ώμος mittelgriechisch νῶμος (από τη σύνδεση άρθρου και λέξης, δηλαδή τονώμο= νῶμο altgriechisch ὦμος[1]
Griechisch | Deutsch |
---|---|
(ώμος) | (Schulter) Übersetzung bestätigt |
ως «ιμάντας οδηγός» νοείται ένας ιμάντας που συγκρατεί τον αορτήρα της ζώνης ασφαλείας ενήλικα σε θέση κατάλληλη για τα παιδιά και όπου η πραγματική θέση στην οποία ο αορτήρας αλλάζει κατεύθυνση δύναται να προσαρμοστεί μέσω διάταξης που δύναται να μετακινηθεί προς τα επάνω ή προς τα κάτω κατά μήκος του ιμάντα ώστε να εντοπισθεί ο ώμος του ατόμου που τον χρησιμοποιεί και στη συνέχεια να ασφαλιστεί στην εν λόγω θέση. | „Führungsgurt“ ein Gurt, der den Schultergurt des Sicherheitsgurtes für Erwachsene in einer für das Kind passenden Länge hält und bei dem der Verlauf des Schultergurtes mittels einer Einrichtung, die am Gurt aufund abwärts bewegt werden kann, auf die Schulter des Benutzers eingestellt und dann in dieser Lage verriegelt werden kann. Übersetzung bestätigt |
Ο ώμος απεικονίζεται ως στοιχείο αριθ. 3 στο σχήμα 1 του παρόντος παραρτήματος. | Die Schulter ist als Teil Nr. 3 in der Abbildung 1 dieses Anhangs dargestellt. Übersetzung bestätigt |
Ο ώμος αποτελείται από συγκρότημα ώμου, δύο κλείδες και ωμογλήνη από αφρό. | Die Schulter besteht aus einem Schulterblock, zwei Schlüsselbeinen und einer Schulterhaube aus Schaumstoff. Übersetzung bestätigt |
Τράχηλος-ώμος-θώρακας | Hals/Schulter/Brustkorb Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
ωμός -ή -ό |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
ώμος ο [ómos] : α. το μέρος του σώματος από τη βάση του λαιμού ως την άνω άρθρωση του βραχίονα: Δεξιός / αριστερός ώμος. Kρέμασε την τσάντα στον ώμο της. Aκούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Tα πλούσια μαλλιά της σκέπαζαν τους ώμους της. Tι με νοιάζει; είπε, ανασηκώνοντας τους ώμους του με αδιαφορία. Παίρνω / φορτώνομαι / κουβαλώ κτ. στους ώμους μου. Σηκώνω* τους ώμους μου και ως έκφραση. || Mου βγή κε ο ώμος, λύθηκε η άνω άρθρωση του βραχίονά μου. || (μτφ.): Οι ώμοι των εργαζομένων δεν αντέχουν άλλους φόρους. (έκφρ.) χτυπούν οι φτέρνες* του στους ώμους. ΦΡ πήρε τα πόδια του στον ώμο, έφυγε τρέχοντας πολύ γρήγορα (συνήθ. για να αποφύγει κτ. κακό, από φόβο ή τρόμο). || (στρατ.) επ΄ ώμου, παράγγελμα για να τοποθετήσει ο οπλίτης το όπλο στον αριστερό του ώμο καθώς και η συγκεκριμένη θέση και ως ΦΡ τα παίρνω (όλα) επ΄ ώμου, φορτώνομαι με πολλές ευθύνες. β. το μέρος ενδύματος που αντιστοιχεί στον ώμο: Σακάκι λερωμένο στον ώμο.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.