Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



εραστής

εραστής altgriechisch ἐραστής ἐράω / ἐρῶ ((Lehnbedeutung) französisch amant)


έρανος

έρανος (λόγιο) Koine-Griechisch ἔρανος (δημόσιες συνεισφορές) altgriechisch ἔρᾰνος


ερανιστής

ερανιστής altgriechisch ἐρανιστής ἐρανίζομαι ἔρανος


ερανίζομαι

ερανίζομαι altgriechisch ἐρανίζομαι


επωφελούμαι

επωφελούμαι Koine-Griechisch ἐπωφελοῦμαι altgriechisch ἐπωφελέω / ἐπωφελῶ ((Lehnbedeutung) französisch profiter)


επώνυμο

επώνυμο (λόγιο) Koine-Griechisch ἐπώνυμον, substantiviertes Neutrum altgriechisch ἐπώνυμος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επ- + -ώνυμο. siehe auch όνομα


επωνυμία

επωνυμία altgriechisch ἐπωνυμία


επωμίζομαι

επωμίζομαι Koine-Griechisch ἐπωμίζομαι altgriechisch ἐπι- + -ωμίζομαι ὦμος


επωμίδα

επωμίδα altgriechisch ἑπωµίς


επώδυνος

επώδυνος altgriechisch ἐπώδυνος ἐπί + ὀδύνη (το αρχικό ὀ- εκτείνεται όταν απαντά σε σύνθετα)


επωδός

επωδός altgriechisch ἐπῳδός


επωδή

επωδή altgriechisch ἐπῳδή


επώαση

επώαση altgriechisch ἐπῴασις (2.(Lehnübersetzung) französisch incubation)


επωάζω

επωάζω altgriechisch ἐπῳάζω ἐπί + ᾠόν (2. (Lehnbedeutung) französisch incuber)


επτάκις

επτάκις altgriechisch ἑπτάκις


επτά

επτά altgriechisch ἑπτά


έποψη

έποψη altgriechisch ἔποψις ἐπί + ὄψις


εποχούμαι

εποχούμαι altgriechisch ἐποχοῦμαι


εποχή

εποχή altgriechisch ἐποχή


επουράνιος

επουράνιος altgriechisch ἐπουράνιος


επούλωση

επούλωση altgriechisch ἐπούλωσις


επουλώνω

επουλώνω altgriechisch ἐπουλόω / ἐπουλῶ


έπος

έπος altgriechisch ἔπος ϝέπος ‎ proto-griechisch *wékʷos indoeuropäisch (Wurzel) *wékʷos *wekʷ- ‎(μιλώ)


επόπτης

επόπτης altgriechisch ἐπόπτης ἐφοράω / ἐφορῶ ἐπί + ὁράω / ὁρῶ ((Lehnübersetzung) französisch inspecteur)


εποπτεύω

εποπτεύω altgriechisch ἐποπτεύω


επόπτευση

επόπτευση εποπτεύω + -ση altgriechisch ἐποπτεύω


εποπτεία

εποπτεία altgriechisch ἐποπτεία ἐποπτεύω (1.(Lehnbedeutung) französisch inspection. 2.(Lehnbedeutung) deutsch Übersicht)


εποποιία

εποποιία altgriechisch ἐποποιία


επονομάζω

επονομάζω altgriechisch ἐπονομάζω ὀνομάζω ὄνομα


επομένως

επομένως altgriechisch (ἑπομένως). Από τη μετοχή ἑπόμενος.


έπομαι

έπομαι altgriechisch ἕπομαι


εποικώ

εποικώ altgriechisch ἐποικέω / ἐποικῶ


εποικοδόμημα

εποικοδόμημα Koine-Griechisch ἐποικοδόμημα altgriechisch ἐποικοδομέω ((Lehnbedeutung) französisch superstructure)


εποικισμός

εποικισμός Koine-Griechisch ἐποικισμός ἐποικίζω ἐπί + altgriechisch οἰκίζω οἶκος ϝοῖκος indoeuropäisch (Wurzel) *woyḱos / *wéyḱs


εποίκιση

εποίκιση Koine-Griechisch ἐποίκισις ἐποικίζω ἐπί + altgriechisch οἰκίζω οἶκος ϝοῖκος indoeuropäisch (Wurzel) *woyḱos / *wéyḱs


επίχωση

επίχωση Koine-Griechisch ἐπίχωσις + -ση altgriechisch ἐπιχώννυμι / ἐπιχωννύω χώννυμι / χωννύω χόω


επιχρωμίωση

επιχρωμίωση επιχρωμιώνω + -ση χρώμιο (entlehnt aus) französisch chrome altgriechisch χρῶμα


επιχρίω

επιχρίω altgriechisch ἐπιχρίω ἐπί + χρίω


επιχορηγώ

επιχορηγώ Koine-Griechisch ἐπιχορηγέω / ἐπιχορηγῶ ἐπί + altgriechisch χορηγέω / χορηγῶ χορός + ἄγω


επιχειρώ

επιχειρώ altgriechisch ἐπιχειρέω


επιχείρηση

επιχείρηση altgriechisch ἐπιχείρησις


επιχειρηματίας

επιχειρηματίας altgriechisch ἐπιχείρημα, (Lehnübersetzung) französisch entrepreneur Wort verwendet ab 1821


επιχείρημα

επιχείρημα altgriechisch ἐπιχείρημα ἐπιχειρέω ἐπί + χείρ (χεῖρας ἐπιτίθημι τινί, χωρίς ενδιάμεσο πρόσωπο)


επιφυλακή

επιφυλακή Koine-Griechisch ἐπιφύλαξ + -ή altgriechisch ἐπιφυλάσσω ἐπί + φυλάσσω proto-griechisch *pʰuláťťō


επιφορτίζω

επιφορτίζω altgriechisch ἐπιφορτίζω (παραφορτώνω) ((Lehnübersetzung) französisch charger)


επιφοιτώ

επιφοιτώ altgriechisch ἐπιφοιτῶ


επιφοίτηση

επιφοίτηση Koine-Griechisch ἐπιφοίτησις altgriechisch ἐπιφοιτάω / ἐπιφοιτῶ ἐπί + φοιτάω / φοιτῶ


επιφέρω

επιφέρω altgriechisch ἐπιφέρω


επιφάνεια

επιφάνεια altgriechisch ἐπιφάνεια ἐπιφαίνω ἐπί + φαίνω


επιτυχία

επιτυχία altgriechisch ἐπιτυχία έπι+τύχη


επιτυχαίνω

επιτυχαίνω mittelgriechisch επιτυχαίνω altgriechisch ἐπιτυγχάνω


επιτυγχάνω

επιτυγχάνω altgriechisch ἐπιτυγχάνω ἐπί + τυγχάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰewgʰ- (παράγω, δύναμαι, πετυχαίνω)


επιτροπικός

επιτροπικός altgriechisch ἐπιτροπικός ἐπίτροπος


επιτροπεία

επιτροπεία altgriechisch ἐπιτροπεία


επιτρέχω

επιτρέχω altgriechisch ἐπιτρέχω


επιτρέπω

επιτρέπω altgriechisch ἐπιτρέπω


επιτραχήλιο

επιτραχήλιο Koine-Griechisch ἐπιτραχήλιον, Maskulinum von ἐπιτραχήλιος ἐπί + altgriechisch τράχηλος


επίτομος

επίτομος Koine-Griechisch ἐπίτομος altgriechisch ἐπιτέμνω ἐπί + τέμνω


επιτομή

επιτομή altgriechisch ἐπιτομή ἐπιτέμνω ἐπί + τέμνω


επιτολή

επιτολή altgriechisch ἐπιτολή


επιτιμώ

επιτιμώ altgriechisch ἐπιτιμάω / ἐπιτιμῶ


επιτίμιο

επιτίμιο altgriechisch ἐπιτίμιον ἐπί + τιμή


επιτίμηση

επιτίμηση altgriechisch ἐπιτίμησις


επιτίθεμαι

επιτίθεμαι altgriechisch ἐπιτίθεμαι


επιτήρηση

επιτήρηση altgriechisch ἐπιτήρησις ἐπιτηρῶ


επιτήδευση

επιτήδευση altgriechisch ἐπιτήδευσις ἐπιτηδεύω ἐπιτηδές / ἐπίτηδες


επιτηδεύομαι

επιτηδεύομαι altgriechisch ἐπιτηδεύoμαι


επιτηδευματίας

επιτηδευματίας επιτήδευμα ( altgriechisch ἐπιτήδευμα ἐπιτηδεύω) + -ίας


επιτηδειότητα

επιτηδειότητα altgriechisch ἐπιτηδειότης


επιτήδειος

επιτήδειος altgriechisch ἐπιτήδειος ((Lehnbedeutung) französisch habile)


επίτευγμα

επίτευγμα mittelgriechisch ἐπίτευγμα altgriechisch ἐπιτυγχάνω


επιτελώ

επιτελώ altgriechisch ἐπιτελέω, -ῶ ἐπί + τελῶ τελος(=σκοπός)


επιτέλους

επιτέλους συμφυρμός των φράσεων von altgriechisch ἐπί τέλος + διά τέλους, (Lehnübersetzung) französisch enfin


επιτέλεση

επιτέλεση altgriechisch ἐπιτέλεσις ἐπιτελέω / ἐπιτελῶ ἐπί + τελέω / τελῶ


επιτείνω

επιτείνω altgriechisch ἐπιτείνω ἐπί + τείνω


επιταχύνω

επιταχύνω altgriechisch ἐπιταχύνω ἐπί + ταχύνω


επιτάφιος

επιτάφιος altgriechisch ἐπιτάφιος


επιτάσσω

επιτάσσω altgriechisch ἐπιτάσσω ἐπί + τάσσω


επίταση

επίταση altgriechisch ἐπίτασις


επίταξη

επίταξη Koine-Griechisch ἐπίταξις altgriechisch ἐπίταξις ἐπιτάσσω ἐπί + τάσσω ((Lehnbedeutung) γαλλικά requisition)


επιταγή

επιταγή Koine-Griechisch ἐπιταγή altgriechisch ἐπιτάσσω ἐπί + τάσσω (2.(Lehnbedeutung) französisch mandat)


επίσωτρο

επίσωτρο altgriechisch ἐπίσωτρον


επιστροφή

επιστροφή altgriechisch ἐπιστροφή ἐπιστρέφω ἐπί + στρέφω


επιστρέφω

επιστρέφω altgriechisch ἐπιστρέφω


επιστρατεύω

επιστρατεύω altgriechisch ἐπιστρατεύω


επιστράτευση

επιστράτευση επί + στράτευση, altgriechisch ἐπιστράτευσις,


επίστομα

επίστομα mittelgriechisch επίστομα altgriechisch ἐπί στόμα


επιστολογραφία

επιστολογραφία (entlehnt aus) französisch épistolographie altgriechisch ἐπιστολή + γράφω


επιστητό

επιστητό altgriechisch ἐπιστητόν, Maskulinum von ρηματικού επιθέτου ἐπιστητός ἐπίσταμαι (γνωρίζω καλά)


επιστημονικός

επιστημονικός altgriechisch ἐπιστημονικός


επιστήμονας

επιστήμονας altgriechisch ἐπιστήμων ἐπιστήμ(η) + -ων (-ονας)


επιστημολογία

επιστημολογία Lehnübersetzung von deutsch Wissenschaftslehre,[1] ή englisch epistemology[2] που όμως αποδίδεται ως γνωσιολογία altgriechisch ἐπιστήμ(η) + -ο- + -λογία


επιστήμη

επιστήμη (λόγιο) altgriechisch ἐπιστήμη ἐπίσταμαι (γνωρίζω καλά) και (entlehnt aus) (Lehnbedeutung) französisch science, sciences lateinisch scientia (Lehnübersetzung) altgriechisch ἐπιστήμη[1]


επιστεγάζω

επιστεγάζω altgriechisch ἐπιστεγάζω ἐπί + στεγάζω


επιστατώ

επιστατώ altgriechisch ἐπιστατέω / ἐπιστατῶ ἐπιστάτης


επίσπευση

επίσπευση mittelgriechisch ἐπίσπευσις altgriechisch ἐπισπεύδω ἐπί + σπεύδω


επισπεύδω

επισπεύδω altgriechisch ἐπισπεύδω


επισκόπηση

επισκόπηση altgriechisch ἐπισκόπησις ἐπισκοπέω / ἐπισκοπῶ σκοπέω / σκοπῶ indoeuropäisch (Wurzel) *speḱ-


επισκιάζω

επισκιάζω altgriechisch ἐπισκιάζω ((Lehnbedeutung) englisch overshadow)


επίσκεψη

επίσκεψη altgriechisch ἐπίσκεψις



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback