συμμαχώ altgriechisch συμμαχέω παρασύνθετο von σύμμαχος + jω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
απαρέμφατο (αόριστος) | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
μετοχή (ενεστώτας) | |||||||
πρόσωπο | singular | plural | |||||
πρώτο | δεύτερο | τρίτο | πρώτο | δεύτερο | τρίτο | ||
οριστική | εγώ | εσύ | αυτός | εμείς | εσείς | αυτοί | |
μονολεκτικοί χρόνοι | ενεστώτας | συμμαχώ | συμμαχείς | συμμαχεί | συμμαχούμε | συμμαχείτε | συμμαχούν |
παρατατικός | συμμαχούσα | συμμαχούσες | συμμαχούσε | συμμαχούσαμε | συμμαχούσατε | συμμαχούσαν | |
αόριστος | συμμάχησα | συμμάχησες | συμμάχησε | συμμαχήσαμε | συμμαχήσατε | συμμάχησαν | |
περιφραστικοί χρόνοι | εξακολουθητικός μέλλοντας | θα συμμαχώ | θα συμμαχείς | θα συμμαχεί | θα συμμαχούμε | θα συμμαχείτε | θα συμμαχούν |
στιγμιαίος μέλλοντας | θα συμμαχήσω | θα συμμαχήσεις | θα συμμαχήσει | θα συμμαχήσουμε | θα συμμαχήσετε | θα συμμαχήσουν | |
παρακείμενος α' | έχω συμμαχήσει | έχεις συμμαχήσει | έχει συμμαχήσει | έχουμε συμμαχήσει | έχετε συμμαχήσει | έχουν συμμαχήσει | |
παρακείμενος β' | - | - | - | - | - | - | |
υπερσυντέλικος α' | είχα συμμαχήσει | είχες συμμαχήσει | είχε συμμαχήσει | είχαμε συμμαχήσει | είχατε συμμαχήσει | είχαν συμμαχήσει | |
υπερσυντέλικος β' | - | - | - | - | - | - | |
συντελεσμένος μέλλοντας α' | θα έχω συμμαχήσει | θα έχεις συμμαχήσει | θα έχει συμμαχήσει | θα έχουμε συμμαχήσει | θα έχετε συμμαχήσει | θα έχουν συμμαχήσει | |
συντελεσμένος μέλλοντας β' | - | - | - | - | - | - | |
υποτακτική | εγώ | εσύ | αυτός | εμείς | εσείς | αυτοί | |
περιφραστικοί χρόνοι | ενεστώτας | να συμμαχώ | να συμμαχείς | να συμμαχεί | να συμμαχούμε | να συμμαχείτε | να συμμαχούν |
αόριστος | να συμμαχήσω | να συμμαχήσεις | να συμμαχήσει | να συμμαχήσουμε | να συμμαχήσετε | να συμμαχήσουν | |
παρακείμενος α' | να έχω συμμαχήσει | να έχεις συμμαχήσει | να έχει συμμαχήσει | να έχουμε συμμαχήσει | να έχετε συμμαχήσει | να έχουν συμμαχήσει | |
παρακείμενος β' | - | - | - | - | - | - | |
προστακτική | - | (εσύ) | - | - | (εσείς) | - | |
μονολεκτικοί χρόνοι | ενεστώτας | συμμάχει | συμμαχείτε | ||||
αόριστος | συμμάχησε | συμμαχήστε |
συμμαχώ [simaxó] .9α : 1.συνάπτω συμμαχία με ένα ή με περισσότερα κράτη: H Γαλλία και η Aγγλία συμμάχησαν εναντίον της Γερμανίας στον α' παγκόσμιο πόλεμο. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.