Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



έρευνα

έρευνα altgriechisch ἔρευνα


ερευνητής

ερευνητής altgriechisch ἐρευνητής


ερευνώ

ερευνώ altgriechisch ἐρευνῶ


ερήμην

ερήμην altgriechisch ἐρήμην (δίκην), αιτιατική ενικού του ἐρήμη (Femininum von ἔρημος)


ερημητήριο

ερημητήριο Katharevousa ερημητήριον ερημίτης[1] + -τήριον ((Lehnübersetzung) französisch ermitage ermite λατινικά eremita Koine-Griechisch ἐρημίτης altgriechisch ἔρημος)


ερημία

ερημία altgriechisch ἐρημία


ερημίτης

ερημίτης Koine-Griechisch ἐρημίτης altgriechisch ἐρῆμος / ἔρημος ((Lehnübersetzung) französisch ermite)


έρημος

έρημος altgriechisch ἔρημος


ερήμωμα

ερήμωμα ερημώνω + -μα altgriechisch ἐρημόω / ἐρημῶ ἐρῆμος


ερημώνω

ερημώνω mittelgriechisch ερημώνω altgriechisch ἐρημόω / ἐρημῶ ἐρῆμος


ερήμωση

ερήμωση Koine-Griechisch ἐρήμωσις altgriechisch ἐρημόω / ἐρημῶ ἐρῆμος


έριδα

έριδα Katharevousa έρις altgriechisch ἔρις


ερίζω

ερίζω altgriechisch ἐρίζω


ερίφι

ερίφι mittelgriechisch ερίφι(ν) Koine-Griechisch ἐρίφιον altgriechisch ἔριφος


ερίφιο

ερίφιο mittelgriechisch ερίφι(ν) Koine-Griechisch ἐρίφιον altgriechisch ἔριφος


έρμα

έρμα altgriechisch ἕρμα


έρμαιο

έρμαιο απόδοση στο μονοτονικό της λέξης ἕρμαιο altgriechisch ἕρμαιον Ερμής


ερμηνεία

ερμηνεία altgriechisch ἑρμηνεία ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς


ερμηνεύω

ερμηνεύω altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς Ἑρμῆς


ερμητισμός

ερμητισμός (entlehnt aus) französisch hermétisme hermétique Koine-Griechisch ἑρμητής altgriechisch Ἑρμῆς


έρπης

έρπης altgriechisch ἕρπης ἕρπω proto-indogermanisch *serp- (έρπω)


έρπω

έρπω altgriechisch ἕρπω proto-indogermanisch *serp- (έρπω)


ερυθρά

ερυθρά substantiviertes Femininum des Adjektivs: ερυθρός altgriechisch ἐρυθρός ((Lehnübersetzung) französisch rubéole)


ερυθρίαση

ερυθρίαση altgriechisch ἐρυθρίασις


ερυθρός

ερυθρός altgriechisch ἐρυθρός


ερυσίπελας

ερυσίπελας altgriechisch ἐρυσίπελας ερυθρός + πέλ- · βλέπε και lateinisch pellis(δέρμα)


έρχομαι

έρχομαι altgriechisch ἔρχομαι. Ορισμένοι τύποι, από θέματα χωρίς ετυμολογική σύνδεση, όπως έλα!, ήρθα/ήλθα (που συνδέονται με το ελαύνω και το έλευση).[1]


ερχομός

ερχομός mittelgriechisch ερχομός altgriechisch ἔρχομαι


ερωδιός

ερωδιός altgriechisch ἐρῳδιός


ερωμένη

ερωμένη altgriechisch ἐρωμένη, μετοχή ενεστώτα θηλυκού γένους του ρήματος ἐράομαι, -ῶμαι: αυτή που την αγαπούν


ερωταπόκριση

ερωταπόκριση mittelgriechisch ερωταπόκρισις altgriechisch ἐρώτησις + ἀπόκρισις


ερώτηση

ερώτηση altgriechisch ἐρώτησις ἐρωτῶ


ερωτιδέας

ερωτιδέας Koine-Griechisch ἐρωτιδεύς altgriechisch ἔρως


ερωτικός

ερωτικός altgriechisch ἐρωτικός


ερωτισμός

ερωτισμός (entlehnt aus) französisch érotisme érotique altgriechisch ἐρωτικός ἔρως


ερωτώ

ερωτώ altgriechisch ἐρωτάω / ἐρωτῶ


εσθήτα

εσθήτα altgriechisch ἐσθής


εσμός

εσμός altgriechisch ἑσμός ἕζομαι


εσοδεία

εσοδεία mittelgriechisch ἐσοδεία Koine-Griechisch *ἐσοδεία εἰσοδιάζω altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός


εσοδιάζω

εσοδιάζω mittelgriechisch εσοδιάζω Koine-Griechisch εἰσοδιάζω εἰσόδιος altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός


έσοδο

έσοδο Koine-Griechisch εἴσοδος / ἔσοδος (παρόμοια σημασία) altgriechisch εἴσοδος / ἔσοδος εἰς + ὁδός


εσπέρα

εσπέρα altgriechisch ἑσπέρα, Femininum von ἕσπερος *ϝέσπερος indoeuropäisch (Wurzel) *wek(ʷ)speros *we- + *kʷsep- (νύχτα)


εσπέρας

εσπέρας εσπέρα altgriechisch ἑσπέρα, Femininum von ἕσπερος *ϝέσπερος indoeuropäisch (Wurzel) *wekʷsperos


εσπερίδα

εσπερίδα Katharevousa εσπερίς Koine-Griechisch ἑσπερίς altgriechisch ἑσπέρα ((Lehnbedeutung) französisch soirée)


εσπεριδοειδή

εσπεριδοειδή altgriechisch Ἑσπερίδες + -ο- + -ειδή ((Lehnübersetzung) französisch hespéridées)


εσπερινός

εσπερινός (λόγιο) altgriechisch ἑσπερινός


εστέρας

εστέρας (entlehnt aus) englisch ester deutsch Essigäther Essig + Äther ( lateinisch aerher altgriechisch αἰθήρ)


εστιάζω

1,2 εστιάζω εστία + -άζω altgriechisch ἑστία indoeuropäisch (Wurzel) *h₂wes- (κατοικώ, μένω, ζω) ((Lehnübersetzung) französisch focaliser)


εστιάτορας

εστιάτορας altgriechisch ἑστιάτωρ ἑστιάω ἑστία


εστιατόριο

εστιατόριο altgriechisch ἑστιατόριον ἑστιάτωρ ἑστιάω ἑστία


εσύ

εσύ mittelgriechisch ἐσύ altgriechisch σύ, με προσθήκη του ἐ- κατά τα ἐγώ, ἐμού, ἐμέ


εσχάρα

εσχάρα altgriechisch ἐσχάρα


εσχατιά

εσχατιά altgriechisch ἐσχατιά ἔσχατος


εσχατόγερος

εσχατόγερος Koine-Griechisch ἐσχατόγηρος / ἐσχατόγηρως / ἐσχατογέρων altgriechisch ἔσχατος + γῆρας


εσχατολογία

εσχατολογία (entlehnt aus) französisch eschatologie altgriechisch ἔσχατος + -λογία


έσχατος

έσχατος altgriechisch ἔσχατος


έσωθεν

έσωθεν altgriechisch ἔσωθεν


ετάζω

ετάζω altgriechisch ἐτάζω


εταίρα

εταίρα altgriechisch ἑταῖρα


εταιρεία

εταιρεία (λόγιο) altgriechisch ἑταιρεία (σύνδεσμος, αδελφότητα) ἑταιρεῖος ἑταῖρος ἔτης *ϝέτης proto-indogermanisch *swé (ἑός), Lehnbedeutung από τη französisch société, compagnie


εταιρικός

εταιρικός Koine-Griechisch ἑταιρικός(2,3) altgriechisch ἑταιρικός(1) ἑταιρία / ἑταιρεία


εταίρος

εταίρος altgriechisch ἑταῖρος


ετερογαμία

ετερογαμία (entlehnt aus) französisch hétérogamie altgriechisch ἕτερος + γαμέω


ετερογονία

ετερογονία (entlehnt aus) englisch heterogony deutsch Heterogonie hetero- (ετερο-) + -gonie ( altgriechisch γόνος)


ετερομορφία

ετερομορφία (entlehnt aus) englisch hétéromorphie altgriechisch ἕτερος + μορφή


ετερονομία

ετερονομία (entlehnt aus) englisch hétéronomie altgriechisch ἕτερος + νόμος


έτερος

έτερος altgriechisch ἕτερος


ετησίως

ετησίως Koine-Griechisch ἐτησίως altgriechisch ἐτήσιος


ετοιμάζω

ετοιμάζω altgriechisch ἑτοιμάζω ἕτοιμος


ετοιμασία

ετοιμασία altgriechisch ἑτοιμασία


έτοιμος

έτοιμος altgriechisch ἕτοιμος / ἑτοῖμος


ετοιμότητα

ετοιμότητα altgriechisch ἑτοιμότης


έτος

έτος altgriechisch ἔτος ϝέτος proto-indogermanisch *wétos *wet- (έτος) + *-os


ετούτος

ετούτος mittelgriechisch ετούτος / τούτος altgriechisch οὗτος


ετσά

ετσά altgriechisch οὕτως > mittelgriechisch οὕτωσι > έτσι, έτσ(ι) + (δ)α > ετσά


έτσι

έτσι mittelgriechisch ἔτσι ἔτις με τσιτακισμό altgriechisch οὕτως / οὑτωσί άλλη, λιγότερο πιθανή εκδοχή lateinisch etsi (αν και)[1]


ετυμολόγηση

ετυμολόγηση ετυμολόγησις ετυμολογώ + -σις altgriechisch ἐτυμολογέω/ἐτυμολογῶ ἔτυμος + λέγω


ετυμολόγος

ετυμολόγος Koine-Griechisch ἐτυμολόγος altgriechisch ἐτυμολογέω/ἐτυμολογῶ ἔτυμ(ος) + -ο- + -λόγος


ευ

ευ altgriechisch εὖ


ευαγγελίζομαι

ευαγγελίζομαι altgriechisch εὐαγγελίζομαι


ευαισθησία

ευαισθησία altgriechisch εὐαισθησία ((Lehnbedeutung) französisch sensibilité[1] [2])


ευαρέσκεια

ευαρέσκεια ευ- + αρέσκεια (πβ. altgriechisch εὐάρεσκος)


ευάρεστος

ευάρεστος Koine-Griechisch εὐάρεστος altgriechisch εὖ + ἀρέσκω


ευαρεστούμαι

ευαρεστούμαι Koine-Griechisch εὐαρεστέομαι, Passiv von εὐαρεστές εὐάρεστος altgriechisch εὖ + ἀρέσκω


ευαρμόστως

ευαρμόστως altgriechisch εὐαρμόστως εὐάρμοστος


εύγε

εύγε altgriechisch εὖγε εὖ + γε


ευγένεια

ευγένεια altgriechisch εὐγένεια


ευγενής

ευγενής altgriechisch εὐγενής εὖ +γένος


ευγηρία

ευγηρία altgriechisch εὐγηρία εὔγηρος εὖ + γῆρας


ευγλωττία

ευγλωττία altgriechisch εὐγλωττία / εὐγλωσσία εὖ + γλῶσσα / γλῶττα


ευγνώμονας

ευγνώμονας altgriechisch εὐγνώμων


ευγνωμονώ

ευγνωμονώ altgriechisch εὐγνωμονέω / εὐγνωμονῶ εὐγνώμων εὖ + γνώμων γιγνώσκω indoeuropäisch (Wurzel) *ǵneh₃- (γνωρίζω)


ευγνωμοσύνη

ευγνωμοσύνη altgriechisch εὐγνωμοσύνη εὐγνώμων + -οσύνη εὖ + γνώμων γιγνώσκω indoeuropäisch (Wurzel) *ǵneh₃- (γνωρίζω) ((Lehnbedeutung) französisch gratitude)


ευγνώμων

ευγνώμων altgriechisch εὐγνώμων


ευγονία

ευγονία altgriechisch εὐγονία εὖ + γίγνομαι


ευγονισμός

ευγονισμός (entlehnt aus) englisch eugenism altgriechisch εὖ + γίγνομαι


ευδαίμονας

ευδαίμονας altgriechisch εὐδαίμων


ευδαιμονία

ευδαιμονία altgriechisch εὐδαιμονία


ευδοκίμηση

ευδοκίμηση altgriechisch εὐδοκίμησις


ευδοκιμώ

ευδοκιμώ altgriechisch εὐδοκιμῶ



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback