εργάτης altgriechisch ἐργάτης
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Αυτή θα είχε αντικατασταθεί οπωσδήποτε, αφού το αέριο είναι σε υψηλό βαθμό εκρηκτικό και η διαφυγή εγκυμονούσε ένα σοβαρό κίνδυνο για τους εργάτες. | Es hätte in jedem Fall ersetzt werden müssen, weil das Gas hoch explosiv ist und die Leckagen ein hohes Risiko für die Arbeiter darstellten. Übersetzung bestätigt |
Τέλος, δεδομένου ότι οι νέες πόρτες ζύγιζαν 1,5 τόνο περισσότερο από τις παλαιές, κατέστη πολύ επικίνδυνο για τους εργάτες του χαλυβουργείου να ανοιγοκλείνουν τις θύρες με το παλιό σύστημα με αλυσίδα. | Da die neuen Türen 1,5 t mehr wogen als die alten, wurde es für die Arbeiter des Stahlwerks zu gefährlich, die Türen mit dem alten Kettenmechanismus zu öffnen und zu schließen. Übersetzung bestätigt |
Ειδικευμένοι εργάτες * | Gelernte Arbeiter * Übersetzung bestätigt |
Το Βέλγιο ισχυρίζεται ότι η επέκταση προϋποθέτει επίσης ότι πολλοί εργάτες πρέπει να εξοικειωθούν με τα νέα μηχανήματα, ανταλλακτικά, τεχνικές πιεστηρίου και μεθόδους εργασίας. | Belgien führt an, dass sich durch den Ausbau zahlreiche Arbeiter mit neuen Maschinen, Teilen, Formtechniken und Arbeitsweisen vertraut machen müssen. Übersetzung bestätigt |
Ισχυρίζονται ότι ένα νέο μοντέλο δεν αντιστοιχεί μόνο στην εισαγωγή ενός νέου προϊόντος, αλλά υποχρεώνει επίσης πολλούς εργάτες να εξοικειωθούν με νέα μηχανήματα, ανταλλακτικά, τεχνικές συναρμολόγησης και μεθόδους εργασίας. | Ein neues Modell bedeute also nicht nur die Einführung eines neuen Produkts, sondern zwinge auch viele Arbeiter, sich auf neue Maschinen, Einzelteile, Montagetechniken und Arbeitsweisen einzustellen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Deutsche Synonyme |
---|
Werktätiger |
Lohnarbeiter |
Malocher |
Arbeiter |
Hackler |
εργάτης ο [erγátis] στις σημ. 1, 2 : 1α. αυτός που προσφέρει μισθωτή εργασία, κυρίως χειρωνακτική, και αμείβεται συνήθ. με ημερομίσθιο: εργάτης σε εργοστάσιο ή βιομηχανικός εργάτης. Ένας εργάτης σε μεταλλείο / σε οικοδομή / σε βιοτεχνία. Tο ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη. Ειδικευμένος εργάτης. Πρόσληψη / απόλυση / απεργία εργατών. Εργάτες και υπάλληλοι. Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας. Εποχιακός εργάτης. Aγροτικός εργάτης ή εργάτης γης. εργάτης της θάλασσας. Ξένοι εργάτες. β. αυτός που ασχολείται με ορισμένη πνευματική δραστηριότητα: εργάτης του πνεύματος, ο διανοούμενος. εργάτης του λόγου, ο λογοτέχνης. εργάτης της πένας, ο συγγραφέας. εργάτηςτης τέχνης, ο καλλιτέχνης. εργάτης της επιστήμης, ο επιστήμονας. εργάτης της αρετής, ο ενάρετος άνθρωπος. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.