Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



μεταχείριση

μεταχείριση Koine-Griechisch μεταχείρισις altgriechisch μεταχειρίζομαι


μεταφύτευση

μεταφύτευση Koine-Griechisch μεταφύτευσις


μεταφραστής

μεταφραστής Koine-Griechisch μεταφράζω


μετάφραση

μετάφραση Koine-Griechisch μετάφρασις μεταφράζω μετά + φράζω


μετάταξη

μετάταξη Koine-Griechisch μετάταξις altgriechisch μετατάσσω μετά + τάσσω


μεταπράτης

μεταπράτης Koine-Griechisch μεταπράτης μεταπιπράσκω altgriechisch πιπράσκω / πέρνημι περάω indoeuropäisch (Wurzel) *per- (διαπερνώ, διασχίζω)


μεταποίηση

μεταποίηση Koine-Griechisch μεταποίησις


μεταπλασμός

μεταπλασμός (λόγιο) Koine-Griechisch μεταπλασμός μεταπλάθω (altgriechisch μεταπλάσσω), Lehnbedeutung από τη neulateinisch metaplasmsus[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε μετα- + πλα- (altgriechisch πλάσσω) + -σμός


μετάπλαση

μετάπλαση (λόγιο) Koine-Griechisch μετάπλα(σις) + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε μετά- + πλασ- (πλάθω) + -η (πλάση)


μετάξι

μετάξι Koine-Griechisch μετάξιον, υποκοριστικό του μέταξα


μέταξα

μέταξα Koine-Griechisch μέταξα


μετανάστευση

μετανάστευση mittelgriechisch μετανάστευσις Koine-Griechisch μεταναστεύω


μεταμφιέζω

μεταμφιέζω mittelgriechisch μεταμφιέζω Koine-Griechisch μεταμφιάζω μεταμφιέννυμι / μεταμφιεννύω μετά + altgriechisch ἀμφιέννυμι / ἀμφιεννύω ἀμφί + ἕννυμι / ἑννύω *ϝέσνυμι indoeuropäisch (Wurzel) *wes (ντύνω)


μεταλλωρύχος

μεταλλωρύχος Koine-Griechisch μεταλλωρύχος altgriechisch μέταλλον + ὀρύττω (το ω (μεταλλωρύχος) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)


μετάληψη

μετάληψη Koine-Griechisch μετάληψις (παρόμοια σημασία) altgriechisch μετάληψις μεταλαμβάνω λαμβάνω


μεταλαμπαδεύω

μεταλαμπαδεύω (λόγιο) Koine-Griechisch μεταλαμπαδεύω (δίνω τον πυρσό μου σε άλλον)[1]


μεταλαμβάνω

μεταλαμβάνω Koine-Griechisch μεταλαμβάνω (παρόμοια σημασία) altgriechisch μεταλαμβάνω μετά + λαμβάνω


μετάκληση

μετάκληση Koine-Griechisch μετάκλησις altgriechisch μετακαλέω / μετακαλῶ μετά + καλέω / καλῶ


μετάδοση

μετάδοση Koine-Griechisch μετάδοσις (παρόμοια σημασία) altgriechisch μετάδοσις μεταδίδωμι μετά + δίδωμι


μεταγωγή

μεταγωγή Koine-Griechisch μεταγωγή. Συγχρονικά αναλύεται σε μετ- + αγωγή.


μεταγραφή

μεταγραφή (λόγιο) Koine-Griechisch μεταγραφή altgriechisch μεταγράφω. Συγχρονικά αναλύεται σε μετα- + γραφή (γράφω). Και Lehnbedeutung από τη französisch transcription[1].


μεσόφρυδο

μεσόφρυδο Koine-Griechisch μεσόφρυον altgriechisch μέσος + ὀφρῦς


μεσότοιχος

μεσότοιχος Koine-Griechisch μεσότοιχος altgriechisch μέσος + τοῖχος


μεσιτεία

μεσιτεία Koine-Griechisch μεσιτεία μεσιτεύω altgriechisch μέσον


μεσημεριάζω

μεσημεριάζω mittelgriechisch μεσημεριάζω μεσημέρι + -ιάζω Koine-Griechisch μεσημέριον, Maskulinum von μεσημέριος altgriechisch μέσος + ἡμέρα


μεσημέρι

μεσημέρι mittelgriechisch μεσημέρι(ν) Koine-Griechisch μεσημέριον, Maskulinum von μεσημέριος altgriechisch μέσος + ἡμέρα


μέρμηγκας

μέρμηγκας μερμήγκ(ι) + augmentativer Suffix -ας mittelgriechisch μέρμηγκας(ν) / μερμήγκι(ν) / μερμήκιν Koine-Griechisch μυρμήκιον altgriechisch μύρμηξ proto-indogermanisch *morwi (μυρμήγκι)


μερί

μερί mittelgriechisch μερί μηρί μηρίον Koine-Griechisch μηρίον altgriechisch μηρία ουδέτερο μηρός


μέραρχος

μέραρχος (λόγιο) Koine-Griechisch μεράρχης με μεταπλασμό σε -αρχος κατά το ναύαρχος[1]


μεραρχία

μεραρχία (λόγιο) Koine-Griechisch μεραρχία (δύο χιλιαρχίες)[1] μεράρχ(ης) + -ία (μέρος + άρχω)


μελοποιός

μελοποιός Koine-Griechisch μελοποιός


μελομακάρονο

μελομακάρονο μέλι + -ο- + μακαρόνι ( italienisch maccaroni maccheroni, Mehrzahl von maccherone maccare Koine-Griechisch μακαρία (αντιδάνειο) altgriechisch μάκαρ) + -ο


μελιτώδης

μελιτώδης Koine-Griechisch μελιτώδης altgriechisch μέλι + -ώδης


μελισσοκόμος

μελισσοκόμος Koine-Griechisch μελισσοκόμος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε μελισσο- + -κόμος


μελισσοβότανο

μελισσοβότανο Koine-Griechisch μελισσοβότανον altgriechisch μέλισσα + -ο- + βοτάνη + -ον


μελετητής

μελετητής (λόγιο) Koine-Griechisch μελετητής (προπονητής, προγυμναστής· ρήτορας δημηγοριών)[1][2]. Μορφολογικά, μελέτ(η) + -ητής


μελαχρινός

μελαχρινός mittelgriechisch μελαχρινός Koine-Griechisch μελαγχρινός altgriechisch μελαγχρής / μελάγχροος / μελάγχρους + -ινός μέλας + χροός / χρώς


μελανοδοχείο

μελανοδοχείο Koine-Griechisch μελανοδοχεῖον altgriechisch μέλας ( proto-indogermanisch *melh₂-: μέλας) + Koine-Griechisch δοχεῖον ( altgriechisch δέχομαι proto-indogermanisch *deḱ-: δέχομαι)


μειονέκτημα

μειονέκτημα Koine-Griechisch μειονέκτημα altgriechisch μειονεκτέω / μειονεκτῶ


μεθοδεύω

μεθοδεύω το ρήμα της Katharevousaς μεθοδεύομαι Koine-Griechisch μεθοδεύω


μεθερμηνεύω

μεθερμηνεύω Koine-Griechisch μεθερμηνεύω


μεθαύριο

μεθαύριο Koine-Griechisch μεθαύριον μετά + altgriechisch αὔριον (το θ τέθηκε αναλογικά με τη φράση «μεθ’ ἡμέραν»: μετά από μία μέρα· → siehe: φέτος)


μεγιστάνας

μεγιστάνας Koine-Griechisch μεγιστάν altgriechisch μέγιστος μέγας


μεγεθύνω

μεγεθύνω Koine-Griechisch μεγεθύνω altgriechisch μέγεθος


μεγαλοφυΐα

μεγαλοφυΐα Koine-Griechisch μεγαλοφυΐα μεγαλοφυής + -ία


μεγαλουργώ

μεγαλουργώ Koine-Griechisch μεγαλουργῶ


μεγαλορρημοσύνη

μεγαλορρημοσύνη Koine-Griechisch μεγαλορρημοσύνη μεγαλορρήμων


μεγαλέμπορος

μεγαλέμπορος Koine-Griechisch λέξη von μεγάλ(ος) και ἔμπορος


ματόφυλλο

ματόφυλλο Koine-Griechisch ὀμματόφυλλον ὄμμα + φῦλλον


ματόκλαδο

ματόκλαδο mittelgriechisch ματόκλαδο / ομματόκλαδον όμμα + Koine-Griechisch κυλάδες / κύλα (το κάτω von μάτι τμήμα· με παρετυμολογία από τη λέξη κλαδί)


ματαιόφρων

ματαιόφρων Koine-Griechisch ματαιόφρων altgriechisch μάταιος + φρήν


ματαιοπονώ

ματαιοπονώ Koine-Griechisch ματαιοπονία


ματαιοπονία

ματαιοπονία Koine-Griechisch ματαιοπονία


μάστορας

μάστορας mittelgriechisch μάστορας *μαΐστορας *μαγίστορας Koine-Griechisch μαγίστωρ lateinisch magister[1]


μαστίχα

μαστίχα Koine-Griechisch μαστίχη


μαστίγωση

μαστίγωση Koine-Griechisch μαστίγωσις altgriechisch η μάστιξ-μάστιγος (μαστίγιο και μάστιγα)


μαστιγώνω

μαστιγώνω Koine-Griechisch μαστιγώνω altgriechisch μαστιγόω-μαστιγῶ +-ώνω


μαστίγιο

μαστίγιο Koine-Griechisch μαστίγιον, υποκοριστικό του altgriechisch μάστιξ


μαστάρι

μαστάρι Koine-Griechisch μαστάριον υποκοριστικό του μαστός (altgriechisch )


μάσηση

μάσηση Koine-Griechisch μάσησις altgriechisch μασάομαι / μασῶμαι


μάσημα

μάσημα Koine-Griechisch μάσημα


μαρτύριο

μαρτύριο μαρτύριον in Katharevousa μαρτύριον στην Koine-Griechisch altgriechisch μαρτύριον και μαρτυρία


μαρτυρικός

μαρτυρικός Koine-Griechisch μαρτυρικός altgriechisch μαρτυρία (κατάθεση)


μαρούλι

μαρούλι mittelgriechisch μαρούλιν Koine-Griechisch μαρούλιον lateinisch *amarulus amarus


μαρμελάδα

μαρμελάδα französisch marmelade proto-französisch marmelada marmelo (= κυδώνι) lateinisch melimelum Koine-Griechisch μελίμηλον (= γλυκόμηλο) (αντιδάνειο)


μαρμάγκα

μαρμάγκα albanisch merimangë (αράχνη) mittelgriechisch μυρμήγκι[1] (αντιδάνειο) Koine-Griechisch μυρμήκιον altgriechisch μύρμηξ


μάργαρο

μάργαρο Koine-Griechisch μάργαρον


μαργαρίτης

μαργαρίτης Koine-Griechisch μαργαρίτης μέση persisch mwlwʾlyt' (morwārīd) / mlwʾlyt (marwārīd)


μαργαριτάρι

μαργαριτάρι mittelgriechisch μαργαριτάριον Koine-Griechisch μαργαρίτης


μαρασμός

μαρασμός Koine-Griechisch μαρασμός


μαραθωνομάχος

μαραθωνομάχος Koine-Griechisch Μαραθωνομάχος altgriechisch Μαραθωνομάχης


μάπας

μάπας μάπα (με σημασία: πρόσωπο) + -ς από διάλεκτο italienisch mappa[1]. Δείτε επίσης την Koine-Griechisch μάππα lateinisch mappa[2]


μαντούρα

μαντούρα mittelgriechisch μαντούρα} / παντούρα / πανδούρα Koine-Griechisch πανδοῦρα λυδική προέλευση


μαντίλι

μαντίλι Koine-Griechisch μαντίλιον (και ἡ μαντήλη, τὸ μαντήλιον, τὸ μανδήλιον) lateinisch mantilium / mantelium, υποκοριστικό του του mantile[1] / mantele manus proto-indogermanisch *man-


μαντατούρης

μαντατούρης μαντάτ(ον) + -ούρης Koine-Griechisch μανδᾶτον lateinisch mandatum (αυτοκρατορική διαταγή)


μαντατευτής

μαντατευτής μαντατεύω μαντάτον + -εύω Koine-Griechisch μανδᾶτον lateinisch mandatum (αυτοκρατορική διαταγή)


μάνταλο

μάνταλο mittelgriechisch μάνταλο μάνταλος (Maskulinum) Koine-Griechisch μάνδαλος[1]


μάννα

μάννα Koine-Griechisch μάννα von εβραϊκό מן (μάν) ή (όπως αναφέρει το εβραϊκό Τορά) απο τη φράση των έκπληκτων Εβραίων (מַה-הוּא : Mα χου; Τι, ποιός;)


μαμμωνάς

μαμμωνάς : Koine-Griechisch μαμωνᾶς aramäisch ממון (;) (mamona), πλούτη


μάλαξη

μάλαξη Katharevousa μάλαξις Koine-Griechisch μάλαξις μαλάσσω


μαλάκυνση

μαλάκυνση μαλάκυνσις λέξη της Katharevousaς von Koine-Griechisch (στην οποία σήμαινε παράλυση, εξασθένιση) zur Wiedergabe von französisch ramollissement


μαλάκας

μαλάκας mittelgriechisch μαλάκα (θηλυκό (μαλάκυνση) + -ας Koine-Griechisch μαλακός (παθητικός ομοφυλόφιλος) με αναδρομικό σχηματισμό von μαλακία[1] altgriechisch μαλακός proto-indogermanisch *mlakos


μακρύνω

μακρύνω Koine-Griechisch μακρύνω


μακρόθεν

μακρόθεν Koine-Griechisch μακρόθεν και μάκροθεν (από μακριά σε απόσταση ή χρονικά)


μακροημέρευση

μακροημέρευση Koine-Griechisch μακροημέρευσις μακρός + ημέρα


μακελεύω

μακελεύω Koine-Griechisch μακελλεύω (κρατάω στάβλο και σφάζω ζώα, έχω κρεοπωλείο) lateinisch macellum (η αγορά ίσως ήδη και το χασάπικο και μακελλάριος εκείνος που κόβει, τεμαχίζει)


μακελειό

μακελειό Koine-Griechisch μακελλεῖον


μακαρόνι

μακαρόνι venezianisch macaroni (italienisch maccaroni) maccheroni, Mehrzahl von maccherone maccare Koine-Griechisch μακαρία (πιθανό αντιδάνειο) altgriechisch μάκαρ [1]


μακαρισμός

μακαρισμός Koine-Griechisch μακαρισμός (στον πληθυντικό: μακαρισμοί) altgriechisch μακαρισμός (ευλογία, έπαινος)[1]


μαίανδρος

μαίανδρος (λόγιο) Koine-Griechisch μαίανδρος altgriechisch Μαίανδρος


μαθήτρια

μαθήτρια Koine-Griechisch μαθήτρια, Femininum von μαθητής


μαδώ

μαδώ Koine-Griechisch μαδάω, -ῶ (πέφτω (για μαλλιά), είμαι φαλακρός)


μάγουλο

μάγουλο Koine-Griechisch μάγουλον spätlateinisch magulum


μαγειρίτσα

μαγειρίτσα μαγειριά + -ίτσα Koine-Griechisch μαγειρία altgriechisch μάγειρος


μαγειρεύω

μαγειρεύω Koine-Griechisch altgriechisch μάγειρος


μαγειρείο

μαγειρείο Koine-Griechisch μαγειρεῖον


μαγεία

μαγεία Koine-Griechisch μαγεία (αρχαία σημασία: θεολογία των Μάγων)[1] Μάγος αρχαία persisch (πβ. αρχαία persisch maγu-) indoeuropäisch (Wurzel) *meh₂gʰ- ‎(ικανός, δυνατός, βοηθητικός, μάγος)


λώρος

λώρος Koine-Griechisch λῶρος λῶρον lateinisch lorum


λωποδυσία

λωποδυσία Koine-Griechisch λωποδυσία altgriechisch λωποδύτης λῶπος / λώπη ( λέπω) + δύτης ( δύω


λυχνάρι

λυχνάρι mittelgriechisch λυχνάριν Koine-Griechisch λυχνάριον, υποκοριστικό του λύχνος



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback