ψήφος (λόγιο) altgriechisch ψῆφος (χαλίκι για μέτρημα, για ψήφιση) ψάω που σημαίνει τρίβω, κάνω κάτι λείο για το αρσενικό «ο ψήφος» πιθανόν mittelgriechisch ὁ ψῆφος[1]
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Οι ψήφοι των εκπροσώπων των μελών της επιτροπής αντιστοιχούν με τις ψήφους των κρατών μελών όπως ορίζεται στο άρθρο 205 παράγραφοι 2 και 4 της συνθήκης. | Die Stimmen der Vertreter der Ausschussmitglieder werden gewichtet wie die Stimmen der Mitgliedstaaten in Artikel 205 Absätze 2 und 4 EG-Vertrag. Übersetzung bestätigt |
Η ψήφος της Επιτροπής είναι αδιαίρετη. | Die Stimme der Kommission ist nicht teilbar. Übersetzung bestätigt |
οι ψήφοι κάθε μέλους είναι αδιαίρετες· | die Stimmen jedes Mitglieds sind unteilbar; Übersetzung bestätigt |
Κάθε διευθύνουσα επιτροπή ΠΕΟΤ λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία, και οι ψήφοι σταθμίζονται συναρτήσει της χρηματοδοτικής δέσμευσης κάθε μέλους της διευθύνουσας επιτροπής στο ΠΕΟΤ. | Jeder ITD-Lenkungsausschuss trifft seine Entscheidungen mit einfacher Mehrheit der Stimmen, die entsprechend dem Finanzbeitrag, den jedes Mitglied des Lenkungsausschusses für das ITD leistet, gewichtet werden. Übersetzung bestätigt |
Οι ψήφοι των κρατών μελών σταθμίζονται σύμφωνα με το άρθρο 205 παράγραφος 2 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. | Die Stimmen der Mitgliedstaaten werden entsprechend Artikel 205 Absatz 2 des Vertrags zur Gründung der Europäischen Gemeinschaft gewogen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
ψήφος δι` αλληλογραφίας |
ψήφος δι` αντιπροσώπου |
ψήφος δια πληρεξουσίου |
ψήφος με εκδήλωση προτίμησης |
ψήφος χωρίς εκδήλωση προτίμησης |
Deutsche Synonyme |
---|
Tonart |
Tonfall |
Stimme |
Wählerstimme |
Wahlstimme |
Votum |
ψήφος η [psífos] : α.η προσωπική προτίμηση την οποία δηλώνει κάποιος όταν ψηφίζει: Θετική / αρνητική ψήφος. Λευκή ψήφος, που δηλώνει μια ουδέτερη στάση. ψήφος εμπιστοσύνης / ανοχής*. Kαταδικαστική / αθωωτική / απαλλακτική ψήφος. Σε περίπτωση ισοψηφίας, η ψήφος του προέδρου λογαριάζε ται διπλή. Δίνω την ψήφο μου σε κπ., τον ψηφίζω. Πόσες ψήφους πήρε;, πόσοι τον ψήφισαν; Οι συμπατριώτες του τον τίμησαν με την ψήφο τους, τον εξέλεξαν για κάποιο δημόσιο αξίωμα. || Δικαίωμα ψήφου, το έννομο δικαίωμα κάποιου να ψηφίζει, να συμμετέχει σε ψηφοφορία· (πρβ. δικαίωμα του εκλέγειν, εκλογικό δικαίωμα): Δικαίωμα ψήφου έχουν μόνο τα τακτικά μέλη του συλλόγου. || (προφ.) το δικαίωμα ψήφου: Πότε δόθηκε για πρώτη φορά ψήφος στις γυναίκες; || H θεωρία της χαμένης ψήφου, η άποψη ότι πρέπει κανείς να ψηφίζει αυτόν που έχει δυνατότητα εκλογής και όχι αυτόν που πραγματικά προτιμά. β. το μέσο με το οποίο δηλώ νει κάποιος την προτίμησή του, όταν ψηφίζει· (πρβ. ψηφοδέλτιο): Έγκυ ρη / άκυρη ψήφος. Kαταμέτρηση / διαλογή ψήφων. Στην αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιούσαν για ψήφους όστρακα, κομμάτια από κεραμίδι κτλ. Εκλέχτη κε βουλευτής με χίλιες ψήφους διαφορά. Πού θα ρίξεις την ψήφο σου;, τι ή ποιον θα ψηφίσεις; || (έκφρ.) προς άγραν* ψήφων.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.