schaffen
 (ugs.)  Verb

μπορώ Verb
(247)
δημιουργώ Verb
(18)
καταφέρνω Verb
(10)
προλαβαίνω Verb
(3)
κτίζω Verb
(2)
επιτυγχάνω Verb
(0)
ποιώ Verb
(0)
κατορθώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Es gibt noch keinen Anlaß zu sagen, wir schaffen das, aber ich kann wirklich deutlich sagen, die Voraussetzungen dafür, daß wir einen Schritt weiterkommen werden, haben sich wesentlich verbessert.Δεν υπάρχει ακόμη ένδειξη για να πούμε ότι θα τα καταφέρουμε, όμως μπορώ πραγματικά να πω ότι έχουν βελτιωθεί σημαντικά οι προϋποθέσεις για να κάνουμε ένα βήμα εμπρός.

Übersetzung bestätigt

Drittens, und da kann ich meiner Kollegin von der Fraktion der Grünen/Freie Europäische Allianz nur zustimmen: Die Grundrechtecharta muß die Rechte für alle in der Union lebenden Menschen fixieren und nicht etwa Rechte erster und zweiter Klasse für Menschen erster und zweiter Klasse schaffen.Τρίτον, και εδώ δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τη συνάδελφό μου της Ομάδας των Πρασίνων / Ευρωπαϊκή Ελεύθερη Συμμαχία, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων πρέπει να ορίζει τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων που ζουν στην Ένωση και όχι να δημιουργήσει δικαιώματα πρώτης και δεύτερης κατηγορίας για ανθρώπους πρώτης και δεύτερης κατηγορίας.

Übersetzung bestätigt

Ich halte es für sehr wichtig, daß Frauen in die Verfahren einbezogen werden müssen und zwar an zentraler Stelle einbezogen werden müssen wenn man ein kulturelles Verständnis fördern und ein vernünftiges Wiederaufbauprogramm schaffen will.Για την ακρίβεια έχει συσταθεί ένα gender task force υπό την ομάδα εργασίας 1, αλλά αυτό δεν έγινε επειδή προέκυψε μια πρωτοβουλία από ψηλά αλλά επειδή προέκυψε μια πρωτοβουλία από χαμηλά, με την έννοια ότι πολλές γυναίκες αποτάθηκαν στο τραπέζι εργασίας αν μπορώ να το αποκαλέσω έτσι και ρώτησαν εάν δεν θα ήταν λογικό να λάβουν με τον άλφα ή βήτα τρόπο μια κεντρικότερη θέση στο συνολικό έργο ανοικοδόμησης.

Übersetzung bestätigt

Herr Präsident! Es ist schon unglaublich, hier im Saal zu stehen ich kann das jetzt gerade schlecht eine Sitzung nennen und zu begreifen, daß selbst in der Europäischen Union tatsächlich Sklavenhandel betrieben wird hier, wo wir uns dafür auf die Schulter klopfen, daß wir Frieden, Freiheit, Demokratie und Menschenrechte schaffen.Κύριε Πρόεδρε, είναι πραγματικά απίστευτο να βρίσκεται κανείς σε αυτήν την αίθουσα ακριβώς τώρα δεν μπορώ, βέβαια, να το αποκαλέσω Ολομέλεια και να συνειδητοποιεί ότι και στην Ευρωπαϊκή Ένωση υφίσταται, όντως, ένα δουλεμπόριο εδώ, όπου συγχαίρουμε εαυτούς για το ότι δημιουργούμε έναν χώρο ειρήνης, ελευθερίας, δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Übersetzung bestätigt

Allerdings muss ich mit Bedauern feststellen, dass einige Minister der Fünfzehn eher den Wunsch hatten, zu Pressekonferenzen zu eilen, als eine wahrhaft einmütige Atmosphäre für ein globales Vorgehen bei den Klimaänderungen zu schaffen.Και δεν μπορώ να μην εκφράσω την λύπη μου για το γεγονός ότι, η βούληση ορισμένων υπουργών των Δεκαπέντε, προσανατολίστηκε περισσότερο προς μία κούρσα για τις συνεντεύξεις τύπου παρά προς τη δημιουργία ενός πραγματικού πνεύματος ενότητας που να εγγυάται μία σφαιρική πολιτική για τις κλιματικές αλλαγές.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μπορώμπορούμε
μπορείςμπορείτε
μπορείμπορούν(ε)
Imper
fekt
μπορούσαμπορούσαμε
μπορούσεςμπορούσατε
μπορούσεμπορούσαν(ε)
Aoristμπόρεσαμπορέσαμε
μπόρεσεςμπορέσατε
μπόρεσεμπόρεσαν, μπορέσανε
Per
fekt
έχω μπορέσειέχουμε μπορέσει
έχεις μπορέσειέχετε μπορέσει
έχει μπορέσειέχουν μπορέσει
Plu
per
fekt
είχα μπορέσειείχαμε μπορέσει
είχες μπορέσειείχατε μπορέσει
είχε μπορέσειείχαν μπορέσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μπορώθα μπορούμε
θα μπορείςθα μπορείτε
θα μπορείθα μπορούνε
Fut
ur
θα μπορέσωθα μπορέσουμε, θα μπορέσομε
θα μπορέσειςθα μπορέσετε
θα μπορέσειθα μπορέσουνε
Fut
ur II
θα έχω μπορέσειθα έχουμε μπορέσει
θα έχεις μπορέσειθα έχετε μπορέσει
θα έχει μπορέσειθα έχουν μπορέσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μπορώνα μπορούμε
να μπορείςνα μπορείτε
να μπορείνα μπορούνε
Aoristνα μπορέσωνα μπορέσουμε, -ομε
να μπορέσειςνα μπορέσετε
να μπορέσεινα μπορέσουν(ε)
Perfνα έχω μπορέσεινα έχουμε μπορέσει
να έχεις μπορέσεινα έχετε μπορέσει
να έχει μπορέσεινα έχουν μπορέσει
Imper
ativ
Presμπορείτε
Aoristμπόρεσεμπορέστε, μπορέσετε
Part
izip
Presμπορώντας
Perfέχοντας μπορέσει
InfinAoristμπορέσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δημιουργώδημιουργούμεδημιουργούμαιδημιουργούμαστε
δημιουργείςδημιουργείτεδημιουργείσαιδημιουργείστε
δημιουργείδημιουργούν(ε)δημιουργείταιδημιουργούνται
Imper
fekt
δημιουργούσαδημιουργούσαμεδημιουργούμουνδημιουργούμαστε
δημιουργούσεςδημιουργούσατε
δημιουργούσεδημιουργούσαν(ε)δημιουργούνταν, δημιουργείτοδημιουργούνταν, δημιουργούντο
Aoristδημιούργησαδημιουργήσαμεδημιουργήθηκαδημιουργηθήκαμε
δημιούργησεςδημιουργήσατεδημιουργήθηκεςδημιουργηθήκατε
δημιούργησεδημιούργησαν, δημιουργήσαν(ε)δημιουργήθηκεδημιουργήθηκαν, δημιουργηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω δημιουργήσει
έχω δημιουργημένο
έχουμε δημιουργήσει
έχουμε δημιουργημένο
έχω δημιουργηθεί
είμαι δημιουργημένος, -η
έχουμε δημιουργηθεί
είμαστε δημιουργημένοι, -ες
έχεις δημιουργήσει
έχεις δημιουργημένο
έχετε δημιουργήσει
έχετε δημιουργημένο
έχεις δημιουργηθεί
είσαι δημιουργημένος, -η
έχετε δημιουργηθεί
είστε δημιουργημένοι, -ες
έχει δημιουργήσει
έχει δημιουργημένο
έχουν δημιουργήσει
έχουν δημιουργημένο
έχει δημιουργηθεί
είναι δημιουργημένος, -η, -ο
έχουν δημιουργηθεί
είναι δημιουργημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα δημιουργήσει
είχα δημιουργημένο
είχαμε δημιουργήσει
είχαμε δημιουργημένο
είχα δημιουργηθεί
ήμουν δημιουργημένος, -η
είχαμε δημιουργηθεί
ήμαστε δημιουργημένοι, -ες
είχες δημιουργήσει
είχες δημιουργημένο
είχατε δημιουργήσει
είχατε δημιουργημένο
είχες δημιουργηθεί
ήσουν δημιουργημένος, -η
είχατε δημιουργηθεί
ήσαστε δημιουργημένοι, -ες
είχε δημιουργήσει
είχε δημιουργημένο
είχαν δημιουργήσει
είχαν δημιουργημένο
είχε δημιουργηθεί
ήταν δημιουργημένος, -η, -ο
είχαν δημιουργηθεί
ήταν δημιουργημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δημιουργώθα δημιουργούμεθα δημιουργούμαιθα δημιουργούμαστε
θα δημιουργείςθα δημιουργείτεθα δημιουργείσαιθα δημιουργείστε
θα δημιουργείθα δημιουργούν(ε)θα δημιουργείταιθα δημιουργούνται
Fut
ur
θα δημιουργήσωθα δημιουργήσουμεθα δημιουργηθώθα δημιουργηθούμε
θα δημιουργήσειςθα δημιουργήσετεθα δημιουργηθείςθα δημιουργηθείτε
θα δημιουργήσειθα δημιουργήσουν(ε)θα δημιουργηθείθα δημιουργηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δημιουργήσει
θα έχω δημιουργημένο
θα έχουμε δημιουργήσει
θα έχουμε δημιουργημένο
θα έχω δημιουργηθεί
θα είμαι δημιουργημένος, -η
θα έχουμε δημιουργηθεί
θα είμαστε δημιουργημένοι, -ες
θα έχεις δημιουργήσει
θα έχεις δημιουργημένο
θα έχετε δημιουργήσει
θα έχετε δημιουργημένο
θα έχεις δημιουργηθεί
θα είσαι δημιουργημένος, -η
θα έχετε δημιουργηθεί
θα είστε δημιουργημένοι, -η
θα έχει δημιουργήσει
θα έχει δημιουργημένο
θα έχουν δημιουργήσει
θα έχουν δημιουργημένο
θα έχει δημιουργηθεί
θα είναι δημιουργημένος, -η, -ο
θα έχουν δημιουργηθεί
θα είναι δημιουργημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δημιουργώνα δημιουργούμενα δημιουργούμαινα δημιουργούμαστε
να δημιουργείςνα δημιουργείτενα δημιουργείσαινα δημιουργείστε
να δημιουργείνα δημιουργούν(ε)να δημιουργείταινα δημιουργούνται
Aoristνα δημιουργήσωνα δημιουργήσουμε, να δημιουργήσομενα δημιουργηθώνα δημιουργηθούμε
να δημιουργήσειςνα δημιουργήσετενα δημιουργηθείςνα δημιουργηθείτε
να δημιουργήσεινα δημιουργήσουν(ε)να δημιουργηθείνα δημιουργηθούν(ε)
Perfνα έχω δημιουργήσει
να έχω δημιουργημένο
να έχουμε δημιουργήσει
να έχουμε δημιουργημένο
να έχω δημιουργηθεί
να είμαι δημιουργημένος, -η
να έχουμε δημιουργηθεί
να είμαστε δημιουργημένοι, -ες
να έχεις δημιουργήσει
να έχεις δημιουργημένο
να έχετε δημιουργήσει
να έχετε δημιουργημένο
να έχεις δημιουργηθεί
να είσαι δημιουργημένος, -η
να έχετε δημιουργηθεί
να είστε δημιουργημένοι, -ες
να έχει δημιουργήσει
να έχει δημιουργημένο
να έχουν δημιουργήσει
να έχουν δημιουργημένο
να έχει δημιουργηθεί
να είναι δημιουργημένος, -η, -ο
να έχουν δημιουργηθεί
να είναι δημιουργημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδημιουργείτεδημιουργείστε
Aoristδημιούργησεδημιουργήστε, δημιουργήσετεδημιουργήσουδημιουργηθείτε
Part
izip
Presδημιουργώντας
Perfέχοντας δημιουργήσει, έχοντας δημιουργημένοδημιουργημένος, -η, -οδημιουργημένοι, -ες, -α
InfinAoristδημιουργήσειδημιουργηθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προλαβαίνω, prolambano">προλαμβάνωπρολαβαίνουμε, προλαβαίνομε
προλαβαίνειςπρολαβαίνετε
προλαβαίνειπρολαβαίνουν(ε)
Imper
fekt
προλάβαιναπρολαβαίναμε
προλάβαινεςπρολαβαίνατε
προλάβαινεπρολάβαιναν, προλαβαίναν(ε)
Aoristπρόλαβαπρολάβαμε
πρόλαβεςπρολάβατε
πρόλαβεπρόλαβαν, προλάβαν(ε)
Per
fekt
έχω προλάβειέχουμε προλάβει
έχεις προλάβειέχετε προλάβει
έχει προλάβειέχουν προλάβει
Plu
per
fekt
είχα προλάβειείχαμε προλάβει
είχες προλάβειείχατε προλάβει
είχε προλάβειείχαν προλάβει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προλαβαίνωθα προλαβαίνουμε, θα προλαβαίνομε
θα προλαβαίνειςθα προλαβαίνετε
θα προλαβαίνειθα προλαβαίνουν(ε)
Fut
ur
θα προλάβωθα προλάβουμε, θα προλάβομε
θα προλάβειςθα προλάβετε
θα προλάβειθα προλάβουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προλάβειθα έχουμε προλάβει
θα έχεις προλάβειθα έχετε προλάβει
θα έχει προλάβειθα έχουν προλάβει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προλαβαίνωνα προλαβαίνουμε, να προλαβαίνομε
να προλαβαίνειςνα προλαβαίνετε
να προλαβαίνεινα προλαβαίνουν(ε)
Aoristνα προλάβωνα προλάβουμε, να προλάβομε
να προλάβειςνα προλάβετε
να προλάβεινα προλάβουν(ε)
Perfνα έχω προλάβεινα έχουμε προλάβει
να έχεις προλάβεινα έχετε προλάβει
να έχει προλάβεινα έχουν προλάβει
Imper
ativ
Presπρολάβαινεπρολαβαίνετε
Aoristπρόλαβεπρολάβετε
Part
izip
Presπρολαβαίνοντας
Perfέχοντας προλάβει
InfinAoristπρολάβει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
επιτυγχάνω, petuxaino">πετυχαίνωεπιτυγχάνουμε, πετυχαίνουμεεπιτυγχάνομαιεπιτυγχανόμαστε
επιτυγχάνεις, πετυχαίνειςεπιτυγχάνετε, πετυχαίνετεεπιτυγχάνεσαιεπιτυγχάνεστε
επιτυγχάνει, πετυχαίνειεπιτυγχάνουν(ε), πετυχαίνουν(ε)επιτυγχάνεταιεπιτυγχάνονται
Imper
fekt
επιτύγχανα, πετύχαιναεπιτυγχάναμε, πετυχαίναμε
επιτύγχανες, πετύχαινεςεπιτυγχάνατε, πετυχαίνατε
επιτύγχανε, πετύχαινεεπιτυγχάναν, πετύχαιναν, πετυχαίναν(ε)(επιτυγχανόταν)(επιτυγχάνονταν)
Aoristεπέτυχα, πέτυχαπετύχαμε, πετύχαμεεπιτεύχθηκαεπιτευχθήκαμε
επέτυχες, πέτυχεςπετύχατε, πετύχατεεπιτεύχθηκεςεπιτευχθήκατε
επέτυχε, πέτυχεεπέτυχαν, πέτυχαν, πετύχαν(ε)επιτεύχθηκεεπιτεύχθηκαν, επιτευχθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω επιτύχει
έχω πετύχει
έχουμε επιτύχει
έχουμε πετύχει
έχω επιτευχθείέχουμε επιτευχθεί
έχεις επιτύχει
έχεις πετύχει
έχετε επιτύχει
έχετε πετύχει
έχεις επιτευχθείέχετε επιτευχθεί
έχει επιτύχει
έχει πετύχει
έχουν επιτύχει
έχουν πετύχει
έχει επιτευχθείέχουν επιτευχθεί
Plu
per
fekt
είχα επιτύχει
είχα πετύχει
είχαμε επιτύχει
είχαμε πετύχει
είχα επιτευχθείείχαμε επιτευχθεί
είχες επιτύχει
είχες πετύχει
είχατε επιτύχει
είχατε πετύχει
είχες επιτευχθείείχατε επιτευχθεί
είχε επιτύχει
είχε πετύχει
είχαν επιτύχει
είχαν πετύχει
είχε επιτευχθείείχαν επιτευχθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα επιτυγχάνω, θα πετυχαίνωθα επιτυγχάνουμε, θα πετυχαίνουμεθα επιτυγχάνομαιθα επιτυγχανόμαστε
θα επιτυγχάνεις, θα πετυχαίνειςθα επιτυγχάνετε, θα πετυχαίνετεθα επιτυγχάνεσαιθα επιτυγχάνεστε
θα επιτυγχάνει, θα πετυχαίνειθα επιτυγχάνουν(ε), θα πετυχαίνουν(ε)θα επιτυγχάνεταιθα επιτυγχάνονται
Fut
ur
θα επιτύχω, θα πετύχωθα επιτύχουμε, θα πετύχουμεθα επιτευχθώθα επιτευχθούμε
θα επιτύχεις, θα πετύχειςθα επιτύχετε, θα πετύχετεθα επιτευχθείςθα επιτευχθείτε
θα επιτύχει, θα πετύχειθα επιτύχουν(ε), θα πετύχουν(ε)θα επιτευχθείθα επιτευχθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω επιτύχει
θα έχω πετύχει
θα έχουμε επιτύχει
θα έχουμε πετύχει
θα έχω επιτευχθείθα έχουμε επιτευχθεί
θα έχεις επιτύχει
θα έχεις πετύχει
θα έχετε επιτύχει
θα έχετε πετύχει
θα έχεις επιτευχθείθα έχετε επιτευχθεί
θα έχει επιτύχει
θα έχει πετύχει
θα έχουν επιτύχει
θα έχουν πετύχει
θα έχει επιτευχθείθα έχουν επιτευχθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να επιτυγχάνω, να πετυχαίνωνα επιτυγχάνουμε, να πετυχαίνουμενα επιτυγχάνομαινα επιτυγχανόμαστε
να επιτυγχάνεις, να πετυχαίνειςνα επιτυγχάνετε, να πετυχαίνετενα επιτυγχάνεσαινα επιτυγχάνεστε
να επιτυγχάνει, να πετυχαίνεινα επιτυγχάνουν(ε), να πετυχαίνουν(ε)να επιτυγχάνεταινα επιτυγχάνονται
Aoristνα επιτύχω, να πετύχωνα επιτύχουμε, να πετύχουμενα επιτευχθώνα επιτευχθούμε
να επιτύχεις, να πετύχειςνα επιτύχετε, να πετύχετενα επιτευχθείςνα επιτευχθείτε
να επιτύχει, να πετύχεινα επιτύχουν(ε), να πετύχουν(ε)να επιτευχθείνα επιτευχθούν(ε)
Perfνα έχω επιτύχει
να έχω πετύχει
να έχουμε επιτύχει
να έχουμε πετύχει
να έχω επιτευχθείνα έχουμε επιτευχθεί
να έχεις επιτύχει
να έχεις πετύχει
να έχετε επιτύχει
να έχετε πετύχει
να έχεις επιτευχθείνα έχετε επιτευχθεί
να έχει επιτύχει
να έχει πετύχει
να έχουν επιτύχει
να έχουν πετύχει
να έχει επιτευχθείνα έχουν επιτευχθεί
Imper
ativ
Presεπιτύγχανε, πετύχαινεεπιτυγχάνετε, πετυχαίνετεεπιτυγχάνεστε
Aoristπέτυχεεπιτύχετε, πετύχετεεπιτευχθείτε
Part
izip
Presεπιτυγχάνοντας/πετυχαίνονταςεπιτυγχανόμενος
Perfέχοντας επιτύχει, έχοντας πετύχειεπιτυχημένος, -η, -οεπιτυχημένοι, -ες, -α
InfinAoristεπιτύχει, πετύχειεπιτευχθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback