{ο}  εραστής Subst.  [erastis, erasths]

{der}    Subst.
(409)
{der}    Subst.
(0)

Etymologie zu εραστής

εραστής altgriechisch ἐραστής ἐράω / ἐρῶ ((Lehnbedeutung) französisch amant)


GriechischDeutsch
Μου θυμίζει τη ρήση ενός ανωνύμου: "για να φτιαχτεί ένα σπουδαίο κρασί, χρειάζεται ένας παθιασμένος ανόητος για να καλλιεργήσει τα κλήματα, ένας σοφός για να τα ρυθμίσει, ένας διαυγής καλλιτέχνης για να φτιάξει το κρασί, ένας εραστής για να το πιει και ένας ποιητής για να υμνήσει τη δόξα του".Da fällt mir ein anonymes Zitat ein: "Um einen großen Wein zu erzeugen, braucht man einen passionierten Verrückten, um den Wein anzubauen, einen Weisen, um ihn zu reglementieren, einen erleuchteten Künstler, um den Wein herzustellen, einen Liebhaber, um ihn zu trinken, und einen Dichter, um ihn zu besingen".

Übersetzung bestätigt

Ή ένας ανίσχυρος εραστής, που παρακολουθεί με απεριόριστη συμπάθεια πράγματα που δεν μπορεί να ελέγξει ή να αλλάξει;Oder ein machtloser Liebhaber, der mit unendlichem Mitgefühl die Dinge beobachtet, die Gott weder zu kontrollieren noch zu verändern in der Lage ist?

Übersetzung nicht bestätigt

Ξέρω ότι ήταν μια μεγάλη εραστές, αλλά εεε ... καλά τώρα υπάρχουν θυμάται ακόμα μετά από τρία χρόνια θα πρέπει να είναι εντυπωσιακός επί μπορεί να είναι ένα άλλο Groucho Marx, αλλά ότι είστε ό, τι σας κάνει να πιστεύετε σας φίλη έχει σε βάθος τεσσάρων ή πέντε φίλους και ΝικαράγουαIch weiß, das war ein großer Liebhaber, sondern uh ... Nun gibt es immer noch an dich erinnert Nach drei Jahren muss sensationell auf Sie können anderen Groucho Marx, sondern

Übersetzung nicht bestätigt

Ένα ζευγάρι των αστέρων-cross'd εραστές πάρει τη ζωή τους? Ποιανού misadventur'd δραματική ανατροπέςEin Paar Sterne-cross'd Liebhaber nehmen ihr Leben; Wessen misadventur'd kläglich stürzt

Übersetzung nicht bestätigt

Αυτό το πολύτιμο βιβλίο της αγάπης, αυτό εραστής αδέσμευτο,Das kostbare Buch der Liebe, dieser ungebundenen Liebhaber,

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu εραστής

εραστής ο [erastís] : 1α.άντρας που έχει παράνομες ή μη νομιμοποιημένες ερωτικές σχέσεις με ορισμένη γυναίκα· (πρβ. ερωμένη): Σκότωσε τον εραστή της γυναίκας του. Tην εγκατέλειψε ο εραστής της. Ο εραστής της λαίδης Tσάτερλι. Ο εραστής κάποιου, για ομοφυλόφιλους. β. (σπάν.) άντρας που είναι ερωτευμένος με ορισμένη γυναίκα: Γίνε και πάλι εραστής της γυναίκας σου. γ. άντρας που έχει πολύ έντονη ερωτική ζωή ή σεξουαλική δραστηριότητα: Παριστάνει τον εραστή. Λατίνος* εραστής. 2. (πληθ., για δύο πρόσ.) ερωτικό ζευγάρι: Tης ζητάει να γίνουν εραστές. 3. (μτφ.) αυτός που αισθάνεται πολύ μεγάλη αγάπη για κτ.· λάτρης: Είναι εραστής της τέχνης / της επιστήμης / της τελειότητας. Ένας εραστής του καλού και του ωραίου.

[λόγ. < αρχ. ἐραστής `που αγαπάει με πάθος΄ & σημδ. γαλλ. amant]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback