Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischπούλος mittelgriechisch ποῦλος / ποῦλλος lateinisch pullus indoeuropäisch (Wurzel) *polH- (νεοσσός)
βογγητό βογγώ + -ητό mittelgriechisch γογγώ Koine-Griechisch γογγύζω
φράκτης και φράχτης mittelgriechisch λέξη φράκτης altgriechisch φράσσω και φράττω
λιχούδης mittelgriechisch λιχούδης altgriechisch λείχω
σούρβο mittelgriechisch σοῦρβον lateinisch sorbum sorbus
ψώνια Mehrzahl von ψώνιο mittelgriechisch ψώνι(ν) Koine-Griechisch ὀψώνιον altgriechisch ὀψώνης ὄψον + ὠνέομαι
Μωάμεθ mittelgriechisch Μωάμεθ arabisch محمد (muḥammad: ο προφήτης Μωάμεθ) حمد (ḥammada: υμνώ, εγκωμιάζω) ρίζα ح م د (ḥ-m-d)
φτωχός mittelgriechisch φτωχός altgriechisch πτωχός
φοβητσιάρης mittelgriechisch φοβητσιάρης altgriechisch φοβητικός
τριαντάφυλλο mittelgriechisch τριαντάφυλλον τριάντα + φύλλο
μηνιάτικο mittelgriechisch μηνιατικόν altgriechisch μήν
Τούρκος mittelgriechisch Τοῦρκος türkisch Türk παλαιοτουρκικά ???????????????? (türük) *???????????????? (türi: ρίζα, καταγωγή, ράτσα) prototürkisch *türi- (καταγωγή)
τίποτα mittelgriechisch τίποτα / τίποτε altgriechisch τί ποτε τίπτε[1]
ξημερώνομαι: Passiv von ξημερώνω mittelgriechisch ξημερώνω / εξημερώνω εξ- + ημέρα + -ώνω altgriechisch ἡμέρα ἦμαρ (ημέρα) indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)
ξανοίγομαι Passiv von ξανοίγω mittelgriechisch ξανοίγω altgriechisch ἐξανοίγω (ανοίγω, εκτίθεμαι στην ανοιχτοσύνη)
νοικοκυρά mittelgriechisch νοικοκυρά altgriechisch οἶκος + κύριος
μασιέμαι mittelgriechisch μασῶ, altgriechisch μασάομαι-μασῶμαι
κουτσό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: κουτσός mittelgriechisch κουτσός
κουλουράκι κουλούρι + κατάληξη υποκοριστικού -άκι mittelgriechisch κουλούριον, υποκοριστικό του κουλούρα Koine-Griechisch κολλούρα altgriechisch κολλύρα
κορώνα mittelgriechisch κορόνα italienisch corona lateinisch corona altgriechisch κορώνη (αντιδάνειο), με ωμέγα όπως στα αρχαία ελληνικά[1][2] Δείτε την καθιερωμένη γραφή κορόνα[3]
αγαπησιάρης mittelgriechisch ἀγαπησιάρης ἀγάπησ(ις) + -ιάρης[1]
χαρούμενος mittelgriechisch χαρούμενος χαιρούμενος χαίρομαι altgriechisch χαίρω
Κοσσυφοπέδιο mittelgriechisch κοσσυφοπέδιον altgriechisch κόσσυφος + πεδίον
υποψήφιος mittelgriechisch ὑπό + ψῆφος
ξακουστός mittelgriechisch Koine-Griechisch ἐξάκουστος altgriechisch ἐξακούω (ακούω από μακριά) ἐξ και ἀκούω
ώμος mittelgriechisch νῶμος (από τη σύνδεση άρθρου και λέξης, δηλαδή τονώμο= νῶμο altgriechisch ὦμος[1]
ψώνιο mittelgriechisch ψώνι(ν) Koine-Griechisch ὀψώνιον altgriechisch ὀψώνης ὄψον + ὠνέομαι
ψωνίζω mittelgriechisch ψωνίζω Koine-Griechisch ὀψωνίζομαι (προμηθεύομαι) αρχ. ελλην. ὄψον (τρόφιμο) + ὠνέομαι (αγοράζω και εμπορεύομαι)
ψωμοζήτης mittelgriechisch ψωμοζήτης ψωμοζητώ ψωμί + ζητώ
ψωμί mittelgriechisch ψωμίν ψωμίον (κομματάκι) altgriechisch ψωμός ψώω (τρίβω)
ψυχορράγημα mittelgriechisch ψυχορράγημα altgriechisch ψυχορραγέω / ψυχορραγῶ ψυχή + ῥήγνυμι
ψυχοπονώ mittelgriechisch ψυχοπονώ altgriechisch ψυχή + πόνος
ψόφος altgriechisch ψόφος (θόρυβος). Η σημασία από τη mittelgriechisch.[1] siehe auch ψοφώ
ψίχουλο mittelgriechisch ψίχουλον ή ίσως ψίχαλον αιτιατική ψῖχα, Koine-Griechisch ψίξ ψιχ- + -ουλοv ή -αλον[1] ψίω (τρέφω, ταΐζω σε μικρές μπουκιές)
ψιχάλα mittelgriechisch ψιχάλα altgriechisch ψεκάς (ionisch ψακάς= στάλα) mit Einfluss von dem Wort ψίξ (Genitiv ψιχός) και ψιχίον (μικρά τεμάχια άρτου, ψίχουλα)
ψιλοκουβέντα ψιλο- + κουβέντα mittelgriechisch κουβέντα κομβέντον (Neutrum) κομβέντος (αρσενικό (συνάντηση, συνέλευση) lateinisch conventus (συνέλευση) convenio con- + venio proto-italienisch *gʷenjō proto-indogermanisch *gʷm̥yéti *gʷem- (προχωρώ) + *-yéti
ψίδι mittelgriechisch ἀψίδιον, υποκοριστικό του altgriechisch ἀψίς
ψηφώ mittelgriechisch ψηφῶ altgriechisch ψηφίζω ψηφίς
ψήφος (λόγιο) altgriechisch ψῆφος (χαλίκι για μέτρημα, για ψήφιση) ψάω που σημαίνει τρίβω, κάνω κάτι λείο για το αρσενικό «ο ψήφος» πιθανόν mittelgriechisch ὁ ψῆφος[1]
ψηφίο mittelgriechisch ψηφίον altgriechisch ψῆφος
ψηφί mittelgriechisch ψηφίν Koine-Griechisch ψηφίον
ψήνω mittelgriechisch ψήνω και ψένω από τύπους ἧψον ή ἡψήθην ή ἡψημένος des altgriechischen ἕψω (μαγειρεύω)
ψες altgriechisch ὀψέ (αργά το βράδυ) > ὀψές (mittelgriechisch) ψές mit fehlgedeutetem etymologischen Einfluss von χθες[1][2][3]
ψένω mittelgriechischer Ausdruck von ψήνω από τύπους ἧψον ή ἡψήθην ή ἡψημένος des altgriechischen ἕψω (μαγειρεύω)
ψέμα mittelgriechisch ψέμα Koine-Griechisch ψεῦμα altgriechisch ψεῦσμα ψεύδω
ψεκασμός mittelgriechisch ψεκασμός ψεκάζω
ψείρα mittelgriechisch ψείρα Koine-Griechisch φθείρ (θηλυκό· στην αιτιατική φθεῖρα) altgriechisch φθείρ (Maskulinum)
ψεγάδι mittelgriechisch ψεγάδι ψέγος altgriechisch ψέγω
ψάχνω mittelgriechisch ψάχνω altgriechisch von ουρανικό θέμα του παρακειμένου ἔψαυκα του ψαύω (κατά το διώκω που έγινε διώχνω)
ψαχνό mittelgriechisch ψαχνόν Koine-Griechisch *ψαχνός / σαχνός (μαλακός, τρυφερός, ισχνός), με επίδραση και του ρήματος ψώχω (ψώω) / σώχω (ψιλοτρίβω)
ψαρική mittelgriechisch ψαρική ψάρι
ψάρι mittelgriechisch ψάρι(ν) spätgriechisch ὀψάριον υποκοριστικό του ὄψον + -άριον, προσφάγι altgriechisch ἕψω
ψάρεμα mittelgriechisch ψάρεμα ψάρευμα ψαρεύω + -μα Koine-Griechisch ὀψάριον
ψαράς mittelgriechisch ὀψαρᾶς ὀψάριον ὄψον
ψαθί mittelgriechisch ψιαθίν Koine-Griechisch ψιαθίον (υποκοριστικό του ψίαθος)
χωρώ mittelgriechisch χωράω αλλά και με τύπους του χωρέω altgriechisch χωρέω-χωρῶ χῶρος
χωριό mittelgriechisch χωριόν altgriechisch χωρίον
χωριάτης mittelgriechisch χωριάτης χωριό altgriechisch χωρίον χῶρος proto-indogermanisch *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)
χώρια mittelgriechisch χωριά altgriechisch χωρίς
χωνί Katharevousa χωνίον mittelgriechisch χωνίν και χωνίον altgriechisch χώνη χοάνη και χόανος
χτυπώ mittelgriechisch χτυπῶ altgriechisch κτυπέω / κτυπῶ κτύπος
χτύπος mittelgriechisch χτύπος altgriechisch κτύπος
χτικιό mittelgriechisch κτικιό κτικιάζω Koine-Griechisch ἑκτικός (πυρετός) altgriechisch ἕξις ἔχω indoeuropäisch (Wurzel) *seǵʰ-
χτικιάζω mittelgriechisch κτικιάζω Koine-Griechisch ἑκτικός (πυρετός: συνεχιζόμενος, για τον πυρετό της φυματίωσης) altgriechisch ἕξις ἔχω indoeuropäisch (Wurzel) *seǵʰ-
χτίζω mittelgriechisch χτίζω altgriechisch κτίζω
χτες mittelgriechisch χτές altgriechisch χθές με ανομοίωση των φθόγγων [kt] > [xθ][1]
χτενίζω mittelgriechisch χτενίζω altgriechisch κτενίζω κτείς (2. (Lehnbedeutung) englisch comb)
χταπόδι mittelgriechisch ὀκταπόδιον altgriechisch ὀκτάπους ή ὀκτώπους
χρυσοθήρας mittelgriechisch χρυσοθήρας χρυσο- + -θήρας[1] θήρα (το κυνήγι)
χρυσόβουλο mittelgriechisch χρυσόβουλλον χρυσο- + βούλλα/βούλα Γράφεται με ένα λ, καθώς έχει απλοποιηθεί ορθογραφικά
χρονολογία (entlehnt aus) französisch chronologie altgriechisch χρόνος + λέγω (mittelgriechisch του 8ου-9ου αιώνα.[1] Η σύγχρονη σημασία, απόδοση της französisch chronologie.[2])
χρηματοδοτώ mittelgriechisch χρηματοδοτῶ χρήματα + -δοτῶ πιθανόν von Koine-Griechischδοτός ή πάντως από μορφές του δίδω
χοχλακίζω mittelgriechisch χοχλακίζω κοχλακίζω[1] με [k], [x] > [x], [x] (υποχωρητική αφομοίωση). siehe auch χοχλάζω.
χούφτα φούχτα (με αντιμετάθεση συμφώνων) mittelgriechisch φοῦχτα / φοῦκτα *φουκτίζω[1] altgriechisch πυκτίζω / πυκτεύω / βοιωτικός τύπος πουκτεύω πύκτης πύξ
χόρτασμα mittelgriechisch ή Koine-Griechisch altgriechisch χορτάζω
χορτάρι mittelgriechisch χορτάριν Koine-Griechisch χορτάριον altgriechisch χόρτος
χοροστασία mittelgriechisch χοροστασία Koine-Griechisch χοροστασία
χοιρομέρι mittelgriechisch χοιρο-μέριν χοίρος + μερίν μηρίον
χνούδι mittelgriechisch χνούδι(ν) Koine-Griechisch *χνούδιον altgriechisch χνόος / χνοῦς
χνότο mittelgriechisch χνότα / χνότος άχνα altgriechisch ἄχνη
χνάρι mittelgriechisch ἰχνάριον (υποκοριστικό του ἴχνος)
χλαλοή mittelgriechisch οχλαγωγία Koine-Griechisch ὀχλαγωγία altgriechisch ὄχλος + ἄγω
χιόνι mittelgriechisch χιόνι Koine-Griechisch χιόνιον υποκοριστικό για την altgriechisch χιών proto-indogermanisch *ǵʰéyōm *ǵʰey- (χειμών, χειμώνας)
χηνάρι mittelgriechisch χηνάρι Koine-Griechisch χηνάριον altgriechisch χήν proto-indogermanisch *ǵʰh₂éns (χήνα)
χερούλι mittelgriechisch χερούλι
χερόβολο mittelgriechisch χερόβολο altgriechisch χείρ + βάλλω
χερικό mittelgriechisch
χεριά mittelgriechisch
χελιδόνι mittelgriechisch χελιδόνιον altgriechisch η χελιδών
χέλι mittelgriechisch χέλι altgriechisch ἐγχέλειον, υποκοριστικό του ἔγχελυς
χειραγώγηση mittelgriechisch χειραγώγησις Koine-Griechisch χειραγωγέω / χειραγωγῶ altgriechisch χείρ + ἄγω
χειμωνιά mittelgriechisch χειμωνιά
χειμώνας mittelgriechisch χειμώνας altgriechisch χειμών [1]
χάχανο mittelgriechisch χάχανο άλλοι θεωρούν ότι το "χάχανο" σχηματίστηκε ηχομιμητικά το μεσαίωνα και άλλοι θεωρούν ρίζα της λέξης τα συγγενή von altgriechisch καγχάζω & κακκάζω & καχάζω & καγχαλάω που είχαν διαμορφωθεί ηχομιμητικά von χα-χα-χα ή κα-κα-κα)
χαχανίζω mittelgriechisch χάχανο άλλοι θεωρούν ότι το "χάχανο" σχηματίστηκε ηχομιμητικά το μεσαίωνα και άλλοι θεωρούν ρίζα της λέξης τα συγγενή von altgriechisch καγχάζω & κακκάζω & καχάζω & καγχαλάω που είχαν διαμορφωθεί ηχομιμητικά von χα-χα-χα ή κα-κα-κα)
χάφτω mittelgriechisch χάπτω altgriechisch κάπτω (αρπάζω και καταπίνω πεινασμένα)
χάρβαλο mittelgriechisch χάρβαλον πιθανότατα altgriechisch χαλαρός
χαράτσι mittelgriechisch χαράτσι türkisch haraç arabisch خراج (kharāj) συριακή altgriechisch χορηγία (αντιδάνειο)
χαραμάδα mittelgriechisch χαραμάδα altgriechisch χάραγμα + -άδα
χαράζω mittelgriechisch χαράζω altgriechisch χαράσσω
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.