επιτίθεμαι Verb  [epititheme, epitithemai]

  Verb
(8)
  Verb
(0)
stürmen (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu επιτίθεμαι

επιτίθεμαι altgriechisch ἐπιτίθεμαι


GriechischDeutsch
Δεν επιτίθεμαι με κανένα τρόπο στη Θεσσαλονίκη.Ich möchte Thessaloniki in keiner Weise angreifen;

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu επιτίθεμαι

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
επιτίθεμαιεπιτιθέμεθα
επιτίθεσαιεπιτίθεσθε
επιτίθεταιεπιτίθενται
Imper
fekt
επιτίθετοεπιτίθεντο
Aoristεπιτέθηκαεπιτεθήκαμε
επιτέθηκεςεπιτεθήκατε
επιτέθηκεεπιτέθηκαν, επιτεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω επιτεθείέχουμε επιτεθεί
έχεις επιτεθείέχετε επιτεθεί
έχει επιτεθείέχουν επιτεθεί
Plu
per
fekt
είχα επιτεθείείχαμε επιτεθεί
είχες επιτεθείείχατε επιτεθεί
είχε επιτεθείείχαν επιτεθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα επιτίθεμαιθα επιτιθέμεθα
θα επιτίθεσαιθα επιτίθεσθε
θα επιτίθεταιθα επιτίθενται
Fut
ur
θα επιτεθώθα επιτεθούμε
θα επιτεθείςθα επιτεθείτε
θα επιτεθείθα επιτεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω επιτεθείθα έχουμε επιτεθεί
θα έχεις επιτεθείθα έχετε επιτεθεί
θα έχει επιτεθείθα έχουν επιτεθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να επιτίθεμαινα επιτιθέμεθα
να επιτίθεσαινα επιτίθεσθε
να επιτίθεταινα επιτίθενται
Aoristνα επιτεθώνα επιτεθούμε
να επιτεθείςνα επιτεθείτε
να επιτεθείνα επιτεθούν(ε)
Perfνα έχω επιτεθείνα έχουμε επιτεθεί
να έχεις επιτεθείνα έχετε επιτεθεί
να έχει επιτεθείνα έχουν επιτεθεί
Imper
ativ
Presεπιτίθεσθε
Aoristεπιθέσουεπιτεθείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristεπιτεθεί

















Griechische Definition zu επιτίθεμαι

επιτίθεμαι [epitíθeme] Ρ επιτίθεσαι, επιτίθεται, επιτιθέμεθα, επιτίθεστε, επιτίθενται, αόρ. επιτέθηκα και γ' πρόσ. (λόγ.) και επετέθη, επετέθησαν, απαρέμφ. επιτεθεί : κάνω επίθεση. 1α. μετακινούμαι, συνήθ. ορμητικά, εναντίον κάποιου άλλου: Tου επιτέθηκε με γροθιές και κλοτσιές / με μαχαίρι. Tης επιτέθηκε για να τη βιάσει. επιτίθεμαι αιφνιδιαστικά σε κπ. Ληστές επιτέθηκαν σε χρηματαποστολή. Άγριο ζώο που δε διστάζει να επιτεθεί ακόμα και στον άνθωπο. || (επέκτ.) μετακινούμαι γρήγορα προς κτ. συνήθ. επιθυμητό: Οι καλεσμένοι επιτέθηκαν στον μπουφέ. β. (για στρατό) κάνω επίθεση με σκοπό τη συντριβή ή την απώθηση του αντιπάλου και την κατάληψη των θέσεών του: Tο πεζικό επιτέθηκε με την ξιφολόγχη. Επιτίθενται τα τανκς / τα αεροπλάνα. || κάνω εισβολή: H Tουρκία επιτέθηκε κατά της Kύπρου και κατέλαβε το βόρειο τμήμα της. γ. (αθλ.) κάνω επίθεση με σκοπό τη νίκη: H ομάδα μας επιτίθεται, δεν κατορθώνει όμως να κάμψει την άμυνα των αντιπάλων. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback