εργάζομαι altgriechisch ἐργάζομαι
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Το να συνεχίσω να εργάζομαι για την Ευρώπη σε μια τόσο αποφασιστική χρονική συγκυρία είναι ταυτόχρονα ένα προνόμιο και μια πολύ μεγάλη ευθύνη. | In diesen entscheidenden Zeiten weiter für Europa zu arbeiten, ist ein Privileg, und eine große Verantwortung. Übersetzung bestätigt |
Θα μπορώ επίσης να βλέπω σε τι ποσό θα ανέρχεται η σύνταξή μου όταν θα σταματήσω να εργάζομαι;" | Kann ich sehen, wie hoch meine Rente sein wird, wenn ich aufhöre zu arbeiten? " Übersetzung bestätigt |
Επομένως, θα συνεχίσω να εργάζομαι σε αυτή την κατεύθυνση και, όπως είχα τη χαρά να το πράξω την τελευταία φορά, θέλω να ανανεώσω την πρόσκλησή μου εδώ από την αίθουσα της Ολομέλειας να το πράξουμε από κοινού. | Ich werde deshalb in dieser Richtung weiterarbeiten, und ich wiederhole meine Aufforderung an Sie, die ich bereits das letzte Mal in diesem Haus ausgesprochen habe, dass wir nämlich alle gemeinsam an diesem Ziel arbeiten müssen. Übersetzung bestätigt |
Μπορώ να διαβεβαιώσω τον αξιότιμο βουλευτή ότι συνεχίζω να εργάζομαι για την επιτυχία και όχι για την αποτυχία των συνομιλιών. | Ich kann dem Abgeordneten versichern, dass ich weiter an ihrem Erfolg und nicht an ihrem Scheitern arbeiten werde. Übersetzung bestätigt |
Κύριε Πρόεδρε, όταν άρχισα να εργάζομαι για την έκθεση αυτή, το πρώτο που έκανα ήταν να επισκεφθώ το Υπουργείο Οικονομικών της χώρας μου στη Χάγη, όπου με χαρά έμαθα ότι η ολλανδική κυβέρνηση είχε υιοθετήσει μια διακυβερνητική προσέγγιση. | Herr Präsident, als ich begonnen habe, an diesem Bericht zu arbeiten, habe ich zuerst die Direktion Finanzund Wirtschaftsangelegenheiten meines Landes in Den Haag besucht, wo ich erfreut war zu hören, dass die niederländische Regierung einen zur Zusammenarbeit staatlicher Stellen verfolgt. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
funktionieren |
arbeiten |
tätig sein |
wirken |
schaffen |
(sich) betätigen (als) |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εργάζομαι | εργαζόμαστε |
εργάζεσαι | εργάζεστε, εργαζόσαστε | ||
εργάζεται | εργάζονται | ||
Imper fekt | εργαζόμουν(α) | εργαζόμαστε, εργαζόμασταν | |
εργαζόσουν(α) | εργαζόσαστε, εργαζόσασταν | ||
εργαζόταν(ε) | εργάζονταν, εργαζόντανε, εργαζόντουσαν | ||
Aorist | εργάστηκα | εργαστήκαμε | |
εργάστηκες | εργαστήκατε | ||
εργάστηκε | εργάστηκαν, εργαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω εργαστεί | έχουμε εργαστεί | |
έχεις εργαστεί | έχετε εργαστεί | ||
έχει εργαστεί | έχουν εργαστεί | ||
Plu per fekt | είχα εργαστεί | είχαμε εργαστεί | |
είχες εργαστεί | είχατε εργαστεί | ||
είχε εργαστεί | είχαν εργαστεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εργάζομαι | θα εργαζόμαστε | |
θα εργάζεσαι | θα εργάζεστε, θα εργαζόσαστε | ||
θα εργάζεται | θα εργάζονται | ||
Fut ur | θα εργαστώ | θα εργαστούμε | |
θα εργαστείς | θα εργαστείτε | ||
θα εργαστεί | θα εργαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω εργαστεί | θα έχουμε εργαστεί | |
θα έχεις εργαστεί | θα έχετε εργαστεί | ||
θα έχει εργαστεί | θα έχουν εργαστεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εργάζομαι | να εργαζόμαστε |
να εργάζεσαι | να εργάζεστε, να εργαζόσαστε | ||
να εργάζεται | να εργάζονται | ||
Aorist | να εργαστώ | να εργαστούμε | |
να εργαστείς | να εργαστείτε | ||
να εργαστεί | να εργαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω εργαστεί | να έχουμε εργαστεί | |
να έχεις εργαστεί | να έχετε εργαστεί | ||
να έχει εργαστεί | να έχουν εργαστεί | ||
Imper ativ | Pres | εργάζεστε | |
Aorist | εργάσου | εργαστείτε | |
Part izip | Pres | εργαζόμενος | |
Perf | |||
Infin | Aorist | εργαστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | arbeite | ||
du | arbeitest | |||
er, sie, es | arbeitet | |||
Präteritum | ich | arbeitete | ||
Konjunktiv II | ich | arbeitete | ||
Imperativ | Singular | arbeite! | ||
Plural | arbeitet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gearbeitet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:arbeiten |
εργάζομαι [erγázome] .1β : (πρβ. δουλεύω) 1α. ασχολούμαι με κτ. στα πλαίσια της οργανωμένης κοινωνίας, χρησιμοποιώντας τις σωματικές και τις πνευματικές μου δυνάμεις: εργάζομαι στα χωράφια / σε εργοστάσιο / στο γραφείο. εργάζομαι πολλές ώρες / σκληρά. Tην Kυριακή οι υπάλληλοι δεν εργάζονται. εργάζομαι για κπ., προσφέρω τις υπηρεσίες μου σε κπ. β. ασχολούμαι με ένα συγκεκριμένο επάγγελμα, ασκώ ορισμένο επάγγελμα: Άνοιξε μαγαζί και εργάζεται πολύ καλά. Mόλις πήρε το πτυχίο του γιατρού, άρχισε να εργάζεται. Tελείωσε τη Nομική αλλά εργάστηκε ως δημοσιογράφος. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.