συγχωρώ Verb  [sigchoro, sirchoro, sygxwrw]

  Verb
(60)
  Verb
(21)
  Verb
(6)
  Verb
(0)

Etymologie zu συγχωρώ

συγχωρώ altgriechisch συγχωρῶ (συγχωρέω)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu συγχωρώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
sugxorao62">συγχωράω,
sugxoro">συγχωρώ
συγχωράμε, συγχωρούμεσυγχωριέμαισυγχωριόμαστε
συγχωράςσυγχωράτεσυγχωριέσαισυγχωριέστε, συγχωριόσαστε
συγχωράει, συγχωράσυγχωράν(ε), συγχωρούν(ε)συγχωριέταισυγχωριούνται, συγχωριόνται
Imper
fekt
συγχωρούσα, συγχώραγασυγχωρούσαμε, συγχωράγαμεσυγχωριόμουν(α)συγχωριόμαστε, συγχωριόμασταν
συγχωρούσες, συγχώραγεςσυγχωρούσατε, συγχωράγατεσυγχωριόσουν(α)συγχωριόσαστε, συγχωριόσασταν
συγχωρούσε, συγχώραγεσυγχωρούσαν(ε), συγχώραγαν, συγχωράγανεσυγχωριόταν(ε)συγχωριόνταν(ε), συγχωριούνταν, συγχωριόντουσαν
Aoristσυγχώρησασυγχωρήσαμεσυγχωρήθηκασυγχωρηθήκαμε
συγχώρησεςσυγχωρήσατεσυγχωρήθηκεςσυγχωρηθήκατε
συγχώρησεσυγχώρησαν, συγχωρήσαν(ε)συγχωρήθηκεσυγχωρήθηκαν, συγχωρηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω συγχωρήσει
έχω συγχωρημένο
έχουμε συγχωρήσει
έχουμε συγχωρημένο
έχω συγχωρηθεί
είμαι συγχωρημένος, -η
έχουμε συγχωρηθεί
είμαστε συγχωρημένοι, -ες
έχεις συγχωρήσει
έχεις συγχωρημένο
έχετε συγχωρήσει
έχετε συγχωρημένο
έχεις συγχωρηθεί
είσαι συγχωρημένος, -η
έχετε συγχωρηθεί
είστε συγχωρημένοι, -ες
έχει συγχωρήσει
έχει συγχωρημένο
έχουν συγχωρήσει
έχουν συγχωρημένο
έχει συγχωρηθεί
είναι συγχωρημένος, -η, -ο
έχουν συγχωρηθεί
είναι συγχωρημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα συγχωρήσει
είχα συγχωρημένο
είχαμε συγχωρήσει
είχαμε συγχωρημένο
είχα συγχωρηθεί
ήμουν συγχωρημένος, -η
είχαμε συγχωρηθεί
ήμαστε συγχωρημένοι, -ες
είχες συγχωρήσει
είχες συγχωρημένο
είχατε συγχωρήσει
είχατε συγχωρημένο
είχες συγχωρηθεί
ήσουν συγχωρημένος, -η
είχατε συγχωρηθεί
ήσαστε συγχωρημένοι, -ες
είχε συγχωρήσει
είχε συγχωρημένο
είχαν συγχωρήσει
είχαν συγχωρημένο
είχε συγχωρηθεί
ήταν συγχωρημένος, -η, -ο
είχαν συγχωρηθεί
ήταν συγχωρημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συγχωράω, θα συγχωρώθα συγχωράμε, θα συγχωρούμεθα συγχωριέμαιθα συγχωριόμαστε
θα συγχωράςθα συγχωράτεθα συγχωριέσαιθα συγχωριέστε, θα συγχωριόσαστε
θα συγχωράει, θα συγχωράθα συγχωράν(ε), θα συγχωρούν(ε)θα συγχωριέταιθα συγχωριούνται, θα συγχωριόνται
Fut
ur
θα συγχωρήσωθα συγχωρήσουμε, θα συγχωρήσομεθα συγχωρηθώθα συγχωρηθούμε
θα συγχωρήσειςθα συγχωρήσετεθα συγχωρηθείςθα συγχωρηθείτε
θα συγχωρήσειθα συγχωρήσουν(ε)θα συγχωρηθείθα συγχωρηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συγχωρήσει
θα έχω συγχωρημένο
θα έχουμε συγχωρήσει
θα έχουμε συγχωρημένο
θα έχω συγχωρηθεί
θα είμαι συγχωρημένος, -η
θα έχουμε συγχωρηθεί
θα είμαστε συγχωρημένοι, -ες
θα έχεις συγχωρήσει
θα έχεις συγχωρημένο
θα έχετε συγχωρήσει
θα έχετε συγχωρημένο
θα έχεις συγχωρηθεί
θα είσαι συγχωρημένος, -η
θα έχετε συγχωρηθεί
θα είστε συγχωρημένοι, -ες
θα έχει συγχωρήσει
θα έχει συγχωρημένο
θα έχουν συγχωρήσει
θα έχουν συγχωρημένο
θα έχει συγχωρηθεί
θα είναι συγχωρημένος, -η, -ο
θα έχουν συγχωρηθεί
θα είναι συγχωρημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συγχωράω, να συγχωρώνα συγχωράμε, να συγχωρούμενα συγχωριέμαινα συγχωριόμαστε
να συγχωράςνα συγχωράτενα συγχωριέσαινα συγχωριέστε, να συγχωριόσαστε
να συγχωράει, να συγχωράνα συγχωράν(ε), να συγχωρούν(ε)να συγχωριέταινα συγχωριούνται, να συγχωριόνται
Aoristνα συγχωρήσωνα συγχωρήσουμε, να συγχωρήσομενα συγχωρηθώνα συγχωρηθούμε
να συγχωρήσειςνα συγχωρήσετενα συγχωρηθείςνα συγχωρηθείτε
να συγχωρήσεινα συγχωρήσουν(ε)να συγχωρηθείνα συγχωρηθούν(ε)
Perfνα έχω συγχωρήσει
να έχω συγχωρημένο
να έχουμε συγχωρήσει
να έχουμε συγχωρημένο
να έχω συγχωρηθεί
να είμαι συγχωρημένος, -η
να έχουμε συγχωρηθεί
να είμαστε συγχωρημένοι, -ες
να έχεις συγχωρήσει
να έχεις συγχωρημένο
να έχετε συγχωρήσει
να έχετε συγχωρημένο
να έχεις συγχωρηθεί
να είσαι συγχωρημένος, -η
να έχετε συγχωρηθεί
να είστε συγχωρημένοι, -η
να έχει συγχωρήσει
να έχει συγχωρημένο
να έχουν συγχωρήσει
να έχουν συγχωρημένο
να έχει συγχωρηθεί
να είναι συγχωρημένος, -η, -ο
να έχουν συγχωρηθεί
να είναι συγχωρημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυγχώρα, συγχώραγεσυγχωράτεσυγχωριέστε
Aoristσυγχώρησε, συγχώρασυγχωρήστεσυγχωρήσουσυγχωρηθείτε
Part
izip
Presσυγχωρώντας
Perfέχοντας συγχωρήσει, έχοντας συγχωρημένοσυγχωρημένος, -η, -οσυγχωρημένοι, -ες, -α
InfinAoristσυγχωρήσεισυγχωρηθεί











Griechische Definition zu συγχωρώ

συγχωρώ [siŋxoró] -ούμαι αόρ. και συγχώρεσα, απαρέμφ. και συγχωρέσει, παθ. αόρ. και συγχωρέθηκα, απαρέμφ. και συγχωρεθεί, μππ. και συγχωρεμένος : 1.δεν τιμωρώ κπ. ή δε ζητώ να τον εκδικηθώ για κάποια παράνομη ή άδικη πράξη του, του δίνω συγγνώμη: Tον συγχώρησα για το ψέμα, γιατί μετάνιωσε και ζήτησε συγγνώμη. Συγχώρησέ με, δε θα το ξανακάνω. Ο μεγαλόψυχος συγχωρεί. Ο Θεός συγχωρεί τους αμαρτωλούς, δίνει άφεση αμαρτιών. (ευχή) να συγχωρηθεί η ψυχή του. ο Θεός ας μας συγχωρέσει. (έκφρ.) με συγχωρείς / με συγχωρείτε, για να δηλώσουμε σε κπ. τη λύπη μας για την ενόχληση ή τη δυσαρέσκεια που του προκαλέσαμε· συγγνώμη: Mε συγχωρείτε που σας διακόπτω / για την καθυστέρηση. Mε συγχωρείτε, θα μπορούσατε να με εξυπηρετήσετε; (να) με συγχωρείς, για να εκφράσουμε τη διαφωνία, την αντίρρησή μας: Nα με συγχωρείς, αλλά γιατί δε με ρώτησες; να με συγχωρεί η χάρη σου, για να εκφράσουμε την αντίρρησή μας με έντονο τρόπο. || συγχωρώ σε κπ. κτ., τον συγχω ρώ για κτ.: Δε θα του συγχωρήσω ποτέ αυτό που μου έκανε. Δε θα συγχω ρήσει στον εαυτό του ότι δε βοήθησε τους γονείς του. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback