μπορώ mittelgriechisch ημπορώ εμπορώ altgriechisch εὐπορέω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ο υπογεγραμμένος μπορώ να ανακαλέσω τη συγκατάθεσή μου στη δημοσίευση των εν λόγω στοιχείων σε δημόσιο ιστότοπο υποβάλλοντας σχετικό αίτημα στις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εγγραφή. | Beschwerden können an die zuständige nationale Datenschutzbehörde gerichtet werden. Übersetzung bestätigt |
Ο υπογεγραμμένος μπορώ να ανακαλέσω τη συγκατάθεσή μου στη δημοσίευση των εν λόγω στοιχείων σε δημόσιο ιστότοπο υποβάλλοντας σχετικό αίτημα στις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εγγραφή. | Der Unterzeichner wird davon in Kenntnis gesetzt, dass die in dieser Erklärung enthaltenen Angaben auf der öffentlichen Website veröffentlicht werden können. Übersetzung bestätigt |
Και αυτή είναι μια καταπληκτική ερώτηση: μέχρι στιγμής η καταγραφή είναι υποχρεωτική και μπορώ να πω ότι, βάσει της εμπειρία μας, ολόκληρο το σύστημα λειτουργεί ικανοποιητικά: εάν υπάρχει κάποιο πρόβλημα μπορούμε να εντοπίσουμε γρήγορα το προϊόν. | Das ist eine sehr gute Frage: Derzeit ist die Eintragung obligatorisch, und man kann sagen, dass nach unserer Erfahrung das gesamte System gut funktioniert: Wenn ein Problem auftaucht, können wir das Produkt rasch ausfindig machen. Übersetzung bestätigt |
Τέλος, θα ήθελα να μπορώ να λέω ότι το 100 % των μελών του Τμήματος ετούτου εφαρμόζουν στην πράξη αυτό που συνιστούμε στις γνωμοδοτήσεις μας όσον αφορά τις τεχνολογίες του μέλλοντος και, γι' αυτό, θα είσαστε όλοι συνδεδεμένοι μέσω Διαδικτύου με τις υπηρεσίες της ΕΟΚΕ. | Zum Schluss meiner Ausführungen möchte ich darauf hinweisen, dass es mir eine Freude wäre, sagen zu können, dass die Mitglieder unserer Fachgruppe zu 100% die Empfehlungen unserer Stellungnahmen hinsichtlich der Zukunftstechnologien in der Praxis befolgen und daher per Internet mit den Dienststellen des Ausschusses in Kontakt stehen werden. Übersetzung bestätigt |
Είμαι ευχαριστημένος που μπορώ να αναγγείλω σήμερα το πρώτο πρόγραμμα εφαρμογής της κοινοτικής διαρθρωτικής πολιτικής στο Mezzogiorno. | Es freut mich, heute das erste Programm zur Umsetzung der gemeinschaftlichen Strukturpolitik im Mezzogiorno bekanntgeben zu können. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | μπορώ | μπορούμε |
μπορείς | μπορείτε | ||
μπορεί | μπορούν(ε) | ||
Imper fekt | μπορούσα | μπορούσαμε | |
μπορούσες | μπορούσατε | ||
μπορούσε | μπορούσαν(ε) | ||
Aorist | μπόρεσα | μπορέσαμε | |
μπόρεσες | μπορέσατε | ||
μπόρεσε | μπόρεσαν, μπορέσανε | ||
Per fekt | έχω μπορέσει | έχουμε μπορέσει | |
έχεις μπορέσει | έχετε μπορέσει | ||
έχει μπορέσει | έχουν μπορέσει | ||
Plu per fekt | είχα μπορέσει | είχαμε μπορέσει | |
είχες μπορέσει | είχατε μπορέσει | ||
είχε μπορέσει | είχαν μπορέσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα μπορώ | θα μπορούμε | |
θα μπορείς | θα μπορείτε | ||
θα μπορεί | θα μπορούνε | ||
Fut ur | θα μπορέσω | θα μπορέσουμε, θα μπορέσομε | |
θα μπορέσεις | θα μπορέσετε | ||
θα μπορέσει | θα μπορέσουνε | ||
Fut ur II | θα έχω μπορέσει | θα έχουμε μπορέσει | |
θα έχεις μπορέσει | θα έχετε μπορέσει | ||
θα έχει μπορέσει | θα έχουν μπορέσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να μπορώ | να μπορούμε |
να μπορείς | να μπορείτε | ||
να μπορεί | να μπορούνε | ||
Aorist | να μπορέσω | να μπορέσουμε, -ομε | |
να μπορέσεις | να μπορέσετε | ||
να μπορέσει | να μπορέσουν(ε) | ||
Perf | να έχω μπορέσει | να έχουμε μπορέσει | |
να έχεις μπορέσει | να έχετε μπορέσει | ||
να έχει μπορέσει | να έχουν μπορέσει | ||
Imper ativ | Pres | μπορείτε | |
Aorist | μπόρεσε | μπορέστε, μπορέσετε | |
Part izip | Pres | μπορώντας | |
Perf | έχοντας μπορέσει | ||
Infin | Aorist | μπορέσει |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | kann | ||
du | kannst | |||
er, sie, es | kann | |||
Präteritum | ich | konnte | ||
Konjunktiv II | ich | könnte | ||
Imperativ | Singular | — | ||
Plural | — | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
können | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:können
|
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schaffe | ||
du | schaffst | |||
er, sie, es | schafft | |||
Präteritum | ich | schuf | ||
Konjunktiv II | ich | schüfe | ||
Imperativ | Singular | schaffe! | ||
Plural | schafft! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geschaffen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:schaffen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | darf | ||
du | darfst | |||
er, sie, es | darf | |||
Präteritum | ich | durfte | ||
Konjunktiv II | ich | dürfte | ||
Imperativ | Singular | — | ||
Plural | — | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gedurft | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:dürfen |
μπορώ [boró] .10α : διαθέτω τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή δυνάμεις για να κάνω κτ. α. για φυσικές, πνευματικές ή ψυχικές ικανότητες: Δεν μπορεί να δουλέψει, γιατί είναι αδιάθετος / άρρωστος. Kαταλαβαίνω τα αγγλικά αλλά δεν μπορώ να τα μιλήσω. Φάε όσο μπορείς. (έκφρ.) δεν μπορώ, είμαι άρρωστος. ΠAΡ Πότε ο Γιάννης* δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί. || τολμώ: Έλα να παλαίψουμε, αν μπορείς. || (προφ.) ανέχομαι, υφίσταμαι: Δεν τον μπορώ αυτόν τον άνθρωπο με τις ιδιοτροπίες του. Δεν την μπορώ την πολλή ζέστη αλλά ούτε και το πολύ κρύο. (έκφρ.) μαζί δεν κάνουν και χώρια* δεν μπορούν. β. για δυνατότητες ή δικαιώματα: Έκανα ό,τι μπορούσα. Mπορείς να μου δανείσεις χίλιες δραχμές; Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο· έκανα ό,τι μπορούσα. Ελευθερία είναι να μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, αν αυτό δε βλάπτει τους άλλους. μπορώ να κάνω κάτι;, επιτρέπεται; Δε θα μπορέσω, να κάνω αυτό για το οποίο γίνεται λόγος. Θα έρθεις αύριο; - Δε θα μπορέσω. || μπορώ να σας απασχολήσω για λίγο;, ως έκφραση ευγένειας. γ. υπάρχει η δυνατότητα ή η πιθανότητα να γίνει κτ.: Θα μπορούσα να πεθάνω, αν το κάνεις αυτό. Λάθη που μπορούν να μου στοιχίσουν ακριβά. δ. (στο γ' πρόσ.) είναι δυνατό ή πιθανό· ίσως: Mπορεί να πάω, μπορεί και να μην πάω. Θα φύγεις αύριο; - Mπορεί. Δεν μπορεί να , είναι αδύνατο ή απίθανο.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.