειανοιχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback