φτύνω Verb  [ftino, ftynw]

  Verb
(7)
  Verb
(1)
  Verb
(1)

Etymologie zu φτύνω

φτύνω mittelgriechisch φτύνω altgriechisch πτύω με τροπή [pt] > [ft] και μεταπλασμό + -νω[1]


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu φτύνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φτύνωφτύνουμε, φτύνομεφτύνομαιφτυνόμαστε
φτύνειςφτύνετεφτύνεσαιφτύνεστε, φτυνόσαστε
φτύνειφτύνουν(ε)φτύνεταιφτύνονται
Imper
fekt
έφτυναφτύναμεφτυνόμουν(α)φτυνόμαστε, φτυνόμασταν
έφτυνεςφτύνατεφτυνόσουν(α)φτυνόσαστε, φτυνόσασταν
έφτυνεέφτυναν, φτύναν(ε)φτυνόταν(ε)φτύνονταν, φτυνόντανε, φτυνόντουσαν
Aoristέφτυσαφτύσαμεφτύστηκαφτυστήκαμε
έφτυσεςφτύσατεφτύστηκεςφτυστήκατε
έφτυσεέφτυσαν, φτύσαν(ε)φτύστηκεφτύστηκαν, φτυστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φτύσει
έχω φτυσμένο
έχουμε φτύσει
έχουμε φτυσμένο
έχω φτυστεί
είμαι φτυσμένος, -η
έχουμε φτυστεί
είμαστε φτυσμένοι, -ες
έχεις φτύσει
έχεις φτυσμένο
έχετε φτύσει
έχετε φτυσμένο
έχεις φτυστεί
είσαι φτυσμένος, -η
έχετε φτυστεί
είστε φτυσμένοι, -ες
έχει φτύσει
έχει φτυσμένο
έχουν φτύσει
έχουν φτυσμένο
έχει φτυστεί
είναι φτυσμένος, -η, -ο
έχουν φτυστεί
είναι φτυσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φτύσει
είχα φτυσμένο
είχαμε φτύσει
είχαμε φτυσμένο
είχα φτυστεί
ήμουν φτυσμένος, -η
είχαμε φτυστεί
ήμαστε φτυσμένοι, -ες
είχες φτύσει
είχες φτυσμένο
είχατε φτύσει
είχατε φτυσμένο
είχες φτυστεί
ήσουν φτυσμένος, -η
είχατε φτυστεί
ήσαστε φτυσμένοι, -ες
είχε φτύσει
είχε φτυσμένο
είχαν φτύσει
είχαν φτυσμένο
είχε φτυστεί
ήταν φτυσμένος, -η, -ο
είχαν φτυστεί
ήταν φτυσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φτύνωθα φτύνουμε, θα φτύνομεθα φτύνομαιθα φτυνόμαστε
θα φτύνειςθα φτύνετεθα φτύνεσαιθα φτύνεστε, θα φτυνόσαστε
θα φτύνειθα φτύνουν(ε)θα φτύνεταιθα φτύνονται
Fut
ur
θα φτύσωθα φτύσουμε, θα φτύσομεθα φτυστώθα φτυστούμε
θα φτύσειςθα φτύσετεθα φτυστείςθα φτυστείτε
θα φτύσειθα φτύσουνθα φτυστείθα φτυστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φτύσει
θα έχω φτυσμένο
θα έχουμε φτύσει
θα έχουμε φτυσμένο
θα έχω φτυστεί
θα είμαι φτυσμένος, -η
θα έχουμε φτυστεί
θα είμαστε φτυσμένοι, -ες
θα έχεις φτύσει
θα έχεις φτυσμένο
θα έχετε φτύσει
θα έχετε φτυσμένο
θα έχεις φτυστεί
θα είσαι φτυσμένος, -η
θα έχετε φτυστεί
θα είστε φτυσμένοι, -ες
θα έχει φτύσει
θα έχει φτυσμένο
θα έχουν φτύσει
θα έχουν φτυσμένο
θα έχει φτυστεί
θα είναι φτυσμένος, -η, -ο
θα έχουν φτυστεί
θα είναι φτυσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φτύνωνα φτύνουμενα φτύνομαινα φτυνόμαστε
να φτύνειςνα φτύνετενα φτύνεσαινα φτύνεστε, να φτυνόσαστε
να φτύνεινα φτύνουννα φτύνεταινα φτύνονται
Aoristνα φτύσωνα φτύσουμενα φτυστώνα φτυστούμε
να φτύσειςνα φτύσετενα φτυστείςνα φτυστείτε
να φτύσεινα φτύσουννα φτυστείνα φτυστούν(ε)
Perfνα έχω φτύσει
να έχω φτυσμένο
να έχουμε φτύσει
να έχουμε φτυσμένο
να έχω φτυστεί
να είμαι φτυσμένος, -η
να έχουμε φτυστεί
να είμαστε φτυσμένοι, -ες
να έχεις φτύσει
να έχεις φτυσμένο
να έχετε φτύσει
να έχετε φτυσμένο
να έχεις φτυστεί
να είσαι φτυσμένος, -η
να έχετε φτυστεί
να είστε φτυσμένοι, -ες
να έχει φτύσει
να έχει φτυσμένο
να έχουν φτύσει
να έχουν φτυσμένο
να έχει φτυστεί
να είναι φτυσμένος, -η, -ο
να έχουν φτυστεί
να είναι φτυσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφτύνεφτύνετεφτύνεστε
Aoristφτύσεφτύσετε, φτύστεφτύσουφτυστείτε
Part
izip
Presφτύνοντας
Perfέχοντας φτύσει
έχοντας φτυσμένο
φτυσμένος, -η, -οφτυσμένοι, -ες, -α
InfinAoristφτύσειφτυστεί









Griechische Definition zu φτύνω

φτύνω [ftíno] -ομαι Ρ αόρ. έφτυσα, απαρέμφ. φτύσει, παθ. αόρ. φτύστηκα, απαρέμφ. φτυστεί, μππ. φτυσμένος : 1α. κάνω να βγει, να πεταχτεί σάλιο από το στόμα μου με μια ορισμένη πίεση των χειλιών και της γλώσσας: Έχει την κακή συνήθεια να φτύνει όπου να ΄ναι. Tον άκουγα κάθε πρωί να βήχει και να φτύνει. β. εκτοξεύω το σάλιο μου, φτύνοντας, προς μια (ορισμένη) κατεύθυνση: Mη φτύνεις στο πάτωμα. Έφτυσε τις παλάμες του κι έπιασε τον κασμά για να σκάψει. || (προφ. έκφρ.) τα ΄φτυσε: α. (για πρόσ.) κουράστηκε πάρα πολύ. β. (για πργ.) χάλασε ανεπανόρθωτα: H μηχανή του αυτοκινήτου τα ΄φτυσε. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback