stürmen
 (ugs.)  Verb

ορμώ Verb
(0)
επιτίθεμαι Verb
(0)
ξεχύνομαι Verb
(0)
DeutschGriechisch
Heute Nacht wollte er betrunken in ihr Zimmer stürmen.Και απόψε ήρθε μεθυσμένος και προσπάθησε να μπει στο δωμάτιό της κι αυτή τον πυροβόλησε.

Übersetzung nicht bestätigt

Türken, Franzosen und Brilen stürmen vereint Sebastopol.Αυτό θα τους κρατήσει απασχολημένους ενώ γαλλικές, τουρκικές και βρετανικές δυνάμεις θα επιτεθούν στη Σεβαστούπολη.

Übersetzung nicht bestätigt

General Warrenton will die Arlilleriestellungen stürmen.Είναι παράλογο. Ο στρατηγός Γουόρεντον επιτίθεται στο ρωσικό πυροβολικό.

Übersetzung nicht bestätigt

Jungs, wir stürmen das Büro.Δίκιο έχει ο Ντόσον!

Übersetzung nicht bestätigt

Gladys musste nur ins Haus stürmen.Θ' αρκούσε απλώς να σκάσει μύτη η Γκλάντυς.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ormao66">ορμάω, ορμώορμάμε, ορμούμε
ορμάςορμάτε
ορμάει, ορμάορμάν(ε), ορμούν(ε)
Imper
fekt
ορμούσα, όρμαγαορμούσαμε, ορμάγαμε
ορμούσες, όρμαγεςορμούσατε, ορμάγατε
ορμούσε, όρμαγεορμούσαν(ε), όρμαγαν, ορμάγανε
Aoristόρμησαορμήσαμε
όρμησεςορμήσατε
όρμησεόρμησαν, ορμήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω ορμήσειέχουμε ορμήσει
έχεις ορμήσειέχετε ορμήσει
έχει ορμήσειέχουν ορμήσει
Plu
perf
ekt
είχα ορμήσειείχαμε ορμήσει
είχες ορμήσειείχατε ορμήσει
είχε ορμήσειείχαν ορμήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ορμάω, θα ορμώθα ορμάμε, θα ορμούμε
θα ορμάςθα ορμάτε
θα ορμάει, θα ορμάθα ορμάν(ε), θα ορμούν(ε)
Fut
ur
θα ορμήσωθα ορμήσουμε, θα ορμήσομε
θα ορμήσειςθα ορμήσετε
θα ορμήσειθα ορμήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ορμήσειθα έχουμε ορμήσει
θα έχεις ορμήσειθα έχετε ορμήσει
θα έχει ορμήσειθα έχουν ορμήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ορμάω, να ορμώνα ορμάμε, να ορμούμε
να ορμάςνα ορμάτε
να ορμάει, να ορμάνα ορμάν(ε), να ορμούν(ε)
Aoristνα ορμήσωνα ορμήσουμε, να ορμήσομε
να ορμήσειςνα ορμήσετε
να ορμήσεινα ορμήσουν(ε)
Perfνα έχω ορμήσεινα έχουμε ορμήσει
να έχεις ορμήσεινα έχετε ορμήσει
να έχει ορμήσεινα έχουν ορμήσει
Imper
ativ
Presόρμα, όρμαγεορμάτε
Aoristόρμησε, όρμαορμήστε
Part
izip
Presορμώντας
Perfέχοντας ορμήσει
InfinAoristορμήσει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
επιτίθεμαιεπιτιθέμεθα
επιτίθεσαιεπιτίθεσθε
επιτίθεταιεπιτίθενται
Imper
fekt
επιτίθετοεπιτίθεντο
Aoristεπιτέθηκαεπιτεθήκαμε
επιτέθηκεςεπιτεθήκατε
επιτέθηκεεπιτέθηκαν, επιτεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω επιτεθείέχουμε επιτεθεί
έχεις επιτεθείέχετε επιτεθεί
έχει επιτεθείέχουν επιτεθεί
Plu
per
fekt
είχα επιτεθείείχαμε επιτεθεί
είχες επιτεθείείχατε επιτεθεί
είχε επιτεθείείχαν επιτεθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα επιτίθεμαιθα επιτιθέμεθα
θα επιτίθεσαιθα επιτίθεσθε
θα επιτίθεταιθα επιτίθενται
Fut
ur
θα επιτεθώθα επιτεθούμε
θα επιτεθείςθα επιτεθείτε
θα επιτεθείθα επιτεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω επιτεθείθα έχουμε επιτεθεί
θα έχεις επιτεθείθα έχετε επιτεθεί
θα έχει επιτεθείθα έχουν επιτεθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να επιτίθεμαινα επιτιθέμεθα
να επιτίθεσαινα επιτίθεσθε
να επιτίθεταινα επιτίθενται
Aoristνα επιτεθώνα επιτεθούμε
να επιτεθείςνα επιτεθείτε
να επιτεθείνα επιτεθούν(ε)
Perfνα έχω επιτεθείνα έχουμε επιτεθεί
να έχεις επιτεθείνα έχετε επιτεθεί
να έχει επιτεθείνα έχουν επιτεθεί
Imper
ativ
Presεπιτίθεσθε
Aoristεπιθέσουεπιτεθείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristεπιτεθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback