Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ετούτος

ετούτος mittelgriechisch ετούτος / τούτος altgriechisch οὗτος


έτος

έτος altgriechisch ἔτος ϝέτος proto-indogermanisch *wétos *wet- (έτος) + *-os


ετοιμότητα

ετοιμότητα altgriechisch ἑτοιμότης


έτοιμος

έτοιμος altgriechisch ἕτοιμος / ἑτοῖμος


ετοιμασία

ετοιμασία altgriechisch ἑτοιμασία


ετοιμάζω

ετοιμάζω altgriechisch ἑτοιμάζω ἕτοιμος


ετησίως

ετησίως Koine-Griechisch ἐτησίως altgriechisch ἐτήσιος


έτερος

έτερος altgriechisch ἕτερος


ετερονομία

ετερονομία (entlehnt aus) englisch hétéronomie altgriechisch ἕτερος + νόμος


ετερομορφία

ετερομορφία (entlehnt aus) englisch hétéromorphie altgriechisch ἕτερος + μορφή


ετερογονία

ετερογονία (entlehnt aus) englisch heterogony deutsch Heterogonie hetero- (ετερο-) + -gonie ( altgriechisch γόνος)


ετερογαμία

ετερογαμία (entlehnt aus) französisch hétérogamie altgriechisch ἕτερος + γαμέω


εταίρος

εταίρος altgriechisch ἑταῖρος


εταιρικός

εταιρικός Koine-Griechisch ἑταιρικός(2,3) altgriechisch ἑταιρικός(1) ἑταιρία / ἑταιρεία


εταιρεία

εταιρεία (λόγιο) altgriechisch ἑταιρεία (σύνδεσμος, αδελφότητα) ἑταιρεῖος ἑταῖρος ἔτης *ϝέτης proto-indogermanisch *swé (ἑός), Lehnbedeutung από τη französisch société, compagnie


εταίρα

εταίρα altgriechisch ἑταῖρα


ετάζω

ετάζω altgriechisch ἐτάζω


έσωθεν

έσωθεν altgriechisch ἔσωθεν


έσχατος

έσχατος altgriechisch ἔσχατος


εσχατολογία

εσχατολογία (entlehnt aus) französisch eschatologie altgriechisch ἔσχατος + -λογία


εσχατόγερος

εσχατόγερος Koine-Griechisch ἐσχατόγηρος / ἐσχατόγηρως / ἐσχατογέρων altgriechisch ἔσχατος + γῆρας


εσχατιά

εσχατιά altgriechisch ἐσχατιά ἔσχατος


εσχάρα

εσχάρα altgriechisch ἐσχάρα


εσύ

εσύ mittelgriechisch ἐσύ altgriechisch σύ, με προσθήκη του ἐ- κατά τα ἐγώ, ἐμού, ἐμέ


εστιατόριο

εστιατόριο altgriechisch ἑστιατόριον ἑστιάτωρ ἑστιάω ἑστία


εστιάτορας

εστιάτορας altgriechisch ἑστιάτωρ ἑστιάω ἑστία


εστιάζω

1,2 εστιάζω εστία + -άζω altgriechisch ἑστία indoeuropäisch (Wurzel) *h₂wes- (κατοικώ, μένω, ζω) ((Lehnübersetzung) französisch focaliser)


εστέρας

εστέρας (entlehnt aus) englisch ester deutsch Essigäther Essig + Äther ( lateinisch aerher altgriechisch αἰθήρ)


εσπερινός

εσπερινός (λόγιο) altgriechisch ἑσπερινός


εσπεριδοειδή

εσπεριδοειδή altgriechisch Ἑσπερίδες + -ο- + -ειδή ((Lehnübersetzung) französisch hespéridées)


εσπερίδα

εσπερίδα Katharevousa εσπερίς Koine-Griechisch ἑσπερίς altgriechisch ἑσπέρα ((Lehnbedeutung) französisch soirée)


εσπέρας

εσπέρας εσπέρα altgriechisch ἑσπέρα, Femininum von ἕσπερος *ϝέσπερος indoeuropäisch (Wurzel) *wekʷsperos


εσπέρα

εσπέρα altgriechisch ἑσπέρα, Femininum von ἕσπερος *ϝέσπερος indoeuropäisch (Wurzel) *wek(ʷ)speros *we- + *kʷsep- (νύχτα)


έσοδο

έσοδο Koine-Griechisch εἴσοδος / ἔσοδος (παρόμοια σημασία) altgriechisch εἴσοδος / ἔσοδος εἰς + ὁδός


εσοδιάζω

εσοδιάζω mittelgriechisch εσοδιάζω Koine-Griechisch εἰσοδιάζω εἰσόδιος altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός


εσοδεία

εσοδεία mittelgriechisch ἐσοδεία Koine-Griechisch *ἐσοδεία εἰσοδιάζω altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός


εσμός

εσμός altgriechisch ἑσμός ἕζομαι


εσθήτα

εσθήτα altgriechisch ἐσθής


ερωτώ

ερωτώ altgriechisch ἐρωτάω / ἐρωτῶ


ερωτισμός

ερωτισμός (entlehnt aus) französisch érotisme érotique altgriechisch ἐρωτικός ἔρως


ερωτικός

ερωτικός altgriechisch ἐρωτικός


ερωτιδέας

ερωτιδέας Koine-Griechisch ἐρωτιδεύς altgriechisch ἔρως


ερώτηση

ερώτηση altgriechisch ἐρώτησις ἐρωτῶ


ερωταπόκριση

ερωταπόκριση mittelgriechisch ερωταπόκρισις altgriechisch ἐρώτησις + ἀπόκρισις


ερωμένη

ερωμένη altgriechisch ἐρωμένη, μετοχή ενεστώτα θηλυκού γένους του ρήματος ἐράομαι, -ῶμαι: αυτή που την αγαπούν


ερωδιός

ερωδιός altgriechisch ἐρῳδιός


ερχομός

ερχομός mittelgriechisch ερχομός altgriechisch ἔρχομαι


έρχομαι

έρχομαι altgriechisch ἔρχομαι. Ορισμένοι τύποι, από θέματα χωρίς ετυμολογική σύνδεση, όπως έλα!, ήρθα/ήλθα (που συνδέονται με το ελαύνω και το έλευση).[1]


ερυσίπελας

ερυσίπελας altgriechisch ἐρυσίπελας ερυθρός + πέλ- · βλέπε και lateinisch pellis(δέρμα)


ερυθρός

ερυθρός altgriechisch ἐρυθρός


ερυθρίαση

ερυθρίαση altgriechisch ἐρυθρίασις


ερυθρά

ερυθρά substantiviertes Femininum des Adjektivs: ερυθρός altgriechisch ἐρυθρός ((Lehnübersetzung) französisch rubéole)


έρπω

έρπω altgriechisch ἕρπω proto-indogermanisch *serp- (έρπω)


έρπης

έρπης altgriechisch ἕρπης ἕρπω proto-indogermanisch *serp- (έρπω)


ερμητισμός

ερμητισμός (entlehnt aus) französisch hermétisme hermétique Koine-Griechisch ἑρμητής altgriechisch Ἑρμῆς


ερμηνεύω

ερμηνεύω altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς Ἑρμῆς


ερμηνεία

ερμηνεία altgriechisch ἑρμηνεία ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς


έρμαιο

έρμαιο απόδοση στο μονοτονικό της λέξης ἕρμαιο altgriechisch ἕρμαιον Ερμής


έρμα

έρμα altgriechisch ἕρμα


ερίφιο

ερίφιο mittelgriechisch ερίφι(ν) Koine-Griechisch ἐρίφιον altgriechisch ἔριφος


ερίφι

ερίφι mittelgriechisch ερίφι(ν) Koine-Griechisch ἐρίφιον altgriechisch ἔριφος


ερίζω

ερίζω altgriechisch ἐρίζω


έριδα

έριδα Katharevousa έρις altgriechisch ἔρις


ερήμωση

ερήμωση Koine-Griechisch ἐρήμωσις altgriechisch ἐρημόω / ἐρημῶ ἐρῆμος


ερημώνω

ερημώνω mittelgriechisch ερημώνω altgriechisch ἐρημόω / ἐρημῶ ἐρῆμος


ερήμωμα

ερήμωμα ερημώνω + -μα altgriechisch ἐρημόω / ἐρημῶ ἐρῆμος


έρημος

έρημος altgriechisch ἔρημος


ερημίτης

ερημίτης Koine-Griechisch ἐρημίτης altgriechisch ἐρῆμος / ἔρημος ((Lehnübersetzung) französisch ermite)


ερημιά

ερημιά altgriechisch ἐρημία


ερημητήριο

ερημητήριο Katharevousa ερημητήριον ερημίτης[1] + -τήριον ((Lehnübersetzung) französisch ermitage ermite λατινικά eremita Koine-Griechisch ἐρημίτης altgriechisch ἔρημος)


ερήμην

ερήμην altgriechisch ἐρήμην (δίκην), αιτιατική ενικού του ἐρήμη (Femininum von ἔρημος)


ερευνώ

ερευνώ altgriechisch ἐρευνῶ


ερευνητής

ερευνητής altgriechisch ἐρευνητής


έρευνα

έρευνα altgriechisch ἔρευνα


ερέτης

ερέτης altgriechisch ἐρέτης


έρεισμα

έρεισμα altgriechisch ἔρεισμα


ερεισίνωτο

ερεισίνωτο Katharevousa ἐρεισίνωτον με κατάληξη -ο της δημοτικής altgriechisch ἐρείδω (υποστηρίζω) + νῶτον (πλάτη) (νεολογισμός του 19ου αιώνα)


ερειπιώνας

ερειπιώνας Koine-Griechisch ἐρειπιών altgriechisch ἐρείπιον ἐρείπω


ερείπιο

ερείπιο altgriechisch ἐρείπιον ἐρείπω


ερείδομαι

ερείδομαι altgriechisch ἐρείδομαι


ερεθιστικότητα

ερεθιστικότητα ερεθιστικός + -ότητα altgriechisch ἐρεθιστικός


ερεθισμός

ερεθισμός altgriechisch ἐρεθισμός


ερέθισμα

ερέθισμα altgriechisch ἐρέθισμα


ερεθίζω

ερεθίζω altgriechisch ἐρεθίζω


έρεβος

έρεβος altgriechisch ἔρεβος indoeuropäisch (Wurzel) h₁régʷos (έρεβος, σκότος)


ερέα

ερέα Koine-Griechisch altgriechisch εἶρος (ἔριον, μαλλί)


εργόχειρο

εργόχειρο mittelgriechisch εργόχειρο Koine-Griechisch ἐργόχειρον altgriechisch ἔργον + χείρ


εργοστάσιο

εργοστάσιο έργο + -ο- + -στάσιο altgriechisch ἔργον + ἵστημι


εργολήπτης

εργολήπτης altgriechisch ἐργολήπτης


εργολάβος

εργολάβος altgriechisch ἐργολάβος


εργολαβία

εργολαβία altgriechisch ἐργολαβία


εργοδότης

εργοδότης altgriechisch ἐργοδότης ἔργον + δότης ( δίδωμι)


εργοδοσία

εργοδοσία Koine-Griechisch ἐργοδοσία altgriechisch ἐργοδότης ἔργον + δίδωμι


έργο

έργο altgriechisch ἔργον & (Lehnbedeutung) französisch oeuvre, ouvrage, travail[1]


εργάτης

εργάτης altgriechisch ἐργάτης


εργαστήριο

εργαστήριο altgriechisch ἐργαστήριον


εργαστήρι

εργαστήρι mittelgriechisch εργαστήρι(ν) altgriechisch ἐργαστήριον


εργασία

εργασία altgriechisch ἐργασία


εργαλείο

εργαλείο altgriechisch ἐργαλεῖον


εργάζομαι

εργάζομαι altgriechisch ἐργάζομαι



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback