Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



συμπαθώ

συμπαθώ altgriechisch συμπαθέω / συμπαθῶ συμπαθής σύν + πάσχω


συμπάθιο

συμπάθιο Etymologie fehlt


συμπαθητικός

συμπαθητικός Etymologie fehlt


συμπαθεκτομή

συμπαθεκτομή συμπαθ(ητικος) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


συμπάθεια

συμπάθεια altgriechisch συμπάθεια συμπαθής σύν + πάσχω


συμπαθάω

συμπαθάω Etymologie fehlt


συμμόρφωση

συμμόρφωση Koine-Griechisch συμμόρφωσις ((Lehnbedeutung) französisch conformité)


συμμορφώνω

συμμορφώνω Koine-Griechisch συμμορφόω / συμμορφῶ


συμμοριτοπόλεμος

συμμοριτοπόλεμος συμμορίτης + -ο- + πόλεμος


συμμορίτης

συμμορίτης Koine-Griechisch συμμορίτης


συμμορία

συμμορία altgriechisch συμμορία σύν + μόρα + -ία μείρομαι indoeuropäisch (Wurzel) *(s)mer- (εκχωρώ, κατανέμω, μοιράζω) (1.2 (Lehnbedeutung) französisch bande)


συμμετρικότητα

συμμετρικότητα συμμετρικός + -ότητα


συμμετρία

συμμετρία altgriechisch συμμετρία σύμμετρος σύν + μέτρον (σε κάποιες σημασίες: (Lehnbedeutung) französisch symétrie)


συμμέτοχος

συμμέτοχος Koine-Griechisch. Συγχρονικά αναλύεται σε συμ- + μέτοχος


συμμετοχή

συμμετοχή Koine-Griechisch συμμετοχή altgriechisch συμμετέχω σύν + μετέχω μετά + ἔχω indoeuropäisch (Wurzel) *seǵʰ- ((Lehnbedeutung) französisch participation)


συμμετέχω

συμμετέχω altgriechisch συμμετέχω σύν + μετέχω μετά + ἔχω indoeuropäisch (Wurzel) *seǵʰ-


συμμερίζομαι

συμμερίζομαι Koine-Griechisch συμμερίζομαι, Passiv von συμμερίζω μερίζω μέρος


σύμμειξη

σύμμειξη altgriechisch σύμμειξις ( συμμείγνυμι = αναμειγνύω μαζί)


συμμαχώ

συμμαχώ altgriechisch συμμαχέω παρασύνθετο von σύμμαχος + jω


σύμμαχος

σύμμαχος (λόγιο) altgriechisch σύμμαχος σύμ- + -μαχος συμμαχώ


συμμαχία

συμμαχία altgriechisch συμμαχία σύμμαχος σύν + μάχομαι indoeuropäisch (Wurzel) *maHgʰ- (μάχομαι)


συμμαχητής

συμμαχητής Etymologie fehlt


συμμαζώνω

συμμαζώνω mittelgriechisch συμμαζώνω συν- + μαζώνω


συμμάζωμα

συμμάζωμα συμμαζώνω + -μα


συμμαζεύω

συμμαζεύω συν- + μαζεύω


συμμαζεμός

συμμαζεμός συμμαζεύω + -μός


συμμάζεμα

συμμάζεμα συμμαζεύω + -μα


σύμβουλος

σύμβουλος Etymologie fehlt


συμβούλιο

συμβούλιο Koine-Griechisch συμβούλιον altgriechisch συμβουλή / συμβουλία σύν + βουλή βούλομαι ((Lehnbedeutung) französisch conseil)


συμβουλή

συμβουλή altgriechisch συμβουλή συμ- (συν-) + βουλή


συμβουλεύω

συμβουλεύω altgriechisch συμβουλεύω σύν + βουλεύω


συμβουλάτορας

συμβουλάτορας mittelgriechisch συμβουλάτωρ altgriechisch συμβουλή σύν + βουλή


σύμβολο

Ιστορία της λέξης. Το σύμβολο χρησίμευε σαν σημείο αναγνώρισης. das Wort σήμαινε ένα αντικείμενο που είχε χωριστεί σε δύο μέρη από δύο ανθρώπους. Όταν αυτοί συναντιόντουσαν αργότερα, ο καθένας είχε επάνω του ένα μέρος του συμβόλου. Αρκούσε λοιπόν να μπουν τα δύο κομμάτια μαζί (συμβάλλω) για να ξαναγίνει το αρχικό αντικείμενο και, έτσι, να αναγνωριστούν οι δύο άνθρωποι και να κάνουν έναν αξέχαστο έρωτα.


συμβολιστής

συμβολιστής (entlehnt aus) englisch symboliste altgriechisch σύμβολον


συμβολισμός

συμβολισμός (entlehnt aus) französisch symbolisme symbole altgriechisch σύμβολον


συμβολίζω

συμβολίζω σύμβολο + -ίζω ((Lehnübersetzung) französisch symboliser)


συμβολή

συμβολή altgriechisch συμβολή


συμβολαιογράφος

συμβολαιογράφος Koine-Griechisch συμβολαιογράφος altgriechisch συμβόλαι(ον) + -ο- + -λόγος


συμβολαιογραφία

συμβολαιογραφία συμβολαιογράφος + -ία


συμβολαιογραφείο

συμβολαιογραφείο συμβολαιογράφος + -είο


συμβόλαιο

συμβόλαιο altgriechisch συμβόλαιον συμβάλλω


συμβίωση

συμβίωση Koine-Griechisch συμβίωσις altgriechisch συμβιόω / συμβιῶ σύν + βίος (3. (Lehnübersetzung) französisch symbiose)


συμβιώνω

συμβιώνω altgriechisch συμβιόω / συμβιῶ σύν + βίος


συμβιβαστικότητα

συμβιβαστικότητα συμβιβαστικός + -ότητα


συμβιβασμός

συμβιβασμός Koine-Griechisch συμβιβασμός altgriechisch συμβιβάζω σύν + βιβάζω ((Lehnbedeutung) französisch compromis[1] [2])


συμβιβάζω

συμβιβάζω altgriechisch συμβιβάζω σύν + βιβάζω ((Lehnbedeutung) französisch compromise[1] [2])


συμβία

συμβία Koine-Griechisch συμβία substantiviertes Femininum des Adjektivs σύμβιος


συμβεβηκός

συμβεβηκός altgriechisch συμβεβηκός συμβαίνω


συμβατότητα

συμβατότητα Etymologie fehlt


συμβατισμός

συμβατισμός Etymologie fehlt


συμβατικότητα

συμβατικότητα Etymologie fehlt


συμβασιλεύω

συμβασιλεύω Etymologie fehlt


σύμβαση

σύμβαση (λόγιο) altgriechisch σύμβασις (συμβάδιση, συμφωνία). Για τις κοινωνικές συμβάσεις, (Lehnbedeutung) französisch conventions, Mehrzahl von convention.[1]


συμβάν

συμβάν altgriechisch ουδέτερο της μετοχής συμβάς, συμβᾶσα, συμβάν του αορίστου συνέβην του ρήματος συμβαίνω


συμβάλλω

συμβάλλω altgriechisch συμβάλλω σύν + βάλλω


συμβαίνει

συμβαίνει altgriechisch συμβαίνει


συμβαδίζω

συμβαδίζω Koine-Griechisch συμβαδίζω


συλφίδα

συλφίδα von γαλλικό sylphide lateinisch sylphus


σύλλογος

σύλλογος (λόγιο) altgriechisch σύλλογος συλλέγω (συγκεντρώνω) σύλ- + -λογος,


συλλογισμός

συλλογισμός Etymologie fehlt


συλλογικότητα

συλλογικότητα συλλογικός + -ότητα ((Lehnübersetzung) französisch collectivité[1])


συλλογίζομαι

συλλογίζομαι altgriechisch συλλογίζομαι


συλλογιέμαι

συλλογιέμαι Etymologie fehlt


συλλογή

συλλογή altgriechisch συλλογή συλλέγω σύν + λέγω


συλλογέας

συλλογέας Etymologie fehlt


σύλληψη

σύλληψη altgriechisch σύλληψις συλλαμβάνω


σύλληπτρα

σύλληπτρα Etymologie fehlt


συλλέκτης

συλλέκτης altgriechisch συλλέκτης


συλλειτουργώ

συλλειτουργώ Etymologie fehlt


συλλειτουργός

συλλειτουργός Etymologie fehlt


συλλέγω

συλλέγω altgriechisch συλλέγω συν + λέγω


συλλαμβάνω

συλλαμβάνω (λόγιο) altgriechisch συλλαμβάνω.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε συλ- + λαμβάνω


συλλαλητήριο

συλλαλητήριο Koine-Griechisch συλλαλέω / συλλαλῶ + -τήριο


συλλαβόγριφος

συλλαβόγριφος συλλαβή + -ο- + γρίφος (Lehnübersetzung) deutsch Silbenrätsel


συλλαβογραφία

συλλαβογραφία Etymologie fehlt


συλλαβισμός

συλλαβισμός (συλλαβίζω) συλλαβισ- + -μός, (entlehnt aus) französisch syllabation altgriechisch συλλαβή[1]


συλλαβίζω

συλλαβίζω Koine-Griechisch συλλαβίζω


συλλαβή

συλλαβή (λόγιο) altgriechisch συλλαβή. Συγχρονικά αναλύεται σε (συν-) συλ- altgriechisch λαβή λαμβάνω


συκώτι

συκώτι mittelgriechisch συκώτι συκώτιον, υποκοριστικό του συκωτόν φράση (ἧπαρ) συκωτόν (συκώτι ζώου θρεμμένου με σύκα) συκωτός (θρεμμένος με σύκα) σύκον


συκωταριά

συκωταριά Etymologie fehlt


συκοφαντώ

συκοφαντώ συκοφαντῶ altgriechisch συκοφαντέω συκοφάντης + jω σύκο και φαίνω


συκοφαντία

συκοφαντία altgriechisch συκοφαντία συκοφάντης σῦκον + φαίνομαι


συκοφάντης

συκοφάντης (λόγιο) altgriechisch συκοφάντης


συκοφάγος

συκοφάγος σύκ(ο) + -ο- + -φάγος


σύκο

σύκο altgriechisch σῦκον


συκιά

συκιά altgriechisch συκέα σῦκον


σύθαμπο

σύθαμπο συν- + θαμπός + -ο


σύζυγος

σύζυγος (λόγιο) altgriechisch σύζυγος (σύν) σύ- + ζυγός


συζυγία

συζυγία altgriechisch συζυγία


συζητώ

συζητώ altgriechisch συζητέω / συζητῶ ((Lehnbedeutung) französisch discuter)


συζητητής

συζητητής Koine-Griechisch συζητητής


συζήτηση

συζήτηση spätgriechisch συζήτησις συζητῶ


σύζευξη

σύζευξη altgriechisch σύζευξις ((Lehnbedeutung) französisch copulation / jonction / liaison[1])


σύδεντρο

σύδεντρο altgriechisch σύνδενδρος


συγχωρώ

συγχωρώ altgriechisch συγχωρῶ (συγχωρέω)


συγχωροχάρτι

συγχωροχάρτι συγχωρο- + χαρτί


συγχώρηση

συγχώρηση Etymologie fehlt


συγχωνεύω

συγχωνεύω συν- + χωνεύω


συγχώνευση

συγχώνευση συγχωνεύω


σύγχυση

σύγχυση altgriechisch σύγχυσις συγχέω σύν + χέω (2. (Lehnbedeutung) französisch confusion. 3. (Lehnbedeutung) italienisch turbamento)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback