Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?
Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!
λώρος Koine-Griechisch λῶρος λῶρον lateinisch lorum
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Και οι ίνες είναι σαν ομφάλιοι λώροι. | Diese Fasern sehen aus wie Nabelschnüre. |
Οι εξωτερικοί ομφάλιοι λώροι είναι περίεργοι. | Außenliegende Bauchnabel sind irgendwie komisch. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
λώρος ο [lóros] : κυρίως στον όρο ομφάλιος λώρος: α1. (ανατ.) μακρύ και λεπτό στέλεχος που συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα: Aποκοπή του ομφάλιου λώρου, αφαλόκομμα. α2. ειδικό σχοινί που συνδέει τον αστροναύτη με το διαστημόπλοιο, όταν βγαίνει από αυτό. β. (μτφ.) στενή σχέση, δεσμός που συνδέει κτ. με κτ. άλλο και όπου το ένα από τα συνδεόμενα κατέχει συνήθ. κεντρική θέση σε σχέση με το άλλο: H θρησκεία αποτελεί ακόμα σε σημαντικό βαθμό τον ομφάλιο λώρο μεταξύ του απόδημου ελληνισμού και της μητέρας πατρίδας. || Kόβω τον ομφάλιο λώρο, καταργώ μια σχέση, ένα δεσμό, αποσυνδέω, ανεξαρτητοποιώ, αυτονομώ: H κατάργηση του σταυρού στα ψηφοδέλτια κόβει τον ομφάλιο λώρο που συνδέει το βουλευτή με την εκλογική πελατεία του.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.