verhökern
 (ugs.)  Verb

πουλώ 
(0)
DeutschGriechisch
Sollte er diesmal falsch liegen, muss ich mein Stethoskop verhökern.Αν χαθεί η τύχη μας, θα βάλω ενέχυρο το στηθοσκόπιο.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn wir ihn haben... können wir ihn an eine fremde Macht verhökern.Αν αποκτούσαμε κάτι από αυτό... θα μπορούσαμε να το πουλήσουμε σε κάποιες ξένες κυβερνήσεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kann kochen, nähen, schweigen und geklauten Schmuck auf dem Schwarzmarkt verhökern.Ξέρω να μαγειρεύω, να ράβω... . Να κρατώ το στόμα μου κλειστό και να πουλάω κοσμήματα στη μαύρη αγορά.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber mach keine Werbung damit, dass du ein Auto verhökern willst, mit dem französische Soldaten zur Schlacht an die Marne gefahren sind.Δουλειά μας είναι να το πουλήσουμε... άσχετα αν μετέφερε Γάλλους στρατιώτες ακόμη και σε πόλεμο.

Übersetzung nicht bestätigt

Diesen Fusel kann er allenfalls als Rattengift verhökern, schöner Whiskey.Μπορεί ο Spider να λειτουργεί ακόμη αλλά δεν μπορεί να φτιάξη whisky.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




ΠΟΥΛΩ
I sell
AktivPassive
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πουλάω, πουλώπουλάμε, πουλούμεπουλιέμαιπουλιόμαστε
πουλάςπουλάτεπουλιέσαιπουλιέστε, πουλιόσαστε
πουλάει, πουλάπουλάν(ε), πουλούν(ε)πουλιέταιπουλιούνται, πουλιόνται
Imper
fekt
πουλούσα, πούλαγαπουλούσαμε, πουλάγαμεπουλιόμουν(α)πουλιόμαστε, πουλιόμασταν
πουλούσες, πούλαγεςπουλούσατε, πουλάγατεπουλιόσουν(α)πουλιόσαστε, πουλιόσασταν
πουλούσε, πούλαγεπουλούσαν(ε), πούλαγαν, πουλάγανεπουλιόταν(ε)πουλιόνταν(ε), πουλιούνταν, πουλιόντουσαν
Aoristπούλησαπουλήσαμεπουλήθηκαπουληθήκαμε
πούλησεςπουλήσατεπουλήθηκεςπουληθήκατε
πούλησεπούλησαν, πουλήσαν(ε)πουλήθηκεπουλήθηκαν, πουληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω πουλήσει
έχω πουλημένο
έχουμε πουλήσει
έχουμε πουλημένο
έχω πουληθεί
είμαι πουλημένος, -η
έχουμε πουληθεί
είμαστε πουλημένοι, -ες
έχεις πουλήσει
έχεις πουλημένο
έχετε πουλήσει
έχετε πουλημένο
έχεις πουληθεί
είσαι πουλημένος, -η
έχετε πουληθεί
είστε πουλημένοι, -ες
έχει πουλήσει
έχει πουλημένο
έχουν πουλήσει
έχουν πουλημένο
έχει πουληθεί
είναι πουλημένος, -η, -ο
έχουν πουληθεί
είναι πουλημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα πουλήσει
είχα πουλημένο
είχαμε πουλήσει
είχαμε πουλημένο
είχα πουληθεί
ήμουν πουλημένος, -η
είχαμε πουληθεί
ήμαστε πουλημένοι, -ες
είχες πουλήσει
είχες πουλημένο
είχατε πουλήσει
είχατε πουλημένο
είχες πουληθεί
ήσουν πουλημένος, -η
είχατε πουληθεί
ήσαστε πουλημένοι, -ες
είχε πουλήσει
είχε πουλημένο
είχαν πουλήσει
είχαν πουλημένο
είχε πουληθεί
ήταν πουλημένος, -η, -ο
είχαν πουληθεί
ήταν πουλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πουλάω, θα πουλώθα πουλάμε, θα πουλούμεθα πουλιέμαιθα πουλιόμαστε
θα πουλάςθα πουλάτεθα πουλιέσαιθα πουλιέστε, θα πουλιόσαστε
θα πουλάει, θα πουλάθα πουλάν(ε), θα πουλούν(ε)θα πουλιέταιθα πουλιούνται, θα πουλιόνται
Fut
ur
θα πουλήσωθα πουλήσουμε, θα πουλήσομεθα πουληθώθα πουληθούμε
θα πουλήσειςθα πουλήσετεθα πουληθείςθα πουληθείτε
θα πουλήσειθα πουλήσουν(ε)θα πουληθείθα πουληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πουλήσει
θα έχω πουλημένο
θα έχουμε πουλήσει
θα έχουμε πουλημένο
θα έχω πουληθεί
θα είμαι πουλημένος, -η
θα έχουμε πουληθεί
θα είμαστε πουλημένοι, -ες
θα έχεις πουλήσει
θα έχεις πουλημένο
θα έχετε πουλήσει
θα έχετε πουλημένο
θα έχεις πουληθεί
θα είσαι πουλημένος, -η
θα έχετε πουληθεί
θα είστε πουλημένοι, -ες
θα έχει πουλήσει
θα έχει πουλημένο
θα έχουν πουλήσει
θα έχουν πουλημένο
θα έχει πουληθεί
θα είναι πουλημένος, -η, -ο
θα έχουν πουληθεί
θα είναι πουλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πουλάω, να πουλώνα πουλάμε, να πουλούμενα πουλιέμαινα πουλιόμαστε
να πουλάςνα πουλάτενα πουλιέσαινα πουλιέστε, να πουλιόσαστε
να πουλάει, να πουλάνα πουλάν(ε), να πουλούν(ε)να πουλιέταινα πουλιούνται, να πουλιόνται
Aoristνα πουλήσωνα πουλήσουμε, να πουλήσομενα πουληθώνα πουληθούμε
να πουλήσειςνα πουλήσετενα πουληθείςνα πουληθείτε
να πουλήσεινα πουλήσουν(ε)να πουληθείνα πουληθούν(ε)
Perfνα έχω πουλήσει
να έχω πουλημένο
να έχουμε πουλήσει
να έχουμε πουλημένο
να έχω πουληθεί
να είμαι πουλημένος, -η
να έχουμε πουληθεί
να είμαστε πουλημένοι, -ες
να έχεις πουλήσει
να έχεις πουλημένο
να έχετε πουλήσει
να έχετε πουλημένο
να έχεις πουληθεί
να είσαι πουλημένος, -η
να έχετε πουληθεί
να είστε πουλημένοι, -η
να έχει πουλήσει
να έχει πουλημένο
να έχουν πουλήσει
να έχουν πουλημένο
να έχει πουληθεί
να είναι πουλημένος, -η, -ο
να έχουν πουληθεί
να είναι πουλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπούλα, πούλαγεπουλάτεπουλιέστε
Aoristπούλησε, πούλαπουλήστεπουλήσουπουληθείτε
Part
izip
Presπουλώντας
Perfέχοντας πουλήσει, έχοντας πουλημένοπουλημένος, -η, -οπουλημένοι, -ες, -α
InfinAoristπουλήσειπουληθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback