eilen
 Verb

σπεύδω Verb
(0)
ορμώ Verb
(0)
ορμίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wieder einmal muss ich dir zur Rettung eilen, und mir was einfallen lassen.Για άλλη μια φορά θα σώσω την κατάσταση και θα γίνω η μητέρα μιας επινόησης.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn Sie beide noch immer Spielchen mit mir spielen... wenn Sie mich mitten in der Nacht aus dem Bett geholt haben... um hierher zu eilen wegen eines elenden Streiches--Για ακούστε εσείς οι δυο. Αν με κοροϊδεύετε ακόμα... και με σηκώσατε απ' το κρεβάτι νυχτιάτικα... να έρθω εδώ για να μου κάνετε φάρσα...

Übersetzung nicht bestätigt

Tschüss, Schatz, wir müssen eilen.Αντίο, αγάπη μου, πρέπει να βιαστούμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Wissensdurstige Geister, die zur Quelle der Weisheit eilen!Μικρά διψασμένα μυαλουδάκια που τρέχουν προς τη γνώση

Übersetzung nicht bestätigt

Hier? All die Truppen, die zur Verteidigung nach Norden eilen...Όλοι οι άντρες πήγαν για την άμυνα του βορρά.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σπεύδωσπεύδουμε, σπεύδομε
σπεύδειςσπεύδετε
σπεύδεισπεύδουν(ε)
Imper
fekt
έσπευδασπεύδαμε
έσπευδεςσπεύδατε
έσπευδεέσπευδαν, σπεύδαν(ε)
Aoristέσπευσασπεύσαμε
έσπευσεςσπεύσατε
έσπευσεέσπευσαν, σπεύσαν(ε)
Per
fekt
έχω σπεύσειέχουμε σπεύσει
έχεις σπεύσειέχετε σπεύσει
έχει σπεύσειέχουν σπεύσει
Plu
per
fekt
είχα σπεύσειείχαμε σπεύσει
είχες σπεύσειείχατε σπεύσει
είχε σπεύσειείχαν σπεύσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σπεύδωθα σπεύδουμε, θα σπεύδομε
θα σπεύδειςθα σπεύδετε
θα σπεύδειθα σπεύδουν(ε)
Fut
ur
θα σπεύσωθα σπεύσουμε, θα σπεύσομε
θα σπεύσειςθα σπεύσετε
θα σπεύσειθα σπεύσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σπεύσειθα έχουμε σπεύσει
θα έχεις σπεύσειθα έχετε σπεύσει
θα έχει σπεύσειθα έχουν σπεύσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σπεύδωνα σπεύδουμε, να σπεύδομε
να σπεύδειςνα σπεύδετε
να σπεύδεινα σπεύδουν(ε)
Aoristνα σπεύσωνα σπεύσουμε, να σπεύσομε
να σπεύσειςνα σπεύσετε
να σπεύσεινα σπεύσουν(ε)
Perfνα έχω σπεύσεινα έχουμε σπεύσει
να έχεις σπεύσεινα έχετε σπεύσει
να έχει σπεύσεινα έχουν σπεύσει
Imper
ativ
Presσπεύδεσπεύδετε
Aoristσπεύσεσπεύστε, σπεύσετε
Part
izip
Presσπεύδοντας
Perfέχοντας σπεύσει
InfinAoristσπεύσει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ormao66">ορμάω, ορμώορμάμε, ορμούμε
ορμάςορμάτε
ορμάει, ορμάορμάν(ε), ορμούν(ε)
Imper
fekt
ορμούσα, όρμαγαορμούσαμε, ορμάγαμε
ορμούσες, όρμαγεςορμούσατε, ορμάγατε
ορμούσε, όρμαγεορμούσαν(ε), όρμαγαν, ορμάγανε
Aoristόρμησαορμήσαμε
όρμησεςορμήσατε
όρμησεόρμησαν, ορμήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω ορμήσειέχουμε ορμήσει
έχεις ορμήσειέχετε ορμήσει
έχει ορμήσειέχουν ορμήσει
Plu
perf
ekt
είχα ορμήσειείχαμε ορμήσει
είχες ορμήσειείχατε ορμήσει
είχε ορμήσειείχαν ορμήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ορμάω, θα ορμώθα ορμάμε, θα ορμούμε
θα ορμάςθα ορμάτε
θα ορμάει, θα ορμάθα ορμάν(ε), θα ορμούν(ε)
Fut
ur
θα ορμήσωθα ορμήσουμε, θα ορμήσομε
θα ορμήσειςθα ορμήσετε
θα ορμήσειθα ορμήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ορμήσειθα έχουμε ορμήσει
θα έχεις ορμήσειθα έχετε ορμήσει
θα έχει ορμήσειθα έχουν ορμήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ορμάω, να ορμώνα ορμάμε, να ορμούμε
να ορμάςνα ορμάτε
να ορμάει, να ορμάνα ορμάν(ε), να ορμούν(ε)
Aoristνα ορμήσωνα ορμήσουμε, να ορμήσομε
να ορμήσειςνα ορμήσετε
να ορμήσεινα ορμήσουν(ε)
Perfνα έχω ορμήσεινα έχουμε ορμήσει
να έχεις ορμήσεινα έχετε ορμήσει
να έχει ορμήσεινα έχουν ορμήσει
Imper
ativ
Presόρμα, όρμαγεορμάτε
Aoristόρμησε, όρμαορμήστε
Part
izip
Presορμώντας
Perfέχοντας ορμήσει
InfinAoristορμήσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback