συκοφαντώ Verb  [sikofanto, sykofantw]

  Verb
(0)

Etymologie zu συκοφαντώ

συκοφαντώ συκοφαντῶ altgriechisch συκοφαντέω συκοφάντης + jω σύκο και φαίνω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Grammatik zu συκοφαντώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συκοφαντώσυκοφαντούμεσυκοφαντούμαισυκοφαντούμαστε
συκοφαντείςσυκοφαντείτεσυκοφαντείσαισυκοφαντείστε
συκοφαντείσυκοφαντούν(ε)συκοφαντείταισυκοφαντούνται
Imper
fekt
συκοφαντούσασυκοφαντούσαμεσυκοφαντούμουνσυκοφαντούμαστε
συκοφαντούσεςσυκοφαντούσατε
συκοφαντούσεσυκοφαντούσαν(ε)συκοφαντούνταν, συκοφαντείτοσυκοφαντούνταν, συκοφαντούντο
Aoristσυκοφάντησασυκοφαντήσαμεσυκοφαντήθηκασυκοφαντηθήκαμε
συκοφάντησεςσυκοφαντήσατεσυκοφαντήθηκεςσυκοφαντηθήκατε
συκοφάντησεσυκοφάντησαν, συκοφαντήσαν(ε)συκοφαντήθηκεσυκοφαντήθηκαν, συκοφαντηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω συκοφαντήσει
έχω συκοφαντημένο
έχουμε συκοφαντήσει
έχουμε συκοφαντημένο
έχω συκοφαντηθεί
είμαι συκοφαντημένος, -η
έχουμε συκοφαντηθεί
είμαστε συκοφαντημένοι, -ες
έχεις συκοφαντήσει
έχεις συκοφαντημένο
έχετε συκοφαντήσει
έχετε συκοφαντημένο
έχεις συκοφαντηθεί
είσαι συκοφαντημένος, -η
έχετε συκοφαντηθεί
είστε συκοφαντημένοι, -ες
έχει συκοφαντήσει
έχει συκοφαντημένο
έχουν συκοφαντήσει
έχουν συκοφαντημένο
έχει συκοφαντηθεί
είναι συκοφαντημένος, -η, -ο
έχουν συκοφαντηθεί
είναι συκοφαντημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα συκοφαντήσει
είχα συκοφαντημένο
είχαμε συκοφαντήσει
είχαμε συκοφαντημένο
είχα συκοφαντηθεί
ήμουν συκοφαντημένος, -η
είχαμε συκοφαντηθεί
ήμαστε συκοφαντημένοι, -ες
είχες συκοφαντήσει
είχες συκοφαντημένο
είχατε συκοφαντήσει
είχατε συκοφαντημένο
είχες συκοφαντηθεί
ήσουν συκοφαντημένος, -η
είχατε συκοφαντηθεί
ήσαστε συκοφαντημένοι, -ες
είχε συκοφαντήσει
είχε συκοφαντημένο
είχαν συκοφαντήσει
είχαν συκοφαντημένο
είχε συκοφαντηθεί
ήταν συκοφαντημένος, -η, -ο
είχαν συκοφαντηθεί
ήταν συκοφαντημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συκοφαντώθα συκοφαντούμεθα συκοφαντούμαιθα συκοφαντούμαστε
θα συκοφαντείςθα συκοφαντείτεθα συκοφαντείσαιθα συκοφαντείστε
θα συκοφαντείθα συκοφαντούν(ε)θα συκοφαντείταιθα συκοφαντούνται
Fut
ur
θα συκοφαντήσωθα συκοφαντήσουμεθα συκοφαντηθώθα συκοφαντηθούμε
θα συκοφαντήσειςθα συκοφαντήσετεθα συκοφαντηθείςθα συκοφαντηθείτε
θα συκοφαντήσειθα συκοφαντήσουν(ε)θα συκοφαντηθείθα συκοφαντηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συκοφαντήσει
θα έχω συκοφαντημένο
θα έχουμε συκοφαντήσει
θα έχουμε συκοφαντημένο
θα έχω συκοφαντηθεί
θα είμαι συκοφαντημένος, -η
θα έχουμε συκοφαντηθεί
θα είμαστε συκοφαντημένοι, -ες
θα έχεις συκοφαντήσει
θα έχεις συκοφαντημένο
θα έχετε συκοφαντήσει
θα έχετε συκοφαντημένο
θα έχεις συκοφαντηθεί
θα είσαι συκοφαντημένος, -η
θα έχετε συκοφαντηθεί
θα είστε συκοφαντημένοι, -η
θα έχει συκοφαντήσει
θα έχει συκοφαντημένο
θα έχουν συκοφαντήσει
θα έχουν συκοφαντημένο
θα έχει συκοφαντηθεί
θα είναι συκοφαντημένος, -η, -ο
θα έχουν συκοφαντηθεί
θα είναι συκοφαντημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συκοφαντώνα συκοφαντούμενα συκοφαντούμαινα συκοφαντούμαστε
να συκοφαντείςνα συκοφαντείτενα συκοφαντείσαινα συκοφαντείστε
να συκοφαντείνα συκοφαντούν(ε)να συκοφαντείταινα συκοφαντούνται
Aoristνα συκοφαντήσωνα συκοφαντήσουμε, να συκοφαντήσομενα συκοφαντηθώνα συκοφαντηθούμε
να συκοφαντήσειςνα συκοφαντήσετενα συκοφαντηθείςνα συκοφαντηθείτε
να συκοφαντήσεινα συκοφαντήσουν(ε)να συκοφαντηθείνα συκοφαντηθούν(ε)
Perfνα έχω συκοφαντήσει
να έχω συκοφαντημένο
να έχουμε συκοφαντήσει
να έχουμε συκοφαντημένο
να έχω συκοφαντηθεί
να είμαι συκοφαντημένος, -η
να έχουμε συκοφαντηθεί
να είμαστε συκοφαντημένοι, -ες
να έχεις συκοφαντήσει
να έχεις συκοφαντημένο
να έχετε συκοφαντήσει
να έχετε συκοφαντημένο
να έχεις συκοφαντηθεί
να είσαι συκοφαντημένος, -η
να έχετε συκοφαντηθεί
να είστε συκοφαντημένοι, -ες
να έχει συκοφαντήσει
να έχει συκοφαντημένο
να έχουν συκοφαντήσει
να έχουν συκοφαντημένο
να έχει συκοφαντηθεί
να είναι συκοφαντημένος, -η, -ο
να έχουν συκοφαντηθεί
να είναι συκοφαντημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυκοφαντείτεσυκοφαντείστε
Aoristσυκοφάντησεσυκοφαντήστε, συκοφαντήσετεσυκοφαντήσουσυκοφαντηθείτε
Part
izip
Presσυκοφαντώντας
Perfέχοντας συκοφαντήσει, έχοντας συκοφαντημένοσυκοφαντημένος, -η, -οσυκοφαντημένοι, -ες, -α
InfinAoristσυκοφαντήσεισυκοφαντηθεί





Griechische Definition zu συκοφαντώ

συκοφαντώ [sikofandó] -ούμαι : διαδίδω κατηγορίες εις βάρος κάποιου, ενώ γνωρίζω ότι δεν είναι αληθινές ή χρησιμοποιώ ψεύτικα στοιχεία για να του προξενήσω ηθική βλάβη: Tον συκοφάντησαν ότι έκανε καταχρήσεις. Συκοφαντήθηκε ως προδότης. Ήταν ένας συκοφαντημένος ήρωας. Εφαρμόζει την αρχή του Γκέμπελς, «Συκοφαντείτε, συκοφαντείτε, όλο και κάτι θα μείνει». || παρουσιάζω κτ. διαστρεβλωμένο για να το καταπολεμήσω: Συκοφαντήθηκε ο χριστιανισμός / το εργατικό κίνημα.

[λόγ. < αρχ. συκοφαντῶ]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback