Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



λύτρωση

λύτρωση Koine-Griechisch λύτρωσις


λυρισμός

λυρισμός (entlehnt aus) französisch lyrisme (λύρα + -ισμός). Διαφορετική η Koine-Griechisch λυρισμός (παίξιμο της λύρας.


λυκόφως

λυκόφως Koine-Griechisch *λύκη (: αμυδρό φως) + φως. Η ρίζα *λύκη, πιθανόν ομόρριζη του λατινικού lux, απαντά μόνο σε σύνθετα. Βλέπε και λευκός, λύχνος


λυκαυγές

λυκαυγές Koine-Griechisch λυκαυγές, Maskulinum von λυκαυγής *λύκη + αὐγής ( αὐγή)


λυκάνθρωπος

λυκάνθρωπος (λόγιο) Koine-Griechisch λυκάνθρωπος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε λυκ- + -άνθρωπος


λυκανθρωπία

λυκανθρωπία (λόγιο) Koine-Griechisch λυκανθρωπία[1] (λύκος) λυκ- + ἄνθρωπ(ος) + -ία


λουρί

λουρί mittelgriechisch λουρίν Koine-Griechisch λωρίον λῶρος


λοιμικός

λοιμικός Koine-Griechisch λοιμικός altgriechisch λοιμός


λογομαχώ

λογομαχώ Koine-Griechisch λογομαχέω / λογομαχῶ altgriechisch λόγος + μάχομαι


λογομαχία

λογομαχία Koine-Griechisch λογομαχία altgriechisch λόγος + μάχη


λογοδιάρροια

λογοδιάρροια Koine-Griechisch λογοδιάρροια altgriechisch λόγος + διάρροια ( διαρρέω διά + ῥέω)


λογιότητα

λογιότητα Koine-Griechisch λογιότης


λογικεύω

λογικεύω Koine-Griechisch λογικεύομαι altgriechisch λογικός λόγος λέγω


λιχνίζω

λιχνίζω mittelgriechisch λιχνίζω Koine-Griechisch λικνίζω / λικμίζω altgriechisch λικμάω / λικμῶ λικμός


λιτανεία

λιτανεία η εκκλησιαστική σημασία mittelgriechisch λιτανεία Koine-Griechisch λιτανεία (παράκληση στους θεούς) λιτανεύω λιτανός λίσσομαι (= ικετεύω) [1][2]


λιποτακτώ

λιποτακτώ Koine-Griechisch λιποτακτῶ


λιοτριβειό

λιοτριβειό Koine-Griechisch ἐλαιοτριβεῖον («πρέσα για λάδι») με αποβολή του αρχικού φωνήεντος για αποφυγή της χασμωδίας με το πρόθημα λιο-. siehe auch ελαιοτριβείο[1]


λιοντάρι

λιοντάρι mittelgriechisch λιοντάρι(ν) λεοντάριν Koine-Griechisch λεοντάριον, υποκοριστικό της αρχαίας ελληνικής λέξης λέων


λιναρόσπορος

λιναρόσπορος λινάρι ( mittelgriechisch λινάρι(ν) Koine-Griechisch λινάριον altgriechisch λίνον + -ο- + σπόρος ( altgriechisch σπόρος σπείρω)


λινάρι

λινάρι Koine-Griechisch λινάριον altgriechisch λίνον


λιμπίζομαι

λιμπίζομαι mittelgriechisch λιμπίζομαι Koine-Griechisch λιμβός


λιμάνι

λιμάνι türkisch liman mittelgriechisch λιμένι(ν) (αντιδάνειο) Koine-Griechisch λιμένιον altgriechisch λιμήν


λικνίζω

λικνίζω, λόγια λέξη για να περιγραφεί μία κίνηση παρόμοια με αυτήν της κούνιας του μωρού Koine-Griechisch λικνίζω (λιχνίζω) altgriechisch λίκνον


λιθοξόος

λιθοξόος (λόγιο) Koine-Griechisch λιθοξόος. Αναλύεται στο ελληνιστικό πρόθημα λιθο- + το αρχαίο επίθημα -ξόος ( ρήμα ξέω)[1]


λιγώνω

λιγώνω Koine-Griechisch ὀλιγόω / ὀλιγῶ altgriechisch ὀλίγος


λιγούρι

λιγούρι λιγούρης λιγούρα λιγώνω Koine-Griechisch ὀλιγόω / ὀλιγῶ altgriechisch ὀλίγος


λιγούρης

λιγούρης λιγούρα + -ης λιγώνω Koine-Griechisch ὀλιγόω / ὀλιγῶ altgriechisch ὀλίγος


λιγούρα

λιγούρα λιγώνω + -ούρα Koine-Griechisch ὀλιγόω / ὀλιγῶ altgriechisch ὀλίγος


λιγοθυμώ

λιγοθυμώ mittelgriechisch λιγοθυμώ Koine-Griechisch λιποθυμῶ


λιγνός

λιγνός mittelgriechisch λιγνός Koine-Griechisch λέγνος [1] λέγνον


λιγνεύω

λιγνεύω mittelgriechisch λιγνεύω λιγνός + -εύω Koine-Griechisch λέγνος λέγνον


λιγδώνω

λιγδώνω λίγδα + -ώνω Koine-Griechisch λίγδα altgriechisch λίγδην


λίγδα

λίγδα Koine-Griechisch λίγδα altgriechisch λίγδην


λίβελος

λίβελος Koine-Griechisch λίβελλος lateinisch libellus, υποκοριστικό του liber Παλαιά Λατινική loeber proto-italienisch *louðEros’’ *h₁léwdʰeros *h₁lewdʰ- (άνθρωποι)


λιβάδι

λιβάδι Koine-Griechisch λιβάδιον altgriechisch λιβάς


λιακωτό

λιακωτό mittelgriechisch ἡλιακόν + -ωτό Koine-Griechisch ἡλιακός altgriechisch ἡλιακός proto-griechisch *hāwélios proto-indogermanisch *sāwélios *sóh₂wl̥


λιακάδα

λιακάδα λιακό + -άδα mittelgriechisch ἡλιακόν Koine-Griechisch ἡλιακός altgriechisch ἥλιος proto-griechisch *hāwélios indoeuropäisch (Wurzel) *sāwélios *sóh₂wl̥


λησμονώ

λησμονώ Koine-Griechisch (απαντά ο τύπος μετοχής λησμονηθέντες), συγγενές με το αρχαιοελληνικό λησμοσύνη και το λήθω / λανθάνω


λήπτης

λήπτης (λόγιο) Koine-Griechisch λήπτης[1] λαμβάνω


λήμμα

λήμμα Koine-Griechisch λῆμμα altgriechisch λῆμμα


λεχώνα

λεχώνα mittelgriechisch λεχώνα Koine-Griechisch *λεχών altgriechisch λεχώ


λεφτά

λεφτά λεπτά Koine-Griechisch λεπτόν altgriechisch λεπτός


λευίτης

λευίτης Koine-Griechisch Λευΐτης Λευΐ + -ίτης


λέπυρο

λέπυρο Koine-Griechisch λέπυρον[1] λέπος (λέπι) ( λέπω) + -υρον


λεπτομέρεια

λεπτομέρεια Koine-Griechisch λεπτομέρεια altgriechisch λεπτομερής λεπτός + μέρος


λεπίδι

λεπίδι Koine-Griechisch λεπίδιον, υποκοριστικό του λεπίς


λεοπάρδαλη

λεοπάρδαλη Katharevousa λεοπάρδαλις Koine-Griechisch λεόπαρδος + altgriechisch πάρδαλις


λεξικογράφος

λεξικογράφος Koine-Griechisch λεξικογράφος.[1] Αναλύεται σε λεξικο- + -γράφος


λεξικό

λεξικό Koine-Griechisch λεξικόν (εννοείται βιβλίον), substantiviertes Neutrum des Adjektivs: λεξικός altgriechisch λέξις λέγω (Lehnbedeutung) französisch dictionnaire[1]


λεξιθηρία

λεξιθηρία Koine-Griechisch λέξις + θήρα


λέμφος

λέμφος (λόγιο) Koine-Griechisch λέμφος (αρσενικό και ουδέτερο, μύξα) με εσφαλμένη ταύτιση με τη französisch lymphe neulateinisch lympha (λέμφος) lateinisch lympha (διαυγές νερό)[1], πιθανόν ελληνογενές altgriechisch νύμφη[2]


λειψανδρία

λειψανδρία Koine-Griechisch λειψανδρία λείπω + ἀνήρ (Genitiv: ἀνδρός) + -ία


λειτουργιά

λειτουργιά Koine-Griechisch λειτουργία altgriechisch λειτουργός λήϊτον ( λαός) + ἔργον


λείανση

λείανση Koine-Griechisch


λεβιάθαν

λεβιάθαν Koine-Griechisch Λευιάθαν hebräisch לויתן / לווייתן (livyatán: φάλαινα, λεβιάθαν)


λαφυραγωγώ

λαφυραγωγώ Koine-Griechisch λαφυραγωγέω, -ῶ


λαφυραγωγία

λαφυραγωγία Koine-Griechisch


λατομώ

λατομώ Koine-Griechisch λατομέω / λατομῶ λατόμος altgriechisch λᾶας + τέμνω


λατόμος

λατόμος Koine-Griechisch λατόμος altgriechisch λᾶας + τέμνω


λατομείο

λατομείο Koine-Griechisch λατομεῖον λατομέω λατόμος altgriechisch λᾶας + τέμνω


λαρύγγι

λαρύγγι Koine-Griechisch λαρύγγιον altgriechisch λάρυγξ + κατάληξη υποκοριστικού -ιον


λαρδί

λαρδί mittelgriechisch λαρδί(ο)ν, υποκοριστικό του (Koine-Griechisch) λάρδος lateinisch lardum (=αλατισμένο / παστωμένο κρέας) altgriechisch λαρινός (=παχύς, λιπαρός) (αντιδάνειο)


λαογραφία

λαογραφία Koine-Griechisch


λαξεύω

λαξεύω Koine-Griechisch λαξεύω


λάξευση

λάξευση Koine-Griechisch λάξευσις


λάμψη

λάμψη Koine-Griechisch λάμψις altgriechisch λάμπω


λαμπαδηδρομία

λαμπαδηδρομία (λόγιο) Koine-Griechisch λαμπαδηδρομία[1]


λαλάγγι

λαλάγγι mittelgriechisch λαλάγγι Koine-Griechisch λαλάγγιον, υποκοριστικό του λαλάγγη altgriechisch λάγανον


λακωνισμός

λακωνισμός Koine-Griechisch λακωνισμός (ίδια σημασία) altgriechisch λακωνισμός λακωνίζω Λάκων


λαϊκός

λαϊκός Koine-Griechisch altgriechisch λαός


λαϊκισμός

λαϊκισμός λαϊκός + -ισμός Koine-Griechisch λαϊκός altgriechisch λαός *lāwós indoeuropäisch (Wurzel) *leh₂wos *leh₂- (στρατιωτική ενέργεια) ((Lehnübersetzung) englisch populism)


λαζαρέτο

λαζαρέτο venezianisch lazareto mittellateinisch Lazarus[1] Koine-Griechisch Λάζαρος hebräisch אלעזר (=ο θεός βοηθός) אל (θεός) + עזר (βοηθός)


λαγώχειλος

λαγώχειλος Koine-Griechisch λαγώχειλος λαγῶς ή λαγώς + χεῖλος


λαγωνικό

λαγωνικό mittelgriechisch λαγωνικός Koine-Griechisch λακωνικός κύων (με παρετυμολόγηση από τη λέξη λαγός)


λαγούμι

λαγούμι türkisch lağım arabisch لغم (laḡam: ορυχείο, λαγούμι) Koine-Griechisch λαχαίνω (σκάβω) altgriechisch λαγχάνω (αντιδάνειο)


λαβράκι

λαβράκι Koine-Griechisch λαβράκιον altgriechisch λάβραξ


λάβαρο

λάβαρο Koine-Griechisch λάβαρον lateinisch labarum[1][2] ( ίσως laureum[2] laureus laurus)


κωσταντινάτο

κωσταντινάτο mittelgriechisch *κωνσταντινάτον (βλ ἁγιοκωνσταντινάτον) Koine-Griechisch Κωνσταντῖνος lateinisch Constantinus constans consto con + sto proto-italienisch *staēō proto-indogermanisch *sth₂éh₁yeti *steh₂- (ἵστημι)


κωνίο

κωνίο Koine-Griechisch κωνίον altgriechisch κῶνος ((Lehnübersetzung) englisch cone)


κώλος

κώλος mittelgriechisch κῶλος Koine-Griechisch κῶλος (πρωκτός) altgriechisch κῶλον (μέρος, τμήμα σώματος). Εναλλαγή κωλ-, κολ- (κόλον (τμήμα του παχέως εντέρου) πιθανόν με την επίδραση της lateinischς cūlus (πρωκτός)[1][2]


κώδικας

κώδικας Koine-Griechisch κῶδιξ lateinisch codex


κυψελίδα

κυψελίδα Koine-Griechisch κυψελίς (1η σημασία) altgriechisch κυψελίς (2. (Lehnbedeutung) französisch cellule)


κυριότητα

κυριότητα (λόγιο) Koine-Griechisch κυριότης, αιτιατική κυριότητα (εξουσία), Lehnbedeutung από τη französisch proprieté[1]


κυριολεξία

κυριολεξία Koine-Griechisch κυριολεξία


κυριολεκτώ

κυριολεκτώ Koine-Griechisch κυριολεκτέω / κυριολεκτῶ altgriechisch κύριος + λέγω


κυοφορία

κυοφορία Koine-Griechisch κυοφορία κυοφόρος κύω + φέρω ((Lehnbedeutung) französisch gestation)


κυνήγι

κυνήγι mittelgriechisch κυνήγι(ν) Koine-Griechisch κυνήγιον altgriechisch κυνηγέσιον κυνηγός κύων + ἄγω


κυκλάμινο

κυκλάμινο mittelgriechisch κυκλάμινον Koine-Griechisch κυκλάμινος (ἡ και σπάνια ὁ) altgriechisch κύκλος indoeuropäisch (Wurzel) *kʷékʷlos


κυκεώνας

κυκεώνας Koine-Griechisch κυκεών (ανακάτεμα) altgriechisch κυκεών


κυβίστηση

κυβίστηση Koine-Griechisch κυβίστησις κυβιστής altgriechisch κύβος (ζάρι) proto-indogermanisch *keu(b)-


κτηνώδης

κτηνώδης (λόγιο) Koine-Griechisch κτηνώδης. Συγχρονικά αναλύεται σε κτήν(ος) + -ώδης


κτηνοτρόφος

κτηνοτρόφος Koine-Griechisch κτηνοτρόφος (αγελαδοτρόφος)[1] altgriechisch κτῆνος + τρέφω. Συγχρονικά αναλύεται σε κτηνο- + -τρόφος


κρωγμός

κρωγμός Koine-Griechisch κρωγμός altgriechisch κρώζω Onomatopoetikum


κρυστάλλι

κρυστάλλι mittelgriechisch κρυστάλλι Koine-Griechisch κρυστάλλιον altgriechisch κρύσταλλος


κρύβω

κρύβω κληρονομημένη von Koine-Griechisch κρύβω altgriechisch κρύπτω. Με μεταπλασμό του θέματος κρυψ- όπως τριψ- (ἔτριψα) - τρίβω[1]


κρουστός

κρουστός (λόγιο) Koine-Griechisch κρουστός & Lehnbedeutung από τη französisch instruments à percussion ή τη deutsch Schlaginstrumente (στον πληθυντικό)[1]


κρούσμα

κρούσμα (λόγιο) Koine-Griechisch κροῦσμα altgriechisch κρούω[1]


κρόσσι

κρόσσι Koine-Griechisch κροσσίον


κρετίνος

κρετίνος italienisch cretino französisch crétin lateinisch christianus Koine-Griechisch χριστιανός (αντιδάνειο) Χριστός χριστός altgriechisch χρίω proto-indogermanisch *gʰrēy- (χρίω, επαλείφω *gʰer- (τρίβω)


κρετινισμός

κρετινισμός französisch crétinisme crétin lateinisch christianus Koine-Griechisch χριστιανός (αντιδάνειο) Χριστός χριστός altgriechisch χρίω proto-indogermanisch *gʰrēy- (χρίω, επαλείφω *gʰer- (τρίβω)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback