{η}  ψήφος Subst.  [psifos, pshfos]

{die}    Subst.
(426)
{das}    Subst.
(97)

Etymologie zu ψήφος

ψήφος (λόγιο) altgriechisch ψῆφος (χαλίκι για μέτρημα, για ψήφιση) ψάω που σημαίνει τρίβω, κάνω κάτι λείο για το αρσενικό «ο ψήφος» πιθανόν mittelgriechisch ὁ ψῆφος[1]


GriechischDeutsch
Οι ψήφοι των εκπροσώπων των μελών της επιτροπής αντιστοιχούν με τις ψήφους των κρατών μελών όπως ορίζεται στο άρθρο 205 παράγραφοι 2 και 4 της συνθήκης.Die Stimmen der Vertreter der Ausschussmitglieder werden gewichtet wie die Stimmen der Mitgliedstaaten in Artikel 205 Absätze 2 und 4 EG-Vertrag.

Übersetzung bestätigt

Η ψήφος της Επιτροπής είναι αδιαίρετη.Die Stimme der Kommission ist nicht teilbar.

Übersetzung bestätigt

οι ψήφοι κάθε μέλους είναι αδιαίρετες·die Stimmen jedes Mitglieds sind unteilbar;

Übersetzung bestätigt

Κάθε διευθύνουσα επιτροπή ΠΕΟΤ λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία, και οι ψήφοι σταθμίζονται συναρτήσει της χρηματοδοτικής δέσμευσης κάθε μέλους της διευθύνουσας επιτροπής στο ΠΕΟΤ.Jeder ITD-Lenkungsausschuss trifft seine Entscheidungen mit einfacher Mehrheit der Stimmen, die entsprechend dem Finanzbeitrag, den jedes Mitglied des Lenkungsausschusses für das ITD leistet, gewichtet werden.

Übersetzung bestätigt

Οι ψήφοι των κρατών μελών σταθμίζονται σύμφωνα με το άρθρο 205 παράγραφος 2 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.Die Stimmen der Mitgliedstaaten werden entsprechend Artikel 205 Absatz 2 des Vertrags zur Gründung der Europäischen Gemeinschaft gewogen.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu ψήφος

ψήφος η [psífos] : α.η προσωπική προτίμηση την οποία δηλώνει κάποιος όταν ψηφίζει: Θετική / αρνητική ψήφος. Λευκή ψήφος, που δηλώνει μια ουδέτερη στάση. ψήφος εμπιστοσύνης / ανοχής*. Kαταδικαστική / αθωωτική / απαλλακτική ψήφος. Σε περίπτωση ισοψηφίας, η ψήφος του προέδρου λογαριάζε ται διπλή. Δίνω την ψήφο μου σε κπ., τον ψηφίζω. Πόσες ψήφους πήρε;, πόσοι τον ψήφισαν; Οι συμπατριώτες του τον τίμησαν με την ψήφο τους, τον εξέλεξαν για κάποιο δημόσιο αξίωμα. || Δικαίωμα ψήφου, το έννομο δικαίωμα κάποιου να ψηφίζει, να συμμετέχει σε ψηφοφορία· (πρβ. δικαίωμα του εκλέγειν, εκλογικό δικαίωμα): Δικαίωμα ψήφου έχουν μόνο τα τακτικά μέλη του συλλόγου. || (προφ.) το δικαίωμα ψήφου: Πότε δόθηκε για πρώτη φορά ψήφος στις γυναίκες; || H θεωρία της χαμένης ψήφου, η άποψη ότι πρέπει κανείς να ψηφίζει αυτόν που έχει δυνατότητα εκλογής και όχι αυτόν που πραγματικά προτιμά. β. το μέσο με το οποίο δηλώ νει κάποιος την προτίμησή του, όταν ψηφίζει· (πρβ. ψηφοδέλτιο): Έγκυ ρη / άκυρη ψήφος. Kαταμέτρηση / διαλογή ψήφων. Στην αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιούσαν για ψήφους όστρακα, κομμάτια από κεραμίδι κτλ. Εκλέχτη κε βουλευτής με χίλιες ψήφους διαφορά. Πού θα ρίξεις την ψήφο σου;, τι ή ποιον θα ψηφίσεις; || (έκφρ.) προς άγραν* ψήφων.

[λόγ. < αρχ. ψῆφος, ἡ `χαλίκι για μέτρημα, χαλίκι για ψήφιση΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback