Griechische Wörter mit mittelgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



χάνω

χάνω κατά το σχήμα έφθασα-φθάνω, έπιασα-πιάνω mittelgriechisch χάνω μεσαιωνικά ελληνικά ἔχασα, ἐχάσα Koine-Griechisch αόριστος *ἐχάωσα (απαρέμφατο χαῶσαι) - *χαώνω του ρήματος χαόω - χαῶ χάος[1][2]


χάντρα

χάντρα mittelgriechisch χάντρα πιθανότατα προέλευσης von arabisch


χαντάκι

χαντάκι mittelgriechisch χαντάκιον arabisch خندق (khandaq, τάφρος) αρχαία persisch kandak


χαμογελώ

χαμογελώ mittelgriechisch ὑπογελῶ.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε χαμο- (χάμω) + γελώ


χαλώ

χαλώ mittelgriechisch χαλῶ (παρόμοια σημασία) altgriechisch χαλάω / χαλῶ


χαλκωματάς

χαλκωματάς mittelgriechisch χαλκωματάς χάλκωμα + -άς χαλκός


χαλάστρα

χαλάστρα mittelgriechisch χαλώ


χαλάζι

χαλάζι mittelgriechisch χαλάζιν χαλάζιον altgriechisch χάλαζα + κατάληξη υποκοριστικού -ιον


χάιδι

χάιδι mittelgriechisch χάιδι ηχάδιον (=κανάκεμα, τραγούδι) ήχος +-άδιον


χαϊδεύω

χαϊδεύω χάιδι ή χάδι mittelgriechisch ηχάδιον με σημασία νανούρισμα, κανάκεμα altgriechisch ήχος


χάδι

χάδι χάιδι mittelgriechisch χάιδι ηχάδιον (=κανάκεμα, τραγούδι) ήχος + -άδιον


χαβιάρι

χαβιάρι mittelgriechisch χαβιάρι [1] türkisch havyar osmanisch türkisch خاویار (havyar) persisch خاویار (xâvyâr) خایه‎ (xâye: αβγό) proto-indogermanisch *h₂ōwyóm (ᾠόν / αβγό)


φωτιά

φωτιά mittelgriechisch φωτία (λάμψη) φωτ- ( φῶς) + -ία (> -ιά)


φωταψία

φωταψία mittelgriechisch φωταψία φῶς + ἅπτω


φύλακτρα

φύλακτρα mittelgriechisch φύλακτρον (όμως με κάπως διαφορετική έννοια αφού τότε το φύλακτρον κατά τον Τριανταφυλλίδη είχε την έννοια του φόρου για την αμοιβή των αστυνομικών)


φτωχολογιά

φτωχολογιά mittelgriechisch φτωχολογία με συνίζηση του /ia/


φτωχαίνω

φτωχαίνω mittelgriechisch φτωχένω' von πτωχύνω


φτύνω

φτύνω mittelgriechisch φτύνω altgriechisch πτύω με τροπή [pt] > [ft] και μεταπλασμό + -νω[1]


φτιάχνω

φτιάχνω mittelgriechisch φτειάνω φθειάνω εὐθειάζω εὐθύς


φτιασιδώνω

φτιασιδώνω φτιασίδι + -ώνω mittelgriechisch φτειάνω / φθειάνω εὐθειάζω altgriechisch εὐθεία, Femininum von εὐθύς (Υπάρχει και η άποψη: Koine-Griechisch φυκίασις altgriechisch φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι / φκιασιδώνω


φτιασίδι

φτιασίδι mittelgriechisch φτειάνω / φθειάνω εὐθειάζω altgriechisch εὐθεία, Femininum von εὐθύς (Υπάρχει και η άποψη: Koine-Griechisch φυκίασις altgriechisch φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι)


φτήνια

φτήνια φτηνός + -ια ή mittelgriechisch φτηνιά Koine-Griechisch εὐθηνία (αφθονία, ιδίως τροφίμων ή σιτηρών -και δωρεάν διανομή τους) altgriechisch εὐθηνέω (με επίδραση και της λέξης εὐθένεια: αφθονία)


φταίω

φταίω mittelgriechisch φταίω altgriechisch πταίω


φταίξιμο

φταίξιμο mittelgriechisch φταίσιμον


φρύδι

φρύδι mittelgriechisch φρύδι Koine-Griechisch ὀφρύδιον, υποκοριστικό τού (altgriechisch ) ὀφρῦς / ὀφρύς indoeuropäisch (Wurzel) *h₃bʰrúHs, *bʰruH


φροντίζω

φροντίζω Katharevousa με την έννοια της δημοτικής mittelgriechisch φροντίζω (σκέφομαι, μεριμνώ, μηχανεύομαι τρόπους) και περιφροντίζω altgriechisch φροντίζω φροντίς


φροντίδα

φροντίδα mittelgriechisch φροντίδα altgriechisch φροντίς φρονέω / φρονῶ φρήν indoeuropäisch (Wurzel) *gʷʰren- (νους, ψυχή)


φρονηματίζω

φρονηματίζω mittelgriechisch φρονηματίζω altgriechisch φρονηματίζομαι φρόνημα φρονέω φρήν proto-indogermanisch *gʷʰren- (νους, ψυχή)


φράχτης

φράχτης mittelgriechisch φράκτης altgriechisch φράσσω


φράουλα

φράουλα mittelgriechisch φράγουλα italienisch fragola


φράζω

φράζω mittelgriechisch φράζω altgriechisch φράσσω και φράττω με μεταπλασμό κατά το έσταξα - στάζω.[1] Διαφορετική η ρίζα του αρχαιοελληνικού φράζω. Δεν σχετίζονται ετυμολογικά οι λέξεις φράξια, φρακάρω


φραγκόκοτα

φραγκόκοτα φράγκος ( mittelgriechisch φράγκος italienisch Franco lateinisch Francus φραγκικά *Franko πρωτογερμανικά *frankô (δόρυ, ακόντιο) indoeuropäisch (Wurzel) *prAng-: στύλος, κοτσάνι) + -ο- + κότα


φούχτα

φούχτα mittelgriechisch φοῦχτα / φοῦκτα *φουκτίζω[1] altgriechisch πυκτίζω / πυκτεύω / βοιωτικός τύπος πουκτεύω πύκτης πύξ


φουστάνι

φουστάνι από τη mittelgriechisch λέξη φουστάνι von βενετσιάνικο fustagno von lateinisch fustaneum από τη lateinisch λέξη fustis (ξύλο) που χρησιμοποιήσαν οι Λατίνοι για να μεταφράσουν κατά λέξη την Koine-Griechisch ξύλινο για το βαμβακερό ύφασμα υπάρχει επίσης η ερμηνεία ότι η λέξη ίσως προέρχεται von τότε αιγυπτιακή πρωτεύουσα Fustat (σημερινό Fostat, έξω von Κάιρο) όπου υφαινόταν ένα ειδικό ύφασμα


φουσκώνω

φουσκώνω mittelgriechisch φουσκώνω φούσκ(α) + -ώνω [1]


φουσάτο

φουσάτο mittelgriechisch λέξη φουσᾶτον και φοσσᾶτον von spätlateinisch λέξη fossatum «στρατόπεδο, τάφρος»


φουρτούνα

φουρτούνα mittelgriechisch φουρτούνα φορτούνα venezianisch fortuna ή παλαιά italienisch (τύχη, κακή τύχη, καταιγίδα)[1]


φουρνίζω

φουρνίζω mittelgriechisch φουρνίζω Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


φούρναρης

φούρναρης mittelgriechisch φούρναρης spätlateinisch furnarius lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


φούμο

φούμο mittelgriechisch φούμος italienisch fumo lateinisch fumus proto-italienisch *fūmos indoeuropäisch (Wurzel) *dʰuh₂mós ‎(καπνός)


φόρτωση

φόρτωση mittelgriechisch φόρτω(σις) + -ση (φορτώ(νω) + -σις


φορεσιά

φορεσιά mittelgriechisch λέξη φορεσία φόρεσις φορέω-φορῶ


φόλα

φόλα mittelgriechisch φόλα lateinisch follis indoeuropäisch (Wurzel) *bʰolǵʰnis *bʰelǵʰ- (διογκώνω, φουσκώνω)


φλώρος

φλώρος mittelgriechisch φλῶρος (με επίδραση του λατινικά florus) altgriechisch χλωρίων (δηλαδή ο πρασινωπός, ονομασία του πτηνού λόγω του χρώματός του)


φλουρί

φλουρί mittelgriechisch φλουρίον / φλωρίον , von όνομα της italienisch πόλης Florentia. Βλέπε και Φλωρίνιο στη Βικιπαίδεια.


φλούδα

φλούδα mittelgriechisch φλούδα φλούδι + -α φλούδιον Koine-Griechisch φλοῦς altgriechisch φλοιός φλέω indoeuropäisch (Wurzel) *bʰlew- (φουσκώνω, ρέω)


φλομώνω

φλομώνω mittelgriechisch φλομώνω Koine-Griechisch φλόμος (Maskulinum) altgriechisch φλόμος (Femininum)


φλησκούνι

φλησκούνι mittelgriechisch φλησκούνιν / βλησκούνιον altgriechisch βλήχων / βληχώ


φλέμα

φλέμα mittelgriechisch φλέμα altgriechisch φλέγμα φλέγω


φλασκί

φλασκί mittelgriechisch φλασκίον Koine-Griechisch φλάσκη


φλάμπουρο

φλάμπουρο φλάμπουρον mittelgriechisch φλάμμουλον


φκιασίδι

φκιασίδι φτιασίδι mittelgriechisch φτειάνω / φθειάνω εὐθειάζω altgriechisch εὐθεία, Femininum von εὐθύς (Υπάρχει και η άποψη: Koine-Griechisch φυκίασις altgriechisch φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι)


φιτίλι

φιτίλι mittelgriechisch φιτίλιν türkisch fitil arabisch فتيل (fatīl)


φιλοδωρώ

φιλοδωρώ φιλοδωρέω mittelgriechisch altgriechisch φιλόδωρος


φίδι

φίδι mittelgriechisch φίδιν Koine-Griechisch ὀφίδιον ὀφιίδιον υποκοριστικό του ὄφις + -ίδιον


φθορίωση

φθορίωση Katharevousa φθορίωσις φθόριο + -ωσις mittelgriechisch φθόριον altgriechisch φθορά φθείρω ((Lehnübersetzung) französisch fluoration)


φθόριο

φθόριο (entlehnt aus) französisch phthore mittelgriechisch φθόριον altgriechisch φθορά φθείρω


φέτος

φέτος mittelgriechisch φέτος Koine-Griechisch ἐφέτος ἐπ’ ἔτος (το φ κατ’ αναλογία προς το ἐφ’ ἡμέραν· → siehe: μεθαύριο)


φέρσιμο

φέρσιμο mittelgriechisch φέρσιμο altgriechisch φέρω


φελί

φελί mittelgriechisch φελί μάλλον von lateinisch offella


φεγγίζω

φεγγίζω mittelgriechisch φεγγίζω φέγγος + -ίζω


φεγγάρι

φεγγάρι mittelgriechisch φεγγάρι(ν) φεγγάριον, υποκοριστικό des altgriechischen φέγγος


φασόλι

φασόλι mittelgriechisch φασόλιν *φασιόλιον ή *φασηόλιον με αποβολή του ημιφώνου μεταξύ [s] και φωνήεντος υποκοριστικό για την Koine-Griechisch φασίολος αντιδάνειο από τη lateinisch phasiolus, phăsĕŏlus (făsĕŏlus) υποκοριστικό του phaselus (φασόλι· πλοιάριο με σχήμα φασολιού) altgriechisch φάσηλος[1] (που ήταν του γένους Vigna και όχι Φασιόλου) πιθανόν δάνειο από μεσογειακή μη indoeuropäisch γλώσσα.[2] siehe auch φασούλι, φασούλιν.


φασκομηλιά

φασκομηλιά mittelgriechisch φασκομηλιά altgriechisch σφάκος / φάσκος / φάσκον + μῆλον


φασκέλωμα

φασκέλωμα mittelgriechisch σφακέλωμα σφασκελώνω + -μα


φαρμάκι

φαρμάκι mittelgriechisch φαρμάκιν φαρμάκιον υποκοριστικό της αρχαίας λεξης φάρμακον


φαρί

φαρί mittelgriechisch φαρίν arabisch فرس (faras, άλογο) ρίζα ف ر س (f-r-s) (σπάζω, συντρίβω)


φαράγγι

φαράγγι mittelgriechisch φαράγγιν *φαράγγιον altgriechisch φάραγξ


φαντασίωση

φαντασίωση Katharevousa και mittelgriechisch φαντασίωσις Koine-Griechisch φαντασιόω-φαντασιῶ[1][2]


φανάρι

φανάρι mittelgriechisch φανάριον υποκοριστικό altgriechisch φανός


φαΐ

φαΐ mittelgriechisch φαγί το φαγεῖν altgriechisch φαγεῖν, απαρέμφατο του ἔφαγον


φαγητό

φαγητό mittelgriechisch φαγητόν altgriechisch ἔφαγον, αόριστος του ρήματος ἐσθίω


φάβα

φάβα mittelgriechisch φάβα lateinisch faba indoeuropäisch (Wurzel) *bʰabʰ- (φασόλι)


ύψιλον

ύψιλον mittelgriechisch ὖ ψιλόν


υποκρισία

υποκρισία mittelgriechisch υποκρισία altgriechisch ὑπόκρισις


υποδουλώνω

υποδουλώνω mittelgriechisch ὑποδουλῶ + -ώνω Koine-Griechisch ὑπόδουλος ὑπό + altgriechisch δοῦλος


υποδαυλίζω

υποδαυλίζω υπο- + δαυλός + -ίζω mittelgriechisch δαυλός altgriechisch δαλός ((Lehnübersetzung) französisch attiser)


υποβοηθώ

υποβοηθώ mittelgriechisch υποβοηθώ υπο- + βοηθώ


υπερχείλιση

υπερχείλιση υπερχειλίζω + -ση mittelgriechisch υπερχειλώ + -ίζω Koine-Griechisch ὑπερχειλής ὑπέρ + altgriechisch χεῖλος


υπερχειλίζω

υπερχειλίζω mittelgriechisch υπερχειλώ + -ίζω Koine-Griechisch ὑπερχειλής ὑπέρ + altgriechisch χεῖλος


υπερεκτιμώ

υπερεκτιμώ mittelgriechisch υπερεκτιμώ υπερ- + εκτιμώ altgriechisch ἐκτιμάω / ἐκτιμῶ ἐκ + τιμάω / τιμῶ


υπερεκτίμηση

υπερεκτίμηση υπερεκτιμώ + -ση mittelgriechisch υπερεκτιμώ υπερ- + εκτιμώ altgriechisch ἐκτιμάω / ἐκτιμῶ ἐκ + τιμάω / τιμώ


υνί

υνί mittelgriechisch υνίον


υιοθέτηση

υιοθέτηση mittelgriechisch υιοθέτησις Koine-Griechisch υἱοθετῶ altgriechisch υἱός + τίθημι


υγειά

υγειά mittelgriechisch *υγειά Koine-Griechisch ὑγεία altgriechisch ὑγίεια


τυρόγαλο

τυρόγαλο mittelgriechisch τυρόγαλον τυρί + γάλα


τυρί

τυρί mittelgriechisch τυρίν Koine-Griechisch τυρίον (τυράκι) altgriechisch τυρός + υποκοριστικό επίθημα -ίον proto-griechisch *tūrós (Mykenisches Griechisch : ????????: tu-ro /tūrós/) proto-indogermanisch *tuh₂-ró-s *tewh₂- (φουσκώνω, διογκώνω)


τυλίγω

τυλίγω mittelgriechisch τυλίγω Koine-Griechisch τυλίσσω με μεταπλασμό σε -γω von αοριστικό θέμα τυλιξ-, κατά το σχήμα «άνοιξα ανοίγω»[1]


τσόφλι

τσόφλι mittelgriechisch τσόφλι *εξώφλοιον altgriechisch ἔξω + φλοιός φλέω


τσουκάλι

τσουκάλι mittelgriechisch τσουκάλι (ίσως) italienisch zucca[1] spätlateinisch cucutia λατινικά cucurbita


τσουγκρανίζω

τσουγκρανίζω mittelgriechisch τσουγκρανίζω γρατσουνίζω


τσίφτης

τσίφτης albanisch qift *qiftër mittelgriechisch ξεφτέρι (αντιδάνειο) Koine-Griechisch ὀξυπτέριον altgriechisch ὀξύς + πτερόν (ή τουρκικά çift persisch جفت: cuft)


τσιρότο

τσιρότο italienisch cerotto mittelgriechisch κηρωτόν (=έμπλαστρο αλειμμένο με κερί) altgriechisch κηρωτός (αλειμμένος με κερί) κηρός (αντιδάνειο)


τσίρος

τσίρος mittelgriechisch τσίρος Koine-Griechisch κηρίς/κιρρίς


τσίπουρο

τσίπουρο mittelgriechisch τσίπουρον τουρκοταταρική sepre ή türkisch cibre· έχει προταθεί altgriechisch σίκερα εβραϊκά šēkār


τσιπούρα

τσιπούρα mittelgriechisch τσιπούρα *ἵππουρα, Femininum von altgriechisch ἵππουρος ἵππος + οὐρά


τσίνουρο

τσίνουρο ματοτσίνουρο / ματοτσίνορο μάτι + -ο- + τσινούρι mittelgriechisch τσινάριν altgriechisch κύναρος (αγκάθι - κυνάρα, κινάρα· πβ. αγκινάρα)


τσιμπώ

τσιμπώ mittelgriechisch τσιμπῶ *τσιμπίζω *ἐξεμπίζω *ἐμπίζω altgriechisch ἐμπίς


τσικουδιά

τσικουδιά mittelgriechisch τσίκουδο


τσικνίζω

τσικνίζω τσίκνα + -ίζω mittelgriechisch τσίκνα



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback