συλλαμβάνω Verb  [sillamvano, syllambanw]

  Verb
(19)
  Verb
(8)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu συλλαμβάνω

συλλαμβάνω (λόγιο) altgriechisch συλλαμβάνω.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε συλ- + λαμβάνω


GriechischDeutsch
Να βεβαιωθώ ότι συλλαμβάνω τον σωστό άνθρωπο.Ich prüfe alle Identitäten, um den Richtigen zu verhaften.

Übersetzung nicht bestätigt

-Είναι καθήκον μου να καταστείλω την ανυπακοή και να συλλαμβάνω τους καβγατζήδες.Es ist unsere Pflicht, Unruhe zu unterbinden und Rabauken zu verhaften.

Übersetzung nicht bestätigt

Να συλλαμβάνω κορυφαίους.Endlich mal die da oben hochzunehmen! Reiche zu verhaften.

Übersetzung nicht bestätigt

Αν αποτύχω σ'αυτό η καριέρα μου πάει γύρισα σ'αυτά για να συλλαμβάνω αλήτες γι'αυτό πρέπει να μείνω.Meine Karriere ist vorbei. Ich muss wieder mit der U-Bahn fahren und Faulenzer verhaften. Also muss ich hier bleiben.

Übersetzung nicht bestätigt

Έχω καθήκον να συλλαμβάνω κακοποιούς στη χώρα μου.Ich muss in meinem Land Kriminelle verhaften.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu συλλαμβάνω

συλλαμβάνω [silamváno] -ομαι Ρ αόρ. συνέλαβα, απαρέμφ. συλλάβει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. συνελήφθη, συνελήφθησαν, απαρέμφ. συλληφθεί : I1. ΣYN πιάνω. α. κρατώ κπ. και τον εμποδίζω να φύγει, περιορίζοντας με τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας την προσωπική του ελευθερία: H αστυνομία συνέλαβε επ΄ αυτοφώρω ένα άτομο που προσπαθούσε να κάνει διάρρηξη. Tο δικτατορικό καθεστώς συνέλαβε και φυλάκισε πολλούς πολίτες. Ο στρατός μας κατόρθωσε να συλλάβει πολλούς αιχμαλώτους. Δημοσιογράφος συνελήφθη από τρομοκρατική οργάνωση. || (έκφρ.) συλλαμβάνω κπ. να κάνει κτ., αντιλαμβάνομαι ότι κάνει κτ. επιλήψιμο, μεμπτό, συνήθ. πειραχτικά ή ειρωνικά: Σε συλλαμβάνω να λες ψέματα. Tον συνέλαβα αδιάβαστο. Πολλές φορές συλλαμβάνω τον εαυτό μου να είναι αφηρημένος. β. αιχμαλωτίζω άγριο ζώο. γ1. (για έμψ.) πιάνω, παίρνω κτ.: Tα πουλιά συλλαμβάνουν την τρο φή τους με το ράμφος. γ2. για κτ., συνήθ. για μηχανισμό, που δέχεται και καταγράφει κτ.: Συσκευές που συλλαμβάνουν τους υπερήχους. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback