{ο}  κώλος Subst.  [kolos, kwlos]

{der}  
Arsch (derb)
  Subst.
(484)
{der}  
Hintern (ugs.)
  Subst.
(183)
{der}  
Esel (ugs.)
  Subst.
(2)

Etymologie zu κώλος

κώλος mittelgriechisch κῶλος Koine-Griechisch κῶλος (πρωκτός) altgriechisch κῶλον (μέρος, τμήμα σώματος). Εναλλαγή κωλ-, κολ- (κόλον (τμήμα του παχέως εντέρου) πιθανόν με την επίδραση της lateinischς cūlus (πρωκτός)[1][2]


GriechischDeutsch
Ωραίος κώλος!Geiler Arsch!

Übersetzung nicht bestätigt

Το πιο γνωστό μου ήταν. στα τέσσερα σκυμένος, ο κώλος στον αέρα.Meine berühmteste Pose war auf einem Sägebock Arsch in der Luft. Und ich war noch fähig zu winken und zu sagen:

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
ποπός
οπίσθια (επίσημο)
πισινός
πυγή (λόγιο)
απαυτός (προφορικό)
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu κώλος

κώλος ο [kólos] : (προφ.) 1α. οι γλουτοί: Tου ΄δωσε μια στον κώλο, εννοείται ξυλιά. Έχει ωραίο / μεγάλο κώλο. ΠAΡ Tα μεταξωτά βρακιά* θέλουν κι επιδέξιους κώλους. Aν δε βρέξεις* κώλο, δεν τρως ψάρι. Πότε ο Γιάννης* δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί. Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, για άνθρωπο ασήμαντο που νομίζει πως απέκτησε κάποια αξία και κάνει το σπουδαίο. ΦΡ και εκφράσεις (είναι) κώλος και βρακί*. τα θέλει ο κώλος μου, επιζητώ ή προκαλώ κτ. ενώ φαινομενικά, στα λόγια, το αρνούμαι. μου βγαίνει ο κώλος, κουράζομαι πολύ. μου έπιασε τον κώλο, με εκμεταλλεύτηκε ή με εξαπάτησε. θα σου κόψω τον κώλο, ως απειλή. αν σου βαστάει ο κώλος, αν τολμάς. στρώσε τον κώλο σου, για να δουλέψεις, να διαβάσεις κτλ. στήνω κώλο, υφίσταμαι ταπείνωση ή εξευτελισμό για να πετύχω κτ. χτυπώ τον κώλο μου κάτω, καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια. πήρε ο κώλος του φωτιά*. βγάζει φωτιά* απ΄ τον κώλο του. γίναμε κώλος, μαλώσαμε. του κώλου, για κτ. άθλιο, τιποτένιο, ανάξιο λόγου. του κώλου τα εννιάμερα, για ανοησίες. μιλούν όλοι, μιλούν κι οι κώλοι, για άνθρωπο ανάξιο λόγου που παρεμβαίνει σε μια συζήτηση χωρίς να έχει κτ. ουσιαστικό να προσθέσει. || το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς: Tρύπησε ο κώλος του παντελονιού. β. τα νώτα: Tου γύρισε επιδεικτικά τον κώλο και έφυγε. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback