Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



επισκευή

επισκευή altgriechisch ἐπισκευή


επισκευαστής

επισκευαστής altgriechisch ἐπισκευαστής


επισκευάζω

επισκευάζω altgriechisch ἐπισκευάζω ἐπί + σκευάζω σκευή


επισκέπτομαι

επισκέπτομαι (λόγιο) altgriechisch ἐπισκέπτομαι ἐπι- + σκέπτομαι


επισκέπτης

επισκέπτης altgriechisch ἐπισκέπτης ((Lehnbedeutung) französisch visiteur)


επίσης

επίσης altgriechisch ἐπ' ἴσης


επίσημος

επίσημος altgriechisch ἐπίσημος ἐπί + σῆμα proto-indogermanisch *dʰyeh₂- (σημειώνω)


επισήμανση

επισήμανση altgriechisch ἐπισήμανσις


επισημαίνω

επισημαίνω altgriechisch ἐπισημαίνω


επιρροή

επιρροή (λόγιο) altgriechisch ἐπιρροή "εισροή υγρού" ( ἐπὶ + ῥέω) - Lehnbedeutung από τη französisch influence[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + ροή


επιρρίπτω

επιρρίπτω altgriechisch ἐπιρρίπτω ἐπί + ῥίπτω


επιρρεπής

επιρρεπής Koine-Griechisch ἐπιρρεπής altgriechisch ἐπιρρέπω ἐπι- + ῤέπω


επίπτωση

επίπτωση Koine-Griechisch ἐπίπτωσις altgriechisch ἐπιπίπτω ἐπί + πίπτω ((Lehnbedeutung) französisch incidence)


επιπλοκή

επιπλοκή Koine-Griechisch ἐπιπλοκή altgriechisch ἐπιπλέκω ἐπί + πλέκω ((Lehnübersetzung) französisch complication)


έπιπλο

έπιπλο altgriechisch πληθυντικός ἔπιπλα


επιπλήττω

επιπλήττω altgriechisch ἐπιπλήττω / ἐπιπλήσσω ἐπί + πλήττω / πλήσσω indoeuropäisch (Wurzel) *pleh₂k-


επίπληξη

επίπληξη altgriechisch ἐπίπληξις ( επί + πλήττω )


επιπλέω

επιπλέω altgriechisch ἐπιπλέω


επιπλέον

επιπλέον altgriechisch ἐπιπλέον → siehe: ἐπί και πλέον


επίπλαστος

επίπλαστος Koine-Griechisch ἐπίπλαστος ἐπί + altgriechisch πλαστός πλάθω


επιπεφυκώς

επιπεφυκώς altgriechisch ἐπιπεφυκώς, μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (με μέση-παθητική σημασία) του ρήματος ἐπιφύω,-ομαι


επίπεδος

επίπεδος altgriechisch ἐπίπεδος ἐπί + πέδον proto-indogermanisch *pedóm *pṓds (πόδι, πούς) *ped-


επίπαση

επίπαση επιπάσσω + -ση altgriechisch ἐπιπάσσω ἐπί + πάσσω


επινοώ

επινοώ altgriechisch ἐπινοέω / ἐπινοῶ ἐπί + νοέω νόος / νοῦς


επινόηση

επινόηση Koine-Griechisch ἐπινόησις altgriechisch ἐπινοέω / ἐπινοῶ


επινόημα

επινόημα altgriechisch ἐπινόημα


επινικέλωση

επινικέλωση επινικελώνω + -ση επι- + νίκελ deutsch Nickel Kupfernickel Kupfer + Nickel ( Nikolaus lateinisch Nicolaus altgriechisch Νικόλαος (αντιδάνειο) νίκη + λαός)


επινεύω

επινεύω altgriechisch ἐπινεύω ἐπί + νεύω


επίνειο

επίνειο altgriechisch ἐπίνειον ἐπί + ναῦς


επίμονος

επίμονος Koine-Griechisch ἐπίμονος altgriechisch ἐπιμένω ἐπί + μένω


επιμονή

επιμονή altgriechisch ἐπιμονή ἐπιμένω ἐπί + μένω


επιμηθέας

επιμηθέας (altgriechisch ) Ἐπιμηθεύς επι + μανθανω-μαθαινω


επιμετρώ

επιμετρώ altgriechisch ἐπιμετρέω / ἐπιμετρῶ


επιμερίζω

επιμερίζω Koine-Griechisch ἐπιμερίζω ἐπί + altgriechisch μερίζω μέρος


επιμένω

επιμένω altgriechisch ἐπιμένω ἐπί + μένω


επιμελούμαι

επιμελούμαι altgriechisch ἐπιμελέομαι / ἐπιμελοῦμαι ἐπιμελής


επιμέλεια

επιμέλεια altgriechisch ἐπιμέλεια ἐπιμελής ἐπί + μέλω


επίλογος

επίλογος altgriechisch ἐπίλογος


επιληψία

επιληψία altgriechisch ἐπιληψία ἐπιλαμβάνω


επιλήσμων

επιλήσμων altgriechisch ἐπιλήσμων


επιλήσμονας

επιλήσμονας altgriechisch ἐπιλήσμων


επιλέγω

επιλέγω (λόγιο) altgriechisch ἐπιλέγω. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + λέγω


επικύρωση

επικύρωση altgriechisch ἐπικύρωσις


επικυρώνω

επικυρώνω altgriechisch ἐπικυρόω/ἐπικυρῶ ἐπι- + κυρῶ κῦρος


επικρούω

επικρούω altgriechisch ἐπικρούω


επικρουστήρας

επικρουστήρας Koine-Griechisch ἐπικρουστήριον altgriechisch ἐπικρούω


επικροτώ

επικροτώ altgriechisch ἐπικροτέω, altgriechisch ἐπικροτῶ ἐπί + κροτῶ κρότος


επικρίνω

επικρίνω altgriechisch ἐπικρίνω ((Lehnübersetzung) französisch censurer)


επικρατώ

επικρατώ altgriechisch ἐπικρατέω / ἐπικρατῶ ἐπί + κρατέω / κρατῶ κράτος


επικράτηση

επικράτηση altgriechisch ἐπικράτησις


επικράτεια

επικράτεια altgriechisch ἐπικράτεια ((Lehnbedeutung) französisch état)


επίκρανο

επίκρανο altgriechisch ἐπίκρανον ἐπί + κράνος κάρα indoeuropäisch (Wurzel) *ḱr̥h₁-sr(-eh₂)


επικουρισμός

επικουρισμός (entlehnt aus) französisch épicurisme Épicure altgriechisch Ἐπίκουρος ἐπίκουρος ἐπί + proto-indogermanisch *kr̥s


επικοινωνώ

επικοινωνώ altgriechisch ἐπικοινωνέω / ἐπικοινωνῶ


επικοινωνία

επικοινωνία altgriechisch ἐπικοινωνία ἐπικοινωνέω


επίκληση

επίκληση altgriechisch ἐπίκλησις


επίκεντρο

επίκεντρο Koine-Griechisch ἐπίκεντρον, Maskulinum von ἐπίκεντρος ἐπί + altgriechisch κέντρον κεντέω / κεντῶ (2. (Lehnbedeutung) französisch épicentre· 3. (Lehnbedeutung) englisch epicenter)


επικαταλλαγή

επικαταλλαγή Koine-Griechisch ἐπικαταλλαγή altgriechisch ἐπικαταλλάσσω


επικάρπιο

επικάρπιο Koine-Griechisch ἐπικάρπιον altgriechisch ἐπικάρπιος ἐπί + καρπός


επικαρπία

επικαρπία altgriechisch ἐπικαρπία ἐπί + καρπός


επικάρδιο

επικάρδιο (entlehnt aus) englisch epicardium altgriechisch ἐπί + καρδία


επικάλυψη

επικάλυψη Koine-Griechisch ἐπικάλυψις altgriechisch ἐπικαλύπτω


επικαλύπτω

επικαλύπτω altgriechisch ἐπικαλύπτω ἐπί + καλύπτω


επικάλυμμα

επικάλυμμα altgriechisch ἐπικάλυμμα


επικαλούμαι

επικαλούμαι altgriechisch ἐπικαλοῦμαι


επικάθομαι

επικάθομαι altgriechisch ἐπικάθημαι


επιθυμώ

επιθυμώ altgriechisch ἐπιθυμέω


επιθυμητός

επιθυμητός altgriechisch ἐπιθυμητός


επίθημα

επίθημα λόγιο altgriechisch ἐπίθημα ἐπί + θῆμα (τίθημι)


επιθήλιο

επιθήλιο neulateinisch epithelium altgriechisch ἐπί + θηλή


επιθεωρώ

επιθεωρώ altgriechisch ἐπιθεωρέω / ἐπιθεωρῶ ((Lehnbedeutung) französisch inspecter)


επιθέτω

επιθέτω, (επί + θέτω) altgriechisch ἐπιτίθημι


επίθετο

επίθετο altgriechisch ἐπίθετον, Maskulinum von ἐπίθετος ρήμα ἐπιτίθημι, (προσθέτω κάτι), (Katharevousa: ἐπίθετον)


επίθεση

επίθεση altgriechisch ἐπίθεσις


επίθεμα

επίθεμα Koine-Griechisch ἐπίθεμα altgriechisch ἐπιτίθημι (τοποθετώ επάνω)


επιζωοτία

επιζωοτία (entlehnt aus) französisch épizootie ἐπί + Koine-Griechisch ζῳότης altgriechisch ζῷον


επιζητώ

επιζητώ altgriechisch ἐπιζητέω / ἐπιζητῶ


επιζήτηση

επιζήτηση altgriechisch ἐπιζήτησις ἐπιζητέω


επιείκεια

επιείκεια altgriechisch ἐπιείκεια ἐπιεικής


επιδρομέας

επιδρομέας Koine-Griechisch ἐπιδρομεύς altgriechisch ἐπίδρομος


επίδοση

επίδοση altgriechisch ἐπίδοσις ἐπιδίδωμι


επιδοματούχος

επιδοματούχος επιδόματ(ος) + -ούχος ( altgriechisch ἔχω)


επιδιώκω

επιδιώκω altgriechisch ἐπιδιώκω ἐπί + διώκω


επιδιόρθωση

επιδιόρθωση Koine-Griechisch ἐπιδιόρθωσις ἐπιδιορθόω / ἐπιδιορθῶ ἐπί + altgriechisch διορθόω / διορθῶ διά + ὀρθόω / ὀρθῶ ὀρθός proto-griechisch *ortʰwós proto-indogermanisch *h₃r̥dʰwós *h₃erdʰ- (ορθός)


επιδιορθώνω

επιδιορθώνω altgriechisch ἐπιδιορθόω-ῶ ἐπί + διορθόω-ῶ


επιδιόρθωμα

επιδιόρθωμα επιδιορθώνω + -μα Koine-Griechisch ἐπιδιορθόω / ἐπιδιορθῶ ἐπί + altgriechisch διορθόω / διορθῶ διά + ὀρθόω / ὀρθῶ ὀρθός proto-griechisch *ortʰwós proto-indogermanisch *h₃r̥dʰwós *h₃erdʰ- (ορθός)


επιδίδομαι

επιδίδομαι altgriechisch ἐπιδίδομαι, Passiv von ἐπιδίδωμι


επιδιασκόπιο

επιδιασκόπιο (entlehnt aus) englisch epidiascope altgriechisch ἐπί + διά + σκοπέω


επιδημώ

επιδημώ altgriechisch ἐπιδημέω / ἐπιδημῶ


επιδημιολογία

επιδημιολογία απόδοση του γαλλικού όρου épidémiologie ή von lateinisch epidemia + logie( altgriechisch ἐπιδημία + λόγος) ή ευθέως von αρχαίο ελληνικό επιδημία + λόγος


επιδημία

επιδημία altgriechisch ἐπιδημία ἐπί + δῆμος


επιδέχομαι

επιδέχομαι altgriechisch ἐπιδέχομαι


επίδεσμος

επίδεσμος altgriechisch ἐπίδεσμος ἐπιδέω. Συγχρονικά αναλύεται σε επί- + δεσμός


επίδεση

επίδεση altgriechisch ἐπίδεσις ἐπιδέω


επιδερμίδα

επιδερμίδα altgriechisch ἐπιδερμίς ἐπί + δέρμα


επιδεξιότητα

επιδεξιότητα mittelgriechisch ἐπιδεξιότητα altgriechisch ἐπιδεξιότης ἐπί + δεξιότης δεξιός indoeuropäisch (Wurzel) *deḱs-


επιδέξιος

επιδέξιος altgriechisch ἐπιδέξιος


επιδένω

επιδένω altgriechisch ἐπιδέω


επίδειξη

επίδειξη altgriechisch ἐπίδειξις


επιδεικνύω

επιδεικνύω Koine-Griechisch ἐπιδεικνύω altgriechisch ἐπιδείκνυμι ἐπί + δείκνυμι



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback