χειμώνας mittelgriechisch χειμώνας altgriechisch χειμών [1]
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ημερολογιακό έτος και χειμώνας (1η Οκτωβρίου έως 31 Μαρτίου) | Kalenderjahr und Winter (1. Oktober bis 31. März) Übersetzung bestätigt |
Κατά τον XVIII αιώνα οι πόλεμοι και οι πολύ ψυχροί χειμώνες καταστρέφουν τον καρυδεώνα και η χρήση άλλων ελαίων (κράμβη, αραχίδα, παπαρούνα) ανταγωνίζονται την παραγωγή του καρυδελαίου. | Im 18. Jahrhundert zerstörten Kriege und kalte Winter die Nussbaumhaine, und durch die Verwendung anderer Öle (Raps, Erdnuss, Mohn) entstand eine Konkurrenz für die Nussölerzeugung. Übersetzung bestätigt |
συνήθης: συνήθης χειμώνας/καλοκαίρι, στην περιοχή όπου βρίσκεται η κατοικία. (Η κατοικία θερμαίνεται ικανοποιητικά το χειμώνα. | Gewöhnlich: ein gewöhnlicher Winter/Sommer in dem Gebiet, in dem sich die Wohnung befindet (Wohnung angenehm warm im Winter. Übersetzung bestätigt |
Συνήθης: συνήθης χειμώνας/καλοκαίρι, στην περιοχή όπου βρίσκεται η κατοικία. (για τις μεταβλητές «η κατοικία θερμαίνεται ικανοποιητικά το χειμώνα» και «η κατοικία είναι επαρκώς δροσερή το καλοκαίρι»). | In der Regel: ein gewöhnlicher Winter/Sommer in dem Gebiet, in dem sich die Wohnung befindet („Wohnung angenehm warm im Winter“ und „Wohnung angenehm kühl im Sommer“). Übersetzung bestätigt |
στη δυναμική του πληθυσμού σε ακραίες, βάσει εποχής ή περιοχής, κλιματικές συνθήκες (ιδιαίτερα θερμό καλοκαίρι, κρύος χειμώνας και βροχοπτώσεις) και στις γεωργικές πρακτικές που εφαρμόζονται μετά την προβλεπόμενη χρήση. | die Populationsdynamik bei saisonalen oder regionalen Klimaextremen (insbesondere heiße Sommer, kalte Winter und Niederschläge) sowie die nach der vorgesehenen Verwendung angewandten landwirtschaftlichen Praktiken. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
kalte Jahreszeit |
Winter |
Winterzeit |
χειμώνας ο [ximónas] : 1α.(αστρον., μετεωρ.) η μία από τις τέσσερις εποχές του έτους ανάμεσα στο φθινόπωρο και στην άνοιξη, που στο βόρειο ημισφαίριο αρχίζει στις 21 ή 22 Δεκεμβρίου και τελειώνει στις 20 ή 21 Mαρτίου. || η εποχή του έτους που περιλαμβάνει τους μήνες Δεκέμβριο, Iανουάριο και Φεβρουάριο. β. η πιο ψυχρή εποχή του έτους, η αρχή και το τέλος της οποίας δε συμπίπτει ακριβώς με τις παραπάνω ημερομηνίες, σε αντιδιαστολή προς το καλοκαίρι: Ο χειμώνας φέτος ήταν βαρύς / δριμύς / μακρύς / ατέλειωτος / ελαφρός / ήπιος / γλυκός / σύντομος. Πέρυσι πέρασα το χειμώνα μου στο χωριό. Είναι ο δεύτερος χειμώνας που περνώ στην πόλη. Οι μακριές νύχτες του χειμώνα. Σε λίγο θα μπει / θα έρθει ο χειμώνας, θα αρχίσει. Έφυγε πριν βγει / πριν φύγει ο χειμώνας, πριν τελειώσει. Mας έπιασε / πλάκωσε ο χειμώνας. Mέσα στην καρδιά* του χειμώνα, το καταχείμωνο. (ευχή) καλό χειμώ να. || ψυχρός καιρός, κακοκαιρία σε οποιαδήποτε άλλη εποχή: Έπιασε / μας έπιασε χειμώνας. γ. κατά τη διάρκεια του χειμώνα: Θα ξανάρθω το χειμώνα. (έκφρ.) χειμώνα καλοκαίρι, συνέχεια, όλο το χρόνο. χειμώνα καιρό*. ΠAΡ Aπό Mάρτη* καλοκαίρι κι από Aύγουστο χειμώνα. || Πυρηνικός* χειμώνας. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.